Τι να φταίει λες; Το ζαβό το ριζικό μας; Οι «Μοιραίοι» του Βάρναλη; Οι μηριαίοι του Κυριάκου; Και οι τρεις αδερφοί Καραμάζοφ μαζί; Οι Λίμαν Μπράδερς; Ο Μπίλι ο Κιντ; Ποιος;
Γιατί κάτι φταίει, δεν μπορεί. Και κάτι και κάποιος και κάποιοι και κάπου και κάποτε και τώρα. Γιατί ειδικά τώρα, το «τώρα» δε λέει ν’ αλλάξει με τίποτα. Να γίνει «αύριο» δεν! Αντε παίρνεις καμιά ανάσα πού και πού (κάτι τα κόκκινα γιλέκα, κάτι οι αντιφασιστικές πορείες), αλλά τι να φτουρίσουν όλα τούτα σαν ο Μητσοτάρχας προς τη δόξα τραβά, και μάλιστα ατάραχος!
Νόρα Ράλλη
Ψέματα λέω. Κάπως τον τάραξαν τελευταία… Στο σημείο αυτό, θα κάνουμε ενός λεπτού σιγή για τη χαμένη ψυχραιμία του πρωθυπουργού μας. Που μου άφησε τα Παρίσια και τις φρεγάτες α λα μπαγκέτ που φτιάχνουν κει πέρα, πήρε το πρώτο Σινούκ που βρήκε εύκαιρο κι έτρεξε στην Κρήτη. Αυτή που, όπως είχε πει ο ίδιος, αν διπλώσεις τον χάρτη, πέφτει πάνω στη Θεσσαλονίκη! Γι’ αυτό κι αυτός, αν και Ψηλορείτης και Κρητίκαρος, κάπου βαθιά στις κρητικές του βράκες νιώθει τσουρεκάτος Θεσσαλονικιός. Το άκουσαν οι Θεσσαλονικείς και βγήκαν στους δρόμους. Πού σε πονεί και πού σε σφάζει – έγινε της ανωμαλίας! Μην ακούτε πως, τάχα μου τάχα μου, κάτι φασιστοειδή μπήκαν σ’ ένα σχολείο και κακά πράματα κάνανε, αλλά τα «όργανα της τάξεως και της ηθικής» είπαν πως για όλα φταίγαν οι αντιφασίστες. Αυτά είναι προβοκάτσιες. Ο τσουρεκάτος έφταιγε, με τα όσα είπε. Κι έτσι αναγκάστηκε και πήρε θέση ο τσεκουράτος ο Οικονόμου, από κοντά κι ο Αγγελος-Ευάγγελος Συρίγος, από κοντύτερα κι η Φασιστοπούλου. Τι είπαν; Αυτά που λένε πάντα: πως οι ακροαριστεροί τα φταίνε όλα, που μυαλό δε βάζουν. Τα ίδια δεν έγιναν και στην Κατοχή; Κάτι αντιστάσεις έκαμαν, μια χούφτα άνθρωποι σε σχέση με την Ευρώπη ήταν, μα τον θάμπωσαν τον Χίτλερ με το πείσμα τους για ελευθερία, αλλά τον τάραξαν κιόλας και να τα μας μετά. Να εκτελεί αβέρτα – εκεί τον έφτασαν!
Από κοντά με τον Αδόλφο κι ο Κυριάκος. Τον έφτασαν στο αμήν! Αντί να πούνε «αφέντη μας, λαχτάρα μας, Πούλια κι Αυγερινέ μας», έστω ένα «μα τι γκομενάκι μούρλια είσαι εσύ!», τον φλόμωσαν στο μπίρι μπίρι: και δεν έχουμε λεφτά και με την πανδημία έκλεισαν τα μαγαζιά και κοιμόμαστε στα τσιμέντα. Και τι έχουν τα τσιμέντα δηλαδή; Μέχρι κι ο Παρθενώνας απέκτησε τα δικά του, στ’ Αρκαλοχώρι τούς βρομάνε; Μωρέ, να δείτε το βιντεάκι πρέπει. Πώς αλλάζει το βλέμμα του Μητσοτάρχα σαν γλώσσα δε βάζει μέσα η λεγάμενη (να δεις που ξενομπάτισσα θε να ’ναι, κι όχι ντόπια. Από την Ανω Συριζοραχούλα θα την έφεραν). Και δώσ’ του «δεν έχουμε» και πάρε «θέλουμε» και «ούτε κουβέρτες ήρθαν, ούτε τίποτα» και νισάφι πια! Πού νόμιζε ότι μιλάει; Στην πεθερά της και ζητάει τα πανωπροίκια;
Μπαΐλντισε και ο δικός σου, στράβωσε στοματάκι. Ενα μίνι εγκεφαλικό τού ήρθε, σου λέει «ιδού πρωθυπουργέ ο λαός σου, μού είπαν, μα λάθος λαό μού δώσανε». Εκανε πίσω τους ώμους (παρατήρησέ το, όμως, έχει πολλές πλάκες λέμε!), πρόταξε βυζάκια θαλερά και τ’ αμόλησε: «Θα ξαναφτιάξουμε την πόλη… Σωστά όμως αυτή τη φορά!». Μήτε δεύτερο βλέμμα δεν της έριξε σαν τα ’λεγε αυτά τα αυτοκρατορικά.
Ακούς κοπελιά; Σωστά θα στο φτιάξει το αχούρι σου τώρα (να τα πάλι αυτά τα «τώρα», που πάντα τα ίδια «τώρα» είναι και «αύριο» να γίνουνε δεν!). Γιατί σωστό δεν ήταν. Να τα λέμε κι αυτά: αχούρι ναι, σωστό όχι. Εσύ τα φταις που το ’χες χτίσει λάθος. Πάρε σκηνούλα δίχως στρώμα τώρα και πορέψου και μούγκα! Που μου θες και κουβέρτες. Σε λίγο θ’ απαιτήσουν και πρωινό α λα Μεγάλη Βρετανία οι ζήτουλες.
Μωρέ καλά τα ’λεγε ο Τούλιους Ντουβάριους (Ρωμαίος εκατόνταρχος στον «Αστερίξ»): «Ορίστε μας! Πολεμάς εναντίον τους, τους σφάζεις, τους κατακτάς, τους υποτάσεις κι ύστερα, χωρίς κανέναν λόγο, στρέφονται εναντίον σου».
Α ρε κατακαημένε Κυριάκο. Μόνο ο Ντουβάριους σε καταλαβαίνει…
efsyn.gr