Τέσσερις μέρες μετά την παράσταση «Εκάβη, μία πρόσφυγας», η οποία μετά από 2.100 χρόνια «άνοιξε» το αρχαίο θέατρο της Δήλου και δύο περίπου εβδομάδες μετά το ανέβασμά της στο αρχαίο θέατρο Στράτου[1], ήρθε η ώρα να καταγράψουμε μερικές διαπιστώσεις, που ανεξάρτητα από την όποια αντίδραση (θετική ή αρνητική) προκαλέσουν στους «εδώδιμους» θεσμικούς και κοινωνικούς πολιτιστικούς «κύκλους», είναι γραμμένες με την πρόθεση να συμβάλουν σε έναν διάλογο, που πρέπει να ανοίξει στην τοπική κοινωνία, έτσι ώστε ο θεσμός του Δημοτικού Περιφερειακού Θεάτρου να λειτουργήσει αυτόνομα και πέρα από ελλιπείς οικονομικές εξαρτήσεις και ιδιοτελείς (θεμιτές ή αθέμιτες) επικοινωνιακές στοχεύσεις, όσων καθοδηγούν, υλοποιούν, επικροτούν, καταγγέλλουν ή και ανέχονται τις θεατρικές του παραγωγές και την ποιότητά τους.
- του Λευτέρη Τηλιγάδα |
| red line
Με την παραπάνω παράσταση, ως γνωστόν ολοκληρώθηκε η πρώτη σεζόν της παρουσίας του αγρινιώτη σκηνοθέτη Νίκου Καραγεώργου στο τιμόνι του ΔΗΠΕΘΕ και ανεξάρτητα από το πόσο επιτυχημένη ή όχι μπορεί να κριθεί αυτή η πρώτη περίοδος της καλλιτεχνικής του διεύθυνσης, θεωρούμε ότι ήδη τα πρώτα διοικητικά και καλλιτεχνικά «δείγματα της γραφής» του, ανήκουν πια στην καλλιτεχνική ιστορία του θεάτρου και είναι σαφή και ορατά. Πριν όμως επιχειρήσουμε να ιχνηλατήσουμε τις διαδρομές που αυτά αρχίζουν να χαρτογραφούν μέσα στον πολιτιστικό χώρο της πόλης και της ευρύτερης περιοχής, θεωρούμε σκόπιμο να φωτίσουμε μια βασική δομική παράμετρο κάθε καλλιτεχνικού γεγονότος, η οποία δεν είναι άλλη από το κόστος του.
Πολλοί είναι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι ο πολιτισμός, ως ένα ουσιαστικό και σημαντικό δυναμικό πεδίο της ιστορικής και κοινωνικής εξέλιξης του ανθρώπου, συναρτάται άμεσα από τα χρήματα, τα οποία η κοινωνία με τις οργανωμένες δομές της διαθέτει γι΄ αυτό. Μέγα λάθος! Ο πολιτισμός καμία σχέση δεν μπορεί να έχει και δεν έχει με την όποια ανταλλακτική αξία της κάθε εποχής. Ο πολιτισμός, ως γνωστόν, είναι μια πολυδιάστατη φράκταλ[2] δομή, ένας τρόπος οργάνωσης της κοινωνίας που γεννάται από την ασύμμετρη παραγωγή της συλλογικής νοημοσύνης. Ως εκ τούτου δεν έχει χαρακτηριστική κλίμακα μέτρησης, ώστε να αποτιμηθεί ανταλλακτικά. Στο παραπάνω επιχείρημα οδηγείται το σύνολο σχεδόν των δημιουργών-καλλιτεχνών, οι οποίοι το επικαλούνται, είτε για να δικαιολογήσουν αισθητικές ανεπάρκειες, είτε για να απαιτήσουν καλύτερους όρους παραγωγής της τέχνης τους.
Είναι ωστόσο, αδιαμφισβήτητη αρχή:
Κάθε δημιουργός ή μια ομάδα δημιουργών ενός καλλιτεχνικού γεγονότος, που επιχειρούν να υλοποιήσουν μια αξιοπρεπή ως προς το αισθητικό αποτέλεσμα παραγωγή, οφείλουν, πρώτα απ’ όλα απέναντι στον εαυτό τους και κατόπιν απέναντι σε όσους θα επιλέξουν να συμμετάσχουν σε αυτό με τη ιδιότητα του θεατή/ακροατή, να υπηρετήσουν σε απόλυτο βαθμό και να εξελίξουν, κατά το δυνατόν, τις αισθητικές αναφορές της εποχής τους, φωτίζοντας και αναδεικνύοντας τα μηνύματα του έργου και τις αξίες της, ανεξάρτητα των χρημάτων που έχουν διατεθεί γι’ αυτό. Αν αντιληφθούν έστω και κατ’ ελάχιστο, ότι τα χρήματα αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για την αισθητική ολοκλήρωση του έργου τους και αυτά «δεν φτάνουν», τότε είναι καλύτερα να μην το επιχειρήσουν καν. Γιατί ό,τι είναι άσχημο αισθητικά, επειδή «δεν φτάνουν τα χρήματα», θα είναι το ίδιο άσχημο, ίσως και περισσότερο, ακόμα και αν τα χρήματα περισσεύουν.
Το γεγονός αυτό επιβάλλει μια αυστηρή αίσθηση του μέτρου ανάμεσα σε αυτό που είναι υλοποιήσιμο και σε ό,τι είναι επιθυμητό.
Για να γίνει καλύτερα αντιληπτό αυτό επιτρέψτε μου ένα παράδειγμα: Δεν μπορείς να παραγγείλεις τη συγγραφή της «40ης Συμφωνίας του Μότσαρτ» σε κανέναν άλλον εκτός από τον Μότσαρτ, είτε σου φτάνουν τα χρήματα για να τον πληρώσεις, είτε όχι. Αν αποφασίσεις «να βάλεις νερό στο κρασί σου» και να κινηθείς προς άλλη κατεύθυνση ή θα φροντίσεις να αλλάξεις την «παραγγελία» ή θα πάψεις να ταλαιπωρείς το μυαλό σου με επιθυμίες, που δεν μπορείς να υλοποιήσεις. Η οποιαδήποτε άλλη επιλογή, η οποία συνήθως εδράζεται στη λογική «και η πίτα ολόκληρη και ο σκύλος χορτάτος», πολύ σύντομα θα αποβεί τραγελαφική, αφού στο τέλος, ούτε η «πίτα θα είναι ολόκληρη», ούτε ο «σκύλος χορτάτος».
Με ξεκαθαρισμένα σε απόλυτο βαθμό τα παραπάνω, θα επιχειρήσουμε με μια σειρά αναρτήσεων[3], τόσων, όσων απαιτεί η πρόθεσή μας να ανοίξουμε, κατά το μέτρο του δυνατού, τον προαναφερόμενο αναγκαίο δημόσιο διάλογο, έτσι ώστε το ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου να αποκτήσει ξανά, αυτό που, εδώ και χρόνια, εκτιμούμε ότι έχει χάσει: Τον λόγο της ύπαρξής του. Κι αυτός ο λόγος δεν μπορεί να είναι κανένας άλλος, πέρα από την ικανοποίηση του ιδρυτικού στόχου του, καθώς και του συνόλου των υποχρεώσεων (Δείτε ΕΔΩ), που έχει αναλάβει απέναντι στην ελληνική και τοπική κοινωνία, με την υπογραφή της προγραμματικής σύμβασης λειτουργίας του ανάμεσα στο Δήμο Αγρίνιου, το Υπουργείο Πολιτισµού και Αθλητισµού και την Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας.
Η επόμενη ανάρτηση στην ίδια ενότητα την Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2016.
- Από το πρώτο άνοιγμα του θεάτρου το 1997 με το έργο του Ουίλιαμ Σαίξπηρ «Όπως αγαπάτε» σε σκηνοθεσία του Κώστα Φαρμασώνη μέχρι και σήμερα, το τόσο κοντινό στο Αγρίνιο αρχαίο θέατρο, δεν ευτύχησε ποτέ, να γίνει ο τόπος που θα ακουστεί και θα ζωντανέψει μέσα του ξανά ολόκληρος ο λόγος ενός αρχαίου τραγωδού ή κωμωδού.
- Με τον διεθνή όροφράκταλ (fractal, ελλ. μορφόκλασμα ή μορφοκλασματικό σύνολο) στα Μαθηματικά, τη Φυσική αλλά και σε πολλές επιστήμες ονομάζεται ένα γεωμετρικό σχήμα που επαναλαμβάνεται αυτούσιο σε άπειρο βαθμό μεγέθυνσης, κι έτσι συχνά αναφέρεται σαν «απείρως περίπλοκο». Το φράκταλ παρουσιάζεται ως «μαγική εικόνα» που όσες φορές και να μεγεθυνθεί οποιοδήποτε τμήμα του θα συνεχίζει να παρουσιάζει ένα εξίσου περίπλοκο σχέδιο με μερική ή ολική επανάληψη του αρχικού. Χαρακτηριστικό επομένως των φράκταλ είναι η λεγόμενη αυτο-ομοιότητα (self-similarity) σε κάποιες δομές τους, η οποία εμφανίζεται σε διαφορετικά επίπεδα μεγέθυνσης.
- Πεποίθησή μας είναι ότι η σημερινή χρονική στιγμή της λειτουργίας του ΔΗΠΕΘΕ απαιτεί μια εκ νέου αφήγηση, η οποία θα επιχειρήσει, σε συνθήκες πραγματικού και όχι φανταστικού χρόνου, να επαναπροσανατολίσει τις θεωρητικές και πρακτικές κατευθύνσεις, που θα το οδηγήσουν, όχι στο χαοτικό βάθος ενός ουτοπικού ορίζοντα, αλλά στην ουσιαστική και όχι προσχηματική υλοποίηση των υποχρεώσεών του. Η όποια θετική ή πολύ θετική, κακή ή πολύ κακή, χρήση επιθετικών προσδιορισμών ή λακωνικών στο περιεχόμενο και την μορφή εύκολων κριτικών σχολιασμών, για την ποιότητα μιας παράστασης, που συνήθως επιχειρείται, για να τεκμηριώσει την αποθεωτική ή απαξιωτική λειτουργία του θεσμού, απηχούν προσωπικές μόνο απόψεις, ικανές να προσδιορίσουν το προσωπικό αποτύπωμα του αποτελέσματος της.