Απρόσμενες στιγμές στην Αθήνα

Απρόσμενες στιγμές στην Αθήνα

  • |

Δεν είναι όλα μαύρα στην Αθήνα ακόμη και μετά την επιστροφή από ορεινούς αέρηδες και «αποπνικτικά» οξυγόνα. Φτάνω λίγο μετά τις έξι το απόγευμα χθες στη δουλειά και προτού χαράξω την πρώτη αράδα χτυπάει το τηλέφωνο. Στην άλλη άκρη εκδότης ιστορικού αθηναϊκού οίκου με καλεί να πάω επειγόντως κάπου στην Ευριπίδου, τριακόσια μέτρα από τα γραφεία της εφημερίδας. «Μα», λέω, «μόλις μπήκα, πρέπει να γράψω πρώτα».

Γιώργος Σταματόπουλος

Δεν τον έπεισα. «Ασε τα μα και μου, έλα να σε κεράσουμε για τη γιορτή σου». Αντε πάλι. «Μα», ξαναλέω, «εγώ γιόρταζα, εγώ οφείλω να σας κεράσω». Αλλο και τούτο. – «Αυτά συμβαίνουν στον τόπο σου, όχι στον δικό μας· ή έρχεσαι ή παράτα μας». Τους παράτησα -αλλά για λίγο. Ξαναχτυπάει το τηλέφωνο. Αυτή τη φορά είναι ο Μήτσος, πολυγραφότατος και ιστορία κουβαλώντας ως συγγραφέας. «Ελα ρε… Για λίγο και φεύγεις -κι εγώ βιάζομαι».

Ψάχνω τη διεύθυνση και βρίσκομαι μπροστά από ένα πολύ όμορφο κατάστημα, που βλέπω ότι στις προθήκες λάμπουν αλλαντικά διάφορα, τυριά πικάντικα, παξιμάδια, τσίπουρα. Στο εσωτερικό έχουν θρονιαστεί πέντε έξι φίλοι και τρώνε και πίνουν του καλού καιρού. Τι είχε συμβεί; Ενας από την παρέα είναι υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος και οι άλλοι φίλοι θέλησαν να του δείξουν τη λαϊκή Αθήνα, την Αθήνα που έχει όμορφες γειτονιές και ακόμη πιο όμορφους ανθρώπους.

Μπήκαν στο μαγαζί του ανθρώπου και αυτός αμέσως τους κέρασε [χωρίς λόγο -ή για πολλούς λόγους, δεν γνώριζε ταυτότητες] ένα τσιπουράκι. Ρώτησαν αν μπορούν να δοκιμάσουν τα αλλαντικά του. Σε χρόνο μηδέν βρέθηκαν τραπέζια και καρέκλες και οι φίλοι στρώθηκαν φαρδιά πλατιά· κάπως έτσι άρχισε το τσιμπούσι. Συγκατένευσαν ασμένως ο ιδιοκτήτης και η ιδιοκτήτρια. Αυτός από την Αιτωλοακαρνανία, αυτή Πόντια, από το Καζακστάν -ηδεία συνύπαρξη.

Να μη λέμε ότι δεν υπάρχουν απρόσμενες και ανθρώπινες καταστάσεις στο κέντρο μάλιστα της Αθήνας. Η επικοινωνία είναι αυτή που λείπει και που όταν εμφανίζεται λαμπρύνεται ο τόπος και πλαταίνουν οι ψυχές των ανθρώπων.

Τα είχε χαμένα ο υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος, ρούφαγε εντούτοις άπληστα τις στιγμές και τη μεγαλοσύνη των νεαρών ιδιοκτητών [που έχουν χτίσει με κόπο, χρόνο τον χρόνο, εδώ και μερικά χρόνια, αυτό το πανέμορφο μαγαζί]. Και τι παρέα! Πόντιοι, Αρβανίτες, Βλάχοι, Ρουμελιώτες, νησιώτες, ορεινοί -όλη η «αφρόκρεμα». Ο μισός ελληνισμός σε μια «ασήμαντη» γωνιά που μεταμορφώθηκε εν ακαρεί -και χωρίς καμία βία- σε τόπο μιας μεγάλης κοινότητας.

Ετσι είναι η Αθήνα, πρέπει όμως να περπατήσεις στις γειτονιές της και να μιλήσεις με τους ανθρώπους της, που δεν είναι όλοι μίζεροι και βλοσυροί και αγέλαστοι ή και επιθετικοί.

Σε χρόνο μηδέν, βοηθούντος του αλκοόλ πιθανώς, ακούγονται ποιητικότατα πράγματα: για τη γυναίκα, που είναι το «άνοιγμα» στον κόσμο, για τον Γεώργιο Καραϊσκάκη και τα πρώτα χρόνια της επανάστασης, για τους Καταστασιακούς, κυρίως τον Ραούλ Βάνεγκεμ, για το αν κινδυνεύει η γραφή! Ολα αυτά σε μία ώρα γιατί έπρεπε να γυρίσω και στη δουλειά. Εκεί τους άφησα. Εμαθα ότι η συνύπαρξη διήρκεσε ώς τις πρώτες ώρες της νύχτας. Ζήλεψα.

efsyn.gr

Εκτρωφείο Λαγων Καρφής Ευαγγελος