ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΗ 6
μπομπσφουγκαρακης
βυθοςτουμπικινι
Αυτή την απάντηση, με αυτή την μορφή, έπαιρνα τις ημέρες της καραντίνας από τις αρμόδιες αρχές για να μετακινούμαι.
Απεχθανόμουν να βάλω τον κωδικό της τράπεζας (μιας και δεν έχω λογαριασμό και σιχαίνομαι τις τράπεζες), και έκανα εναλλαγές μεταξύ φαρμακείου και σούπερ-μάρκετ.
Ο αγαπημένος μου κωδικός ήταν ο 6, (είναι γνωστό σε όποιον με γνωρίζει, πόσο λατρεύω την άθληση).
Αυτό το μικρό αστείο μου έφερνε ένα πικρό χαμόγελο, ήταν μια κάποια παρηγοριά για όλη την αηδία που ένοιωθα για όσα συνέβαιναν γύρω μου.
Την ημέρα που έσκασε το πρώτο κρούσμα στην Ελλάδα, «ο ασθενής μηδέν» έπαιρνα μετά από ένα μήνα μια κανονική ανάσα. Είχα περάσει μια μορφή πνευμονίας όπου για ένα μήνα περίπου σε συνδυασμό με το εξαιρετικό κλίμα και τις υποκειμενικές συνθήκες με είχε τσακίσει.
Ζήτησα λοιπόν από ένα φίλο γιατρό μια μάσκα, αν χρειαστεί να με μαζέψουν τουλάχιστον να τη φοράω (ευτυχώς την έχω ακόμα σουβενίρ). Είχα και λίγο οινόπνευμα στο σπίτι και εκεί σταμάτησα να ασχολούμαι με της αντισηψίας το ανάγνωσμα.
Κάθε μέρα όμως που έσφιγγε ο κλοιός σφίγγονταν και η ψυχή μου όλο και περισσότερο. Πλησίαζαν και οι Άγιες Ημέρες αλλά απ’ ότι φαίνονταν στον ορίζοντα το μόνο Ευαγγέλιο που θα ακούγονταν θα ήταν το κατά Τσιόρδα Ευαγγέλιο.
Άρχισα λοιπόν να συλλέγω στιγμές, να κάνω ένα μικρό ερανισμό γεγονότων, να κρατήσω μέσα στο μυαλό μου όλη τη διολίσθηση που έβλεπα και να επιμείνω απαρέγκλιτα να αμφισβητώ.
Θυμάμαι τις πρώτες ημέρες τα παλαμάκια της Μαρέβας. Ευτυχώς στη γειτονιά μου ένας πιτσικαρισμένος γείτονας χτύπαγε παλαμάκια μονάχος του κανένα πεντάλεπτο σαν να παράγγελνε το επόμενο μισόκιλο. Κι άλλος ένας εξαντλούσε το απόθεμά του σε δυναμιτάκια για να πάρει καινούργια για την Ανάσταση. Μετά από λίγες ημέρες «αριστερές» Μαρέβες μας καλούσαν να φωνάξουμε «αθάνατος» στα μπαλκόνια για τον Μανώλη Γλέζο. Ήταν μια από τις μεγάλες απώλειες των ημερών της καραντίνας.
Στον δικό μας μικρόκοσμο χάθηκαν αυτές τις ημέρες φίλοι που η απώλειά τους πόνεσε πολύ, γιατί απλώς μια ημέρα εξαφανίστηκαν από τα γνώριμα σημεία τους. Κι άλλοι αγαπημένοι αρρώστησαν (όχι από κορονοϊό) και ήταν πολύ δύσκολη η πρόσβαση σε εμάς που δεν ήμασταν συγγενείς για να τους δούμε. Αλλά και τους δικούς μας νεκρούς απαγορεύονταν τις πένθιμες μέρες της Χριστιανοσύνης αλλά και της παράδοσης να τους επισκεφτούμε για να μην κολλήσουμε και διασπείρουμε τον κορονοϊό.
Όπως απαγορεύονταν και το μυστήριο της Θείας Κοινωνίας και η τέλεση της Θείας Λειτουργίας με κόσμο. Ότι θα άναβα Μεγάλη Παρασκευή ένα κερί στα κλεφτά και οι Ζητάδες θα κάνανε γύρες έξω απ’ την εκκλησία ομολογώ ότι δεν το είχα φανταστεί παρά τη νοσηρή φαντασία μου. Βέβαια πιο ευρηματικά μυαλά, σε κάποιους δήμους της χώρας, συζήταγαν και για «Άγιο Φως» σε μορφή delivery αλλά μάλλον δεν βρήκαν συνεργαζόμενη πιτσαρία.
Έτσι λοιπόν χτίζονταν καθημερινά μια δυστοπία και εγώ τηρώντας την υπόσχεση που έδωσα στον εαυτό μου την πρώτη μέρα της καραντίνας, να μην μείνω ούτε μια ώρα σπίτι περιπλανιόμουν σ’ ένα άδειο και ενίοτε βροχερό Αγρίνιο, χτίζοντας ακόμα πιο δυνατές σχέσεις με ελάχιστους «ανεύθυνους», σαν κι εμένα που συνέχιζαν να δίνουν το παρών ο καθένας στο δικό του μετερίζι, άλλος τιμώντας τις αρχές του και άλλος με μόνο του αποκούμπι την κάφτρα απ’ το τσιγάρο που κρέμονταν στα δάκτυλά του.
Κάθε μέρα της καραντίνας λοιπόν κινούμουνα ανάμεσα σε 3 Γιωργάδες. Ο πρώτος έκανε «εργασίες συντήρησης» στο VIDEO CLUB και κέρναγε καμιά ταινία όπου διάφοροι «ανεύθυνοι» αγκαλιάζονταν και (τι φοβερό) αντάλλασαν μετά μανίας σωματικά υγρά (μα καλά αυτοί δεν είδαν ποτέ τους τον Χαρδαλιά).
Βέβαια εδώ υπήρχε και ένα σπουδαίο μπόνους. Απέναντι από το VIDEO CLUB συγκεντρώνονταν η συντροφιά του Καλντεριμιού, όπου στις αναποδογυρισμένες καρέκλες μαζεύονταν όσοι πρέπει, δίνοντας το παρών ανελλιπώς και αλάφρεναν την καραντίνα. Η έξτρα δροσιά στην ατμόσφαιρα ήταν προσφορά του Τάσου, όπου συνεχώς ξεφύσαγε.
Ο δεύτερος Γιώργος έβγαζε αδιάκοπα φωτοτυπίες μετακίνησης και απαγόρευε ρητά τη χρήση μάσκας στο χώρο του, γιατί του ανέβαζε την πίεση, (ή τουλάχιστον την προβόκαρε) και ο τρίτος κάτω απ’ των «Μαραμπού» τα σμήνη έφτιαχνε πρωί- απόγευμα τον εξαιρετικό καφέ του (έστω και σε χάρτινο, έστω και χωρίς μπισκοτάκι κανέλλας) και έδινε μένοντας σταθερός σε όλα, το μήνυμα ότι θα το ξεπεράσουμε κι αυτό (όταν δεν μα τα ‘πρηζε με τις εμμονές του).
Νοιώθω τρυφερότητα για αυτούς τους ανθρώπους και σεβασμό. Τουλάχιστον, ελάχιστοι δεν κατάπιναν άκριτα ότι αηδία τους σέρβιραν καθημερινά και συμπεριφέρονταν σαν φυσιολογικοί άνθρωποι χωρίς καραγκιοζιλίκια και διατηρούσαν το δικαίωμα της άλλης άποψης ακόμα και της λανθασμένης, της τόσο όμως απαραίτητης για να αναδειχθεί το πραγματικά αληθινό.
Κάποια μέρα ακούγοντας τον Τσιόρδα να δίνει σχεδόν συμβουλές μαγειρικής (συγκεκριμένα μας προέτρεπε να καταναλώνουμε μικρά ψάρια πλούσια σε Ω3) περίμενα αντί για τον Χαρδαλιά να δω τον Πετρετζίκη δίπλα του αλλά έκανα λάθος. Όταν όμως τον άκουγα αντανακλαστικά στο μυαλό μου ερχόταν η εισαγωγική σκηνή από το 1984. Η μεταλλική φωνή από την οθόνη στον τοίχο ανακοίνωνε στον Ουίνστον ότι ήταν ώρα να ξυπνήσει. Μετά από λίγο ότι έπρεπε να ξεκινήσει την πρωινή του γυμναστική. Κατόπιν ο Ουίνστον δέχονταν «ισχυρή σύσταση» διότι δεν εκτελούσε ζωηρά τις ασκήσεις. Ο Όργουελ τα έγραψε το 1948. Μπορεί να είχε και αυτός κληρονομικό χάρισμα.
Πάντως οι κρατούντες είναι βέβαιο ότι θα έβγαλαν τα συμπεράσματά τους, κι εγώ τα δικά μου. Δεν είμαι επιδημιολόγος για να ξέρω την αλήθεια αλλά είμαι παρατηρητής και ελπίζω σκεπτόμενος και ξέρω τι είδα.
Είδα λοιπόν μια κοινωνία να χάνει το δικαίωμα να κυκλοφορεί με το πρόσωπο ακάλυπτο. Για μερικούς «περίεργους» η έννοια του «προσώπου» είναι σημαντική για να μην πω ιερή. Είδα κόσμο να χάνει τη δουλειά του ή τουλάχιστον να την υποθηκεύει, διότι και θέσεις εργασίας θα χαθούν και επιχειρήσεις θα κλείσουν και το κυριότερο θα πληγούν και θα μετασχηματιστούν στο άμεσο μέλλον όλα τα εργασιακά δικαιώματα και φυσικά ότι μέτρο με επιτυχία δοκιμάστηκε στην καραντίνα και πέρασε τις συστημικές εξετάσεις θα βρίσκεται στη πρώτη γραμμή εφεδρείας της εξουσίας, ανά πάσα στιγμή, δια πάσα χρήση.
Έχουμε στο όνομα του «αόρατου εχθρού» να χορτάσουμε καταστολή. Αλλά μπορεί να μην χρειαστεί να φάμε ξύλο αφού πάμε και κλεινόμαστε μόνοι μας μέσα.
Θυμάμαι στον «Παπαφλέσσα» την ατάκα για την Φιλική Εταιρεία: «Αρχιμανδρίτα η Αόρατος Αρχή δεν είναι μόνο Αόρατος αλλά και Ανύπαρκτος». Εγώ δεν λέω ότι δεν υπάρχει Κορωνοϊός, ούτε ξέρω την έκταση του, ξέρω όμως με βεβαιότητα τι γίνεται στο όνομά του ασχέτως με την πραγματική του διάσταση. Και κυρίως ξέρω τι δώσαμε όλοι και το χειρότερο πόσο εύκολα το δώσαμε. Πόσο εύκολα η αντιπολίτευση μείζονα και ελάσσονα υιοθέτησε το αφήγημα της υπεύθυνης στάσης, πόσο εύκολα η Αριστερά ακόμα και όταν είπε να τιμήσει τις δικές της άγιες ημέρες, το έκανε τηρώντας απαρέγκλιτα όλα τα πρωτόκολλα. Πόσο εύκολα οι Χριστιανοί παρέδωσαν το δικαίωμα να συμμετέχουν στα πιο Ιερά Μυστήρια, πόσο εύκολα λοιπόν όλες οι συντεταγμένες ομάδες με ομοειδή χαρακτηριστικά παραδόθηκαν στον «αόρατο εχθρό» και στο κυβερνητικό σχέδιο.
Το Σύνταγμα εννοείται ότι έγινε κουρελόχαρτο. Είναι δε από όλους τους επιφανείς νομικούς και καθηγητές καταγεγραμμένο ότι όταν παρατείνεται μια κατάσταση ανάγκης με έκτακτα μέτρα δέχονται συντριπτικό πλήγμα τα ατομικά δικαιώματα.
Χωρίς όμως ελευθερίες, χωρίς δουλειά και με τον υπολογισμό που έχει γίνει από λοιμωξιολόγους ερευνητές ότι κάθε χρόνος ύφεσης στοιχίζει 3.000 σε ανθρώπινες ζωές, όσοι ρέπουν στην αριθμολαγνεία ας λάβουν υπόψιν τους και αυτά τα δεδομένα. Διότι δεν υπάρχουν μόνο οι αριθμοί που καθημερινά ανακοίνωνε ο Τσιόρδας. Υπάρχουν και άλλοι αριθμοί που δίνουν απαντήσεις γιατί επελέγη μια συγκεκριμένη μεθοδολογία τόσο στην εισαγωγή της καραντίνας όσο και στην επιστροφή στην «κανονικότητα».
Είναι οι 557 κλίνες εντατικής που είχαμε, ενώ σύμφωνα με τον Π.Ο.Υ. έπρεπε σε ομαλές συνθήκες (χωρίς κορονοϊό) να είχαμε 3.500. Είναι το 95% αποδοχής του Τσιόρδα από την κοινωνία, το 84% αποδοχής του Χαρδαλιά, το 59% του κόσμου που είπε ότι το σημαντικότερο που του λείπει είναι το κομμωτήριο, τα νύχια και τα κέντρα αισθητικής και γι’ αυτό τα άνοιξε πρώτα η κυβέρνηση. Είναι οι προσλήψεις γιατρών που δεν έγιναν στην απαιτούμενη έκταση, είναι τα κονδύλια που πριμοδοτούν τον ιδιωτικό τομέα της Υγείας, είναι τελικά η απόλυτη ταξική προσέγγιση των πραγμάτων ακόμα ή και κυρίως μέσα σε συνθήκες καραντίνας.
Και περνάω πλέον από τις ομάδες στα άτομα.
Είδα πάσης φύσεως συμπεριφορές, είδα ανθρώπους να γεμίζουν καρότσια με αντισηπτικά και τρόφιμα (για να μην χαθεί προφανώς, το σπάνιο είδος τους, το homus partakias), είδα ανθρώπους να πλακώνονται στο ξύλο για μια θέση στην ουρά της τράπεζας ή της κινητής τηλεφωνίας (εκεί δεν κολλάει ο κορονοϊός), να αθλούνται και να οδηγάνε μόνοι τους , φορώντας μάσκα που την σήκωναν μόνο για να τραβήξουν μια τζούρα απ’ το τσιγάρο τους ή να πιούν μια γουλιά καφέ.
Το ότι αποδεχθήκαμε σχεδόν πλήρως το αφήγημα της εξουσίας το καταλάβαινα κυρίως όμως από συμπεριφορές ανθρώπων οικείων σε εμένα που με άφηναν άναυδο (αν και τώρα που το ξανασκέφτομαι δεν θα έπρεπε). Είδα φίλη, πετυχημένη στο χώρο της, άνθρωπο της πιάτσας, να ουρλιάζει σχεδόν από αγανάκτηση όταν αμφισβήτησα τις εικόνες με τα φέρετρα από την Ιταλία. Είδα φίλο που ήθελε να κεράσει κάτι από το φούρνο να κοιτάζει αμήχανα και τελικά να αφήνει ένα κέρμα στο δάπεδο της πλατείας (λες και παίζαμε ψίλο). Είδα άνθρωπο να βουτάει επιμελώς κάθε κέρμα σε αντισηπτικό. Άκουγα αγαπημένο συμμαθητή να με ψέγει γιατί κυκλοφορούσα χωρίς να έχω δουλειά. Αποτυπώθηκε στο μυαλό μου με ακρίβεια η φράση του: «Από εσένα και κάτι άλλους μαλάκες θα πεθάνουμε και εμείς». Είδα και άκουσα πολλά και οφείλω να θυμάμαι. Μας τα πήραν όλα λοιπόν. Τα δώσαμε στο όνομα του ατομικού μας πυρήνα και ακόμα χειρότερα του ατομικού συμφέροντος. Μην αρρωστήσουμε και μην πάθει τίποτα η τσέπης μας.
Μόνο που ο «λιμός» έρχεται για πολλούς και είναι πολύ χειρότερος από τον «λοιμό» που μας φόβισε. Και όσο και αν κάποιοι στην παρούσα φάση δεν είδαν μεγάλη ζημιά στα οικονομικά τους, κάποιοι άλλοι βόγκηξαν και η ψαλίδα της ανισότητας όλο και ανοίγει και αυτό θα επιφέρει τις πραγματικές σοβαρές συνέπειες στην κοινωνία.
Τελειώνοντας θέλω να τονίσω ότι δεν υποτίμησα μέσα μου το υγειονομικό μέρος. Γνωρίζω καλά ότι μπορούν να υπάρξουν έκτακτες συνθήκες. Η εκάστοτε όμως εξουσία είναι βάναυση και πολλά βήματα μπροστά από εμάς και τώρα υπάρχει καταχωρημένο ένα δεδομένο. Οι άνθρωποι μπροστά στην επιβίωση είναι πρόθυμοι να θυσιάσουν τη ζωή. Ως μονάδα προσπάθησα έμπρακτα να το αμφισβητήσω και ολοκληρώνοντας τη φάση αυτού του κύκλου μοιράζομαι κάποιες εμπειρίες και σκέψεις με όποιον είχε την υπομονή να διαβάσει μέχρι εδώ.
Και μια των ημερών γυρίσανε το διακόπτη και μας επέτρεψαν να αρχίσουμε να επιστρέφουμε υπεύθυνα στην «κανονικότητα». Τουλάχιστον θα σταματήσω να ακούω τον Παπαδόπουλο (φτώχια καταραμένη) να κάνει τον Πιλάτο.
Εγώ δεν μπορώ την κανονικότητα. Πιο μόνος νιώθω.
Τουλάχιστον στην καραντίνα έβλεπα τους ανθρώπους που εκτιμούσα. Και όπως λέει ο τρίτος Γιώργος, τώρα θα βγουν έξω και θα κάνουν τους επαναστάτες όσοι τόσες ημέρες πειθήνια πειθάρχησαν στις προσταγές του Τσιόρδα, του Χαραδαλιά και του Ιερώνυμου. Και δυστυχώς έτσι βαθμιαία γίνεται.
Τελειώνει λοιπόν η καραντίνα και μάλλον ήρθε η ώρα ο μπομπσφουγγαράκης να επιστρέψει στο βυθό του μπικίνι.
Δεν μας χωράει όλους η πλατεία. Θα έχει και πολλά καθίσματα τώρα για να μην κολλήσουμε. (Κόσμο δεν θα έχει)
Αυτά λοιπόν σε πρώτη φάση έχω να θυμάμαι από την καραντίνα
Εν κατακλείδι νοιώθω ακόμη μεγαλύτερη απέχθεια για το ανθρώπινο είδος μην κάνοντας όμως χιλιοστό πίσω στην πεποίθηση ότι όποτε το ποικιλόμορφο τέρας της Σφίγγας θέτει το αιώνιο αίνιγμά του η απάντηση και η λύση θα είναι πάντα η ίδια: «Άνθρωπος».
Υ.Γ.: Το κείμενο αυτό το αφιερώνω στους ανθρώπους που όλο αυτό το διάστημα μου στάθηκαν σαν πραγματικοί φίλοι, ενδιαφέρθηκαν αν έχω ένα πιάτο φαγητό, θυμόνταν να πάρουν ένα τηλέφωνο. Επίσης, στους εργαζόμενους στις δομές του Δήμου που φρόντιζαν όλο αυτό το διάστημα να φτάνει ένα πιάτο τροφή σε συμπολίτες με προβλήματα και δυσκολίες. Τους ευχαριστώ από καρδιάς.
Αυτά προς το παρόν!