Η μνήμη που δεν έρχεται από το μέλλον είναι νεκρή μνήμη. Όσο αυτό δεν το εμπεδώσουμε ως κοινωνία, κινδυνεύουμε να παραμείνουμε εγκλωβισμένοι στα αδιέξοδα και τις εμμονές του παρελθόντος.
- του Λευτέρη Τηλιγάδα | | red line
Αυτή η σκέψη στριφογυρνούσε συνέχεια στο μυαλό μου, διαβάζοντας την προηγούμενη Τετάρτη (5 Ιουλίου) κάποια άρθρα στο διαδίκτυο, τα οποία αναμασώντας προσωπικές εκτιμήσεις, εμποτισμένες από την απόλυτη απαισιοδοξία μιας συλλογικής ήττας, επιχειρούσαν να δομήσουν το τραγικά επικό πεδίο μιας «προδοσίας».
«Προδοσία». Πόσες φορές αυτή η λέξη δεν βρέθηκε στα στόματα των περισσοτέρων από μας, αυτά τα επτά χρόνια της πιο σκληρής οικονομικής επίθεσης που δέχτηκαν και συνεχίζουν να δέχονται τα μεσαία και μικρομεσαία βιοτεχνικά, επαγγελματικά, υπαλληλικά, εργατικά και αγροτικά στρώματα της χώρας μας; Για τους συνταξιούχους και τους ανέργους να μην μιλήσουμε καλύτερα.
Όλα αυτά τα λαϊκά στρώματα, τα οποία συμμετέχουν στη διαμόρφωση των πολιτικών εξελίξεων, είτε στηρίζοντας με την ψήφο τους ένα εξουσιαστικό σύστημα προσώπων και κομμάτων, που εναλλάσσονται στη εξουσία, εφαρμόζοντας μία διατεταγμένη Ευρωπαϊκή πολιτική λιτότητας, είτε με την συμμετοχή τους σε περιχαρακωμένους εξωκοινοβουλευτικούς σχηματισμούς, οι οποίοι επιλέγουν συνεχώς στερεότυπες, αδιέξοδες και εξαιρετικά περιορισμένες κινηματικές αντιπαραθέσεις και συμπεριφορές, είτε με την επιλογή της αδράνειας και της ησυχίας, ενάντια στον «φόβο των Ιουδαίων», αναθέτουν σε άλλους τη διαχείριση των ζητημάτων που τους αφορούν με μια μοναδική ευκολία στην ανακήρυξη «σωτήρων» ή «προδοτών».
Φράσεις όπως: «ανατροπή της λαϊκής βούλησης», «η μεγαλύτερη συνταγματική εκτροπή που γνώρισε η Ελλάδα», «το ευρωπραξικόπημα του ΣΥΡΙΖΑ», χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον ανήμερα της επετείου του «ΟΧΙ», όχι μόνο φέτος αλλά και πέρυσι, από ανθρώπους που έδωσαν «σώμα και αίμα» σε έναν εφτάχρονο αγώνα για την ανατροπή αυτής της ασύμμετρης επίθεσης που δέχεται η χώρα, σε μια προσπάθεια να ταυτίσουν αδιάλλακτα και περιχαρακωμένα αδιέξοδα, με μια καταγεγραμμένη πλειοψηφική και ετερόκλιτη δυναμική αντίδραση, η οποία κανένα ουσιαστικό γεγονός ανατροπής δεν παρήγαγε. Εδραίωσε μόνο την ακόμα μεγαλύτερη «σιωπή και ησυχία». Όχι φυσικά επειδή η λαϊκή βούληση «προδόθηκε από τη σημερινή ηγετική ομάδα του Μαξίμου», αλλά γιατί «το δημοψήφισμα, με το κάλπικο δίλημμα που έθετε, ήταν εκ των προτέρων ναρκοθετημένο», όπως η κοινοβουλευτική, κομμουνιστική αριστερά της χώρας είχε υποστηρίξει τότε[1].
Όποιος δεν μπορεί να το δει αυτό, είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι εθελοτυφλεί.
Μια χωρίς προκαταλήψεις και συγκριτική ματιά στους πίνακες ΕΔΩ και ΕΔΩ είναι αρκετή να αναδείξει μια σειρά επιχειρημάτων, τα οποία με δεδομένα αξιόπιστα και ακλόνητα είναι ικανά, δυστυχώς, να τεκμηριώσουν την ερμηνεία που έδωσε στο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος το Μαξίμου. Η όποια άλλη ερμηνεία κολακεύει τις ψευδαισθήσεις, όλων όσων στη συνέχεια υποστηρίξαμε το «ΟΧΙ μέχρι τέλους».
Το μοναδικό μέρος στο οποίο εδράζεται αυτή μας η θεώρηση, είναι ένας πολιτικός ιδεοψυχαναγκαστικός μηχανισμός, που μπορεί να καταργεί την πραγματικότητα και στη θέση της να οικοδομεί ένα ουτοπικό περιβάλλον μόνο και μόνο για να δικαιώσει τις προσδοκίες μας. Με αυτό τον τρόπο όμως, οι προσδοκίες παραμένουν πάντα προσδοκίες.
Εθελοτυφλούμε ακόμα περισσότερο μάλιστα, όταν φτάνουμε στο σημείο να υποστηρίζουμε ότι η αξία του επιχειρήματος «ζυγίζεται» ανάλογα με το ποιος το διατυπώνει.
Το Γενάρη του ΄15 ο «όλος» ΣΥΡΙΖΑ μαζί με τους ΑΝΕΛ ανέλαβαν την διακυβέρνηση της χώρας για να «καταργήσουν το σύνολο των μνημονίων με έναν νόμο».
Από την πρώτη κιόλας μέρα αυτής της διαχείρισης έγινε φανερό, για μια ακόμα φορά, ότι η «Δεξιά», το «Κέντρο», αλλά και η «κυβερνώσα Αριστερά», αν διαφοροποιούνται σε κάτι, αυτό είναι το ελάχιστο και το επουσιώδες της ρητορείας τους μόνο. Όπως καμία σχέση δεν έχει η ΝΔ με τη Δημοκρατία, και το ΠΑΣΟΚ με τον σοσιαλισμό, έτσι αμέσως μετά τους δύο πρώτους μήνες της διακυβέρνησης της χώρας από τον ΣΥΡΙΖΑ, έγινε άμεσα αντιληπτό σε όλους, ότι και η «κυβερνώσα Αριστερά» καμία σχέση δεν είχε και δεν έχει με την σοσιαλιστική αριστερά και τα προστάγματά της.
Όσοι αναφέρονται σε «προδοσίες», «ανατροπή της λαϊκής βούλησης», και άλλα παρόμοια για την μετά το δημοψήφισμα εποχή, γιατί δεν νοιώθουν άραγε το ίδιο «προδομένοι» ή δεν αντιλαμβάνονται την ίδια «ανατροπή της λαϊκής βούλησης» και από την υπογραφή της ενδιάμεσης συμφωνίας στις 20/2/2015 ή από την αρπαγή των χρημάτων από τα ταμεία του δημοσίου και από την πραξικοπηματική συγκέντρωση των διαθέσιμων χρημάτων της τοπικής αυτοδιοίκησης, για να καλυφθούν οι δόσεις ενός «επαχθούς και επονείδιστου χρέους ή από την εγκατάλειψη του προγράμματος της Θεσσαλονίκης»;
Καμία ανάγκη δεν έχουμε να σκηνοθετήσουμε «προδοσίες». Εκείνο που επιβάλλεται να κάνουμε, ως πολιτικά υποκείμενα, είναι καταρχάς να «θάψουμε τους νεκρούς μας». Μπορεί να μην θέλουμε ίσως να το αποδεχθούμε, αλλά εκείνο το δημοψήφισμα του Ιουλίου της πρόσφατης πολιτικής ιστορίας της χώρας μας, ένας τέτοιος νεκρός είναι. Μόνο έτσι θα βρούμε τη δύναμη να ξαναδιαβάσουμε τους καιρούς που ζούμε και κυρίως τις ανάγκες μας, για να ανατρέψουμε πρωτίστως τα αδιέξοδά μας και να συγκροτήσουμε μετέπειτα τις συσπειρώσεις εκείνες που θα μας οδηγήσουν στην ανατροπή αυτής της εξαθλίωσης που επιμένουμε ακόμα να αποκαλούμε ελληνική αστική δημοκρατία.
Υπάρχει μια κυτταρική κοινωνική μνήμη μέσα μας, που έρχεται από το μέλλον. Είναι η ελευθερία της βούλησής μας και η ανεξαρτησία της πολιτικής, οικονομικής και πολιτικής αυτοθέσμισής μας. Αν δεν καταφέρουμε ως κοινωνία να κινηθούμε προς αυτά τα δύο αξιακά δεδομένα με βάση τα προστάγματα του κοινωνικού ανθρωπισμού, της παρισινής κομμούνας και του γαλλικού Μάη, η «ταλαιπωρία» της γενιάς μας θα είναι απειροελάχιστη, μπροστά σ’ αυτή των γενιών που θα έρθουν. Και αυτό οφείλουμε να μην το επιτρέψουμε.
Εδώ που έφτασαν τα πράγματα πριν απαντήσουμε στο δίλλημα «Καπιταλισμός ή βαρβαρότητα», είναι καλό και χρήσιμο να απαντήσουμε σε ένα άλλο δίλλημα που έθεσε ο Θουκυδίδης και το οποίο επικαιροποίησε ο Κορνήλιος Καστοριάδης σε μια συνέντευξη του στο Radio France Internationale το1990: «Θα μπορέσει ο σημερινός άνθρωπος να υπερβεί τη φυσική του ροπή προς την αδράνεια, την ησυχία, την ανευθυνότητα; Άλλωστε, ο Θουκυδίδης το είχε πει αυτό: Ή ελευθερία ή ησυχία. Πρέπει να διαλέξετε. Ή θα είστε ελεύθεροι ή θα είσαστε ήσυχοι. Και τα δύο μαζί δε γίνονται».
Τελειώνοντας, και επειδή όλα αυτά μπορεί να φαντάζουν σε μερικούς εξόχως θεωρητικά, όλοι όσοι θέλουμε να αυτοπροσδιοριζόμαστε πολιτικά στους χώρους της σημερινής εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, δύο πράγματα μπορούμε να κάνουμε: ή επανάσταση ή αυτό που περιγράφει έξοχα ο Κώστας Λαμπρόπουλος στο άρθρο του με τίτλο «Τι να κάνει η Εξωκοινοβουλευτική Αριστερά» (Δείτε ΕΔΩ). Αν οι γραφειοκρατίες δεν μπορούν να το τολμήσουν, ας το τολμήσει η βάση.
Και επειδή για το πρώτο «ή» μας «κόβω» εξαιρετικά «ήσυχους», ας επιχειρήσουμε το δεύτερο. Σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα και τηρουμένων των αναλογιών η πρόταση Λαμπρόπουλου ίσωςνα μοιάζει μεγαλύτερη επαναστατική πράξη ακόμα και από την Οκτωβριανή Επανάσταση.
[1] Αυτό που συμβαίνει με το ΚΚΕ, είναι προς διερεύνηση. Πως είναι δυνατόν στην ανάλυση να παίρνει πάντα «10» και στην πράξη «0»; «Ο ευρών αμειφθήσεται».