Τα ευτυχή του παραλόγου

Τα ευτυχή του παραλόγου

  • |

Σήμερα, λέει, είναι Λαμπρή.
Άφησα τις ειδήσεις στο πάτωμα,
δίπλα στα καλά μου παπούτσια
που δεν θα φορέσω.
Θα βγω ξυπόλητη.

Νικολέτα Γερολιμίνη

Ούτως ή άλλως ο κόσμος
φοράει πάντα τα ψέματά του στις γιορτές.
Μια επιβεβλημένη τύφλωση,
με παρενέργειες ευθυμίας.
Η μέρα απαιτεί αφέλεια.
Ανθισμένη.
Η δυστυχία…
ξεθωριάζει προσωρινά.
Σαν μαύρο ρούχο στον ήλιο.
Γύρω μου,
ένας κόσμος ευτυχίας —
διαστέλλεται από χαρά
σαν σαπουνόφουσκα σε χέρι παιδικό.
Στον κόσμο αυτό τα χέρια
δε ζητιανεύουν — μα προσφέρουν
ψωμί με κρούστα απ’ το γέλιο του παιδιού
και λάδι που δεν ανατιμήθηκε ποτέ.
Τα φανάρια δεν χρειάζονται κόκκινο,
γιατί κανείς δεν τρέχει.
Έχουν όλοι χρόνο.
Και δουλειά που δεν σου κλέβει τη ζωή,
μεσημεριανό διάλειμμα με μυρωδιά μαμάς
και γυρισμό σε σπίτι που λέει «σ’ αγαπώ»
χωρίς να περιμένει νοίκι.
Δεν υπάρχουν προσφυγικά παπούτσια
στην άκρη της θάλασσας,
ούτε μάτια που κοιτάζουν
την πλάτη του πλοίου.
Η Μεσόγειος, μια ήρεμη μάνα,
κοιμίζει τα παιδιά της με τραγούδια
που μοιάζουν με νανούρισμα και χώμα.
Στους δρόμους οι γυναίκες
κρατούν το παιδί τους από το χέρι,
και στο άλλο ένα παγωτό
που στάζει ροζ πάνω στα δάχτυλα.
Γελούν δυνατά,
χωρίς να κοιτούν πίσω τους.
Τα σχολεία δεν διδάσκουν υπακοή,
μα πώς να λες “όχι” με φωνή.
Γιατί εκεί μαθαίνουν
ότι το “εμείς” γίνεται ουσιαστικό,
όχι πληθυντικός του φόβου.
Ο ουρανός δεν φοβάται
να κατέβει χαμηλά —
μπαίνει στα σπίτια με στρωμένο τραπέζι
και λέει καλημέρα,
γιατί είδε
ότι του φυλάξαμε θέση.
Τα ΑΤΜ βγάζουν “χρόνια πολλά”
αντί για υπόλοιπα.
Και εσύ δεν έχεις ανάγκη
το τίποτα που πληρώνεται σε δόσεις.
Ο εργοδότης ακυρώνει τη μέρα
κι αφήνει στη θέση της
ένα παγκάκι στον ήλιο
κι έναν καφέ χωρίς προθεσμία.
Στις γειτονιές, τα μανάβικα
έχουν ακόμη μετρητά στα συρτάρια
και φρούτα με σημάδια από δόντια παιδιών.
Η γιαγιά παίρνει δυο ντομάτες
και της δίνουν δώρο
μια αγκαλιά που ξεχάστηκε στο ζύγι.
Όχι για τη συναλλαγή —
γιατί το χαμόγελο δεν έχει τιμή.
Οι ηλικιωμένοι
παίζουν τάβλι στα καφενεία
με εγγόνια που τους φωνάζουν με το μικρό τους.
Και κάθε ρυτίδα —
έχει μέσα της ένα γέλιο που θυμάται.
Υπάρχουν σπίτια για όλους.
Οι άστεγοι φοράνε πυτζάμες
κι έχουν στα πόδια τους γάτες
που δεν φοβούνται πια τους ανθρώπους.
Το φως μένει αναμμένο,
όχι για ασφάλεια —
μα γιατί κάποιος ετοιμάζει πρωινό.
Τα σύνορα;
Όχι πια σημεία ελέγχου —
μόνο σημεία στίξης
σε μια ήσυχη αφήγηση.
Μη μου το φτιάξετε το σήμερα,
αφήστε το έτσι —
με όλα του τα παράλογα ευτυχή.
Του πάει.
Υ.Γ.Υπό κάποιες προϋποθέσεις —
που δεν συνέβησαν ποτέ —
θα μπορούσε ίσως
το “χρόνια πολλά”
να μοιάζει λιγότερο με σχήμα λόγου.

Εκτρωφείο Λαγων Καρφής Ευαγγελος

Σχόλια (0)

Το email σας δεν θα δημοσιευθεί.