Περί ανοίξεως και τραπεζών

Περί ανοίξεως και τραπεζών

  • |

Για κάποιους, συνήθως νέους, ο εγκλεισμός γίνεται αβάσταχτος. Όχι μόνο σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, φυλακές ή ψυχιατρεία αλλά και σε καταστήματα που θεωρούνται περισσότερο ευπρεπή. Ένας ήρωας του Ρόμπερτ Βάλζερ, ο εικοσάχρονος Σίμον Τάνερ, παραιτείται μια ανοιξιάτικη μέρα από την τράπεζα, με τον αιφνίδιο συλλογισμό πως δεν είναι διόλου τυχαίο ότι οι τράπεζες και τα ολάνθιστα λιβάδια απέχουν μεταξύ τους.

Ηρακλής Λογοθέτης

Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Σίμον εγκαταλείπει μια δουλειά ούτε θα είναι η τελευταία. Το ’χει συνήθειο να προσέρχεται γεμάτος ενθουσιασμό σε κάποια ευκαιριακή απασχόληση και σύντομα να τη βρίσκει πληκτική σε αφόρητο βαθμό. Θέλει να μπει στον πρακτικό κόσμο αλλά κάθε του ενέργεια τον κρατάει εκτός. “Στέκομαι ακόμα έξω από την πόρτα της ζωής”, παραπονιέται ο ήρωας, “χτυπώ και ξαναχτυπώ, αν και όχι με μεγάλο ζήλο, και αφουγκράζομαι γεμάτος αγωνία αν έρχεται κανείς να σηκώσει το μάνταλο”.

Κι επειδή η υπερβολική αδημονία γυρίζει σε ξώκαρδη αδιαφορία, ξεφορτώνεται το μέλλον για χάρη του παρόντος. Ολόκληρη η περιουσία του νεαρού είναι δύο-τρία βιβλία και μια αλλαξιά ρούχα σ’ ένα σακίδιο. “Δεν μου αρέσει να είμαι ιδιοκτήτης μισών πραγμάτων”, λέει ο ίδιος, “προτιμώ να ανήκω στους εντελώς απόκληρους, ώστε να κατέχω τουλάχιστον την ψυχή μου”.

Έτσι, ανέμελος κι ελαφρύς καθώς είναι, παίρνει τραγουδώντας τους δρόμους της εξοχής, παθιάζεται με τα βουνά και τα διάσελα, αρμενίζει στις πεδιάδες. Η επαγγελματική αστοχία του τζίτζικα εξασφαλίζει λοιπόν την, παροδική έστω, ιδιωτική του ευτυχία. Μα οι χειμωνιάτικες επιπτώσεις αυτής της αστοχίας, καθιστώντας προβληματική για τον ίδιο τη δαπάνη της θερινής χάριτος, ευεργετούν όλους τους άλλους. Πράγμα που υπογραμμίζει με ενάργεια ο Κάφκα, γράφοντας για την περίπτωση του Βάλζερ και των ηρώων του, ότι μόνο μια άσχημη σταδιοδρομία ομορφαίνει με το φως της τον κόσμο.

Εκτρωφείο Λαγων Καρφής Ευαγγελος