Μπαλάντα του Μεγάλου Πολέμου

Μπαλάντα του Μεγάλου Πολέμου

  • |
  • του Φεντερίκου Γκαρθία Λόρκα
    —————————————–

Είχα ένα γιό που τον λέγανε Χουάν.
Είχα ένα γιό.
Χάθηκε μέσα στις αψίδες μία Παρασκευή απάντων των νεκρών.
Τον είδα να παίζει στα έσχατα σκαλιά της εκκλησίας,
έριχνε ζάρι τσίγκινο μες στην καρδιά του ιερέα.
Εχτύπησα τα φέρετρα. Γιέ μου ! Γιέ μου ! Γιέ μου !
Άρπαξα ένα πόδι κότας πίσω απ΄τη σελήνη, και μετά,
κατάλαβα πως η μικρούλα μου ήταν ψάρι
απ΄όπου τα καρότσια φεύγουν μακριά.
Είχα μια κορούλα.
Είχα ένα ψάρι πεθαμένο κάτω απ΄τις στάχτες των θυμιατηριών.
Είχα μια θάλασσα. Γιατί; Θεέ μου ! Μια θάλασσα !
Πετάχτηκα για να χτυπήσω τις καμπάνες όμως τα φρούτα είχαν σκουλήκια
και τα σβησμένα σπίρτα
τρώγαν τα στάχυα της ανοίξεως.
Είδα τον διάφανο της αλκοόλης πελαργό
να γδέρνει τις μαύρες κεφαλές των στρατιωτών που αγωνιούσαν
κι είδα τις καλύβες από καουτσούκ
όπου περιστρεφόταν τα ποτήρια γεμάτα δάκρυα.
Στης προσφοράς τις ανεμώνες θα σε βρω καρδιά μου,
όταν ο ιερέας με μπράτσα δυνατά σηκώνει το μουλάρι και το βόδι,
για να τρομάξει τους νυχτόβιους φρύνους
που περιτριγυρίζουν τα παγωμένα τοπία του δισκοπότηρου.
Είχα ένα γιο που ήταν γίγας,
όμως πιο δυνατοί είναι οι νεκροί και ξέρουν θραύσματα ουρανού
να τα κατασπαράζουν.
Άν ήτανε ο γιός μου αρκούδα,
δε θα φοβόμουν την ενέδρα των καϊμάνες,
ούτε θα έβλεπα τη θάλασσα δεμένη στα δέντρα
για να εκπορνευθεί και λαβωθεί από τον συρφετό των λόχων.
΄Αχ, αν ήτανε ο γιός μου αρκούδα !
Θα τυλιχτώ με τούτο το σκληρό το καραβόπανο
για να μη νιώθω το κρύο της χλόης.
Ξέρω πολύ καλά πώς θα μου δώσουνε ένα μανίκι ή τη γραβάτα
όμως καταμεσίς της τελετής θα σπάσω το τιμόνι και τότε
θάρθει στην πέτρα η τρέλα των πιγκουϊνων και των γλάρων
που θα την κάνουνε να πει σ΄ εκείνους που κοιμούνται
και σε αυτούς που κάνουνε καντάδες στις γωνίες:
Είχε ένα γιο.
Ένα γιο ! Ένα γιο ! Ένα γιο
3
που δεν ήτανε παρά δικός του, γιατί ήταν γιος του !
Ο γιος του ! Ο γιος του ! Ο γιος του!

Εκτρωφείο Λαγων Καρφής Ευαγγελος