Δεν θέλω άλλες ειδήσεις. Δεν μπορώ πια αυτή τη μαζική πληροφόρηση των παραδομένων στην εξουσία συνομηλίκων μου, που ξεχνούν τους δικούς τους συμβιβασμούς, τα δικά τους «κεφαλάκια μέσα» και εκτοξεύουν τοξικές κατάρες, ενάντια σε όλους αυτούς, που ενέπνευσαν με το έργο τους τις κατασκευές της δικιάς μας ουσίας, τις παρέες μας, τις σημαίες μας και τα πιστεύω μας.
- του Λευτέρη Τηλιγάδα | | red line
Κατασκευές, παρέες, σημαίες και πιστεύω, που έχουμε καπακώσει χρόνια τώρα μέσα στον προσωπικό κουβά της ρηχής ιδιωτείας μας και βγάζουμε μια δηλητηριασμένη γλώσσα για να αλείψουμε με δηλητήριο τα ονόματα εκείνα, που είναι υπεύθυνα για τα πιο όμορφα ακούσματα της γενιάς μας.
Και κάπως έτσι, κατακεραυνώνοντας τον συμβιβασμένο Σαββόπουλο που τόλμησε να στήσει το μουσικό του πανηγύρι στην αυλή του ΣΚΑΙ με τα λεφτά του Αλαφούζου, ξεχνάμε την μηνιαία αποχαύνωσή μας στην αυλή του ΣΚΑΙ που για ώρες πολλές φορτώναμε τα μηχανάκια της agb με την τηλεθέαση του «survivor», για να μπορεί ο Πορτοσάλτε και τα άλλα παιδιά της μνημονιακής δημοσιογραφίας να παίρνουν το καταραμένο τους μεροκάματο.
Είναι υπόθεση ειδωλολατρίας. Μια ειδωλολατρία της συνείδησης των αισθήσεων και των συμβόλων που γέννησαν μέσα μας τις αντοχές της ζωής μας, τις ανατροπές που ονειρευτήκαμε, τα αδιέξοδα που δεν κατάφεραν να μας γονατίσουν. Όσοι σήμερα στέκονται στα ηλεκτρονικά σταυροδρόμια του κόσμου και σταμπάρουν «προδότες» και «προσκυνημένους», ας αναλογιστούν λίγο και τη δική τους ζωή.
Δεν θέλω να ξέρω σε τι θεό πιστεύει ο Σαββόπουλος, ούτε ποιους διαόλους προσκυνάει. Απ’ αυτόν κρατάω το «Φορτηγό», το «Περιβόλι του τρελού», τον «Μπάλο», το «Βρώμικο ψωμί», τα «Δέκα χρόνια κομμάτια», το «Happy day», τον «Αριστοφάνη που γύρισε από τα θυμαράκια», τη «Ρεζέρβα», τα «Τραπεζάκια έξω», το «Κούρεμα» και τον «Χρονοποιό».
Δεν «πετάω τίποτα» από όλα αυτά τα βαθιά και ουσιαστικά τραγούδια-ρεπορτάζ της ψυχής μου που με ένωσαν με τους φόβους και τις ελπίδες τις γενιάς μου και με έκαναν να σταθώ στα πόδια μου με μεγαλύτερη παρρησία.
Διάβασα προχθές το άρθρο ενός βλάκα, που θέλει να κάνει τον καμπόσο και τον έξυπνο με τίτλο «Ο Σαββόπουλος είναι ένας άρρωστος κλέφτης. Άρρωστος», για τον οποίο είμαι κάτι παραπάνω από βέβαιος ότι η σχέση του με την τέχνη είναι από μηδενική έως ανύπαρκτη.
«Οι μεγάλοι δημιουργοί κλέβουν, οι μέτριοι μιμούνται», είχε πει ο Στραβίνσκι. Αυτό κ. Βλάκα το μετέφερε στ’ αυτιά μας ένας άλλος μεγάλος «κλέφτης»: Ο Μάνος Χατζιδάκις. Άκου τα πρώτα μουσικά μέτρα από τις δυο επόμενες συνθέσεις και πες μου, σε παρακαλώ, τι καταλαβαίνεις… Αν καταλαβαίνεις….
Όπως κάθε μεγάλος δημιουργός κ. Βλάκα, έτσι και ο Σαββόπουλος έκλεψε από τον Μπρασένς, τον Ντύλαν, τον Ντάλα, τη λαϊκή μουσική της Θράκης, της Μακεδονίας, των νησιών και έφτιαξε το δικό του ήχο.
Αυτό θα πει δημιουργός: Να βρίσκεις τον κόσμο και να τον κάνεις δικό σου, για να ανοίξεις τα όριά του μέσα σου και να τον εκτοξεύσεις πιο λαμπρό και πιο οικείο στις συντροφιές των ανθρώπων. Να απελευθερώνεις δυνάμεις αυτονομίας και χειραφέτησης, να κατακερματίζεις την παραδοσιακή φόρμα και να σκαλίζεις με την ποιητική σου μια υπερβατική γιορτή για την ανθρώπινη εμπειρία και τον πολιτισμό. Αυτό, κ. Βλάκα, θα πει μεγάλος τραγουδοποιός.
Εκτός από τη δημιουργία όμως, υπάρχει και η στάση ζωής, θα μου πείτε. Ο τρόπος με τον οποίο ο καθένας μας συμμετέχει στα κοινά κάθε φορά που «έρχεται η στιγμή για να αποφασίσει, με ποιόν θα πάει και ποιόν θ’ αφήσει».
Ξέρω… Σοκάρει η εικόνα του Γεωργιάδη αγκαλιά με τον Πορτοσάλτε να τραγουδούν το «Δεν Θα περάσει ο φασισμός».
Γι΄ αυτό όμως δεν ευθύνεται ούτε ο Σαββόπουλος, ούτε ο Λοΐζος.
Ο μοναδικός υπεύθυνος αυτής της ύβρεως είναι η αφασία των καιρών που ζούμε και οι φόβοι στους οποίους υπακούμε. Αυτή η μεγάλη κρεατομηχανή της στείρας και αδιέξοδης καθημερινότητάς μας, μέσα στην οποία εναποθέτουμε κάθε πρωί τους λωβοτομημένους μας εγκεφάλους και που της είναι αρκετό ένα τραγικό πλάνο, για να εκτονώσει τόνους καταπίεσης και υποδούλωσης. Να γκρεμίσει μύθους χρόνων και να μας οδηγήσει πιο μόνους κι ανυπεράσπιστους στους καθ’ ημάς λαβυρίνθους.
Ευτυχώς όμως που υπάρχουν κάτι τραγουδάκια «κατάμονα» που τα ανταμώνουμε ακόμα μέσα μας και μας περνούν απέναντι…
Απέναντι. Εκεί που «εμείς, του εξήντα οι εκδρομείς, απόμακροι εξ αρχής, εκτός παραδομένου κόσμου, εμείς, ανήλικοι διαρκώς μα κι απ’ το καθεστώς, αμόλυντοι ευτυχώς, εμείς, μιας δίψυχης ωδής, παράλογα ανοιχτής, με συμπεριφορές ανατροπής και της βαθιάς μας ζωής, της συντηρητικής, εμείς οι εκκρεμείς…» καταφέρνουμε πάντα να σώσουμε την παρτίδα, αντικαθιστώντας την τελευταία λέξη: «Σχεδόν 45 ετών | με μπλοκ επιταγών | χωρίς κανένα αντίκρισμα εξόν | την γη του θησαυρού | τους τίτλους τ’ ουρανού | το αίμα του λαού».
Υ.Γ. «σ’ αυτή την ηλικία, ή μιλάς | της καθεμιάς γενιάς | καινούριας και παλιάς | ή κλείνεις και σιωπάς»… τίποτ’ άλλο.
Φωτογραφία: Πίνακας του RENE MAGRITTE