Στην κομφουκιανή παράδοση η Οδός (σαν το δίχτυ κι αυτή), έχει ονόματα πολλά: της ισχύος και της δόξας, της γνώσης και της αληθείας. Η ίδια είναι πλατιά και βασιλική, μα τα μονοπάτια που οδηγούν στην πύλη της, δύσβατα. Βίος τραχύς, ασκητικός και ανεόρταστος, περιμένει τον αποφασισμένο να τη βρει, γιατί η αναζήτησή της περνά από διάσελα πανύψηλα και χαράδρες απύθμενες. Ο οδοιπόρος όμως που θα περιδιαβεί τις διδακτικές οδηγίες για την εύρεση της περίφημης Οδού και λαχταρά να ανταμειφθεί για τους κόπους του με την κατάκτησή της, θα βρεθεί προ εκπλήξεων ακόμα και όταν την αντικρίσει. Γιατί άλλο είναι να βλέπεις την Οδό κι άλλο να τη βαδίζεις. Όλοι βέβαια οφείλουν να κατατείνουν προς αυτήν. Υποχρεωτικά, λέει αυστηρά ο κυβερνητικός φιλόσοφος. Για να συμπληρώσει μ’ ένα ράπισμα λεπτής ειρωνείας: Την Οδό εντούτοις δεν τη βαδίζει κανείς, γιατί οι αδαείς δεν τη φτάνουν ενώ οι άριστοι την ξεπερνούν!
Κάτι σαρκαστικά ανάλογο δηλαδή με την Οδό της Ανοσίας. Οι πολλοί δεν τη φτάνουν και οι λίγοι την ξεπερνούν — με το θάνατό τους! Πλήρης ανοσία δεν εξασφαλίζεται με κανένα εμβόλιο, δηλώνουν οι αρμόδιοι λοιμωξιολόγοι. Αργά ή γρήγορα, όλοι θα νοσήσουμε και κάποιοι, ανεμβολίαστοι κυρίως, θα χαθούν. Όλα λοιπόν για μιά αβάδιστη οδό, για ένα πουκάμισο αδειανό, για μία φευγαλέα Ελένη!