Οι συντελεστές
Και στην «Εκάβη», όπως και στο «Αγαπητέ θεέ», η επιλογή των συντελεστών της παράστασης έγινε «εκ των ενόντων».
- του Λευτέρη Τηλιγάδα |
| red line
Τη μετάφραση που χρησιμοποιήθηκε για την συρραφή του τελικού κειμένου της παράστασης την έκανε ο κύπριος Κωστής Κολώτας, ο οποίος έφυγε από τη ζωή στις 14 Μαρτίου του 2010 και στη μνήμη του οποίου αφιερώθηκε, όπως αναφέρει το πρόγραμμα, η παράσταση[1].
Η σκηνοθεσία και η συρραφή των αποσπασμάτων του Ευριπίδειου λόγου διεκπεραιώθηκε από τον ίδιο τον καλλιτεχνικό διευθυντή για δεύτερη συνεχόμενη παράσταση της κεντρικής σκηνής, γεγονός που επιτρέπει να αναπτυχθεί μια προβληματική, η οποία οφείλει να εστιαστεί στο κατά πόσο μια τέτοια πρακτική, σημειωτέον τείνει να γίνει καθεστώς, βοηθά ή αποδυναμώνει το όλο εγχείρημα της παραγωγής καλλιτεχνικού γεγονότος στην περιφέρεια.
Σύμφωνα με όσα είδαμε να συμβαίνουν κατά το παρελθόν, το σύνολο των καλλιτεχνικών διευθυντών που ανέλαβαν το ΔηΠεΘε ήταν σκηνοθέτες, κάποιοι στα πρώτα τους βήματα, κάποιοι άλλοι έχοντας, στην καλύτερη περίπτωση, μια περιορισμένη αναγνώριση του έργου τους κι ένα μικρό βιογραφικό, αλλά αντί στο τέλος της θητείας τους να αφήσουν πίσω τους έναν εύρωστο και δυναμικό οργανισμό, «απέδρασαν», έχοντας προσκομίσει γι’ αυτούς και την καλλιτεχνική τους συντροφιά σημαντικά υλικά και καλλιτεχνικά οφέλη, εγκαταλείποντας το Δημοτικό Θέατρο σε «μαύρα δράματα».
Να σημειώσω εδώ, με ιδιαίτερη έμφαση μάλιστα, πως η διάψευση αυτού μου του φόβου, εν προκειμένω, θα είναι, ότι καλύτερο επιθυμώ να μου συμβεί τα επόμενα χρόνια, αλλά είναι κάτι παραπάνω από σίγουρο, πως, αν συνεχισθεί η συγκεκριμένη πρακτική το αποτέλεσμα θα είναι ανάλογο, αν όχι χειρότερο, των παλαιοτέρων.
Η συρραφή των αποσπασμάτων που επιλέχθηκαν από τον καλλιτεχνικό διευθυντή του ΔηΠεΘε, για να αποτελέσουν το κείμενο της παράστασης διατήρησαν φυσικά την πρόθεση του Ευριπίδη να περιγράψει την καταστροφή, που έχει σαν αποτέλεσμα κάθε μακροχρόνια ή μη πολεμική σύρραξη, αλλά καθόλου δεν υπηρέτησαν την κυρίαρχη ιδέα της παράστασης.
Η επιστολή επίσης που επιλέχθηκε, για να αποτελέσει το εναρκτήριο κείμενο αυτής της συρραφής και κατά συνέπεια της παράστασης, που, όπως υποστηρίχθηκε, γράφτηκε από μία πρόσφυγα, της οποίας όμως το όνομα πουθενά δεν καταγράφηκε, ήταν ευκρινώς υποδεέστερη αρκετών παρόμοιων επιστολών, που είδαν το φως της δημοσιότητας μέσω του διαδικτύου. Έχω την αίσθηση μάλιστα – θα αποτολμήσω την έκφραση – και από το ύφος του κειμένου και από την ένταση της γραφής, ότι κάθε άλλο παρά κείμενο ενός ανθρώπου που “υποφέρει” την προσφυγιά, είναι η συγκεκριμένη γραφή.
Η σκηνοθεσία του κ. Καραγέωργου έδωσε χώρο στην κ. Μπεμπεδέλη να ερμηνεύσει την Εκάβη που ήξερε και αυτό ήταν ικανό από μόνο του για πολλά εύσημα.
Εξαιρετική στιγμή της σκηνικής διδασκαλίας υπήρξε η κίνηση της Κασσάνδρας (Κάτια Ζαρκάδα) στο χώρο, αλλά και όλο το στήσιμο της συγκεκριμένης ηθοποιού καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης.
Κατά τα άλλα, η εκβιαστική σηματοδότηση του προσφυγικού, που επιχειρήθηκε, οδήγησε σε αισθητικούς ακτιβισμούς, οι οποίοι υπηρέτησαν μόνο την υπερβολή και την εύκολη διεκπεραίωση των συμβολισμών.
Το σκηνικό ή καλύτερα την αρχιτεκτονική παρέμβαση στο χώρο του αρχαίου θεάτρου της Στράτου που επιμελήθηκε ο Λεωνίδας Φραγκούλης, ένας καλός αρχιτέκτονας της πόλης και φίλος, με δημιουργικές και καλλιτεχνικές μάλιστα ανησυχίες στο χώρο της φωτογραφίας, επιχείρησε με την εγκατάσταση ενός αγκαθωτού φράκτη στο κέντρο της ερειπωμένης οπίσθιας όψης του σκηνικού οικοδομήματος του αρχαίου ακαρνανικού θεάτρου, να υπηρετήσει την πρωταρχική ιδέα της παράστασης, που ήθελε την Εκάβη, μία πρόσφυγα.
Οι δύο «σκηνικές αρχαιοπρεπείς κολώνες», που τοποθετήθηκαν αριστερά και δεξιά στο κεντρικό άνοιγμα των σωζόμενων θεμελιώσεων της σκηνής, με οδήγησαν να αναρωτηθώ για την ύπαρξη τους εκεί, αφού το συγκεκριμένο άνοιγμα θα μπορούσε, κάλλιστα, να «σκηνογραφήσει» την γκρεμισμένη πύλη της αρχαίας Τροίας ή την πύλη του στρατοπέδου συγκέντρωσης ή γενικότερα την είσοδο στη σκηνή. Το φωτιστικό στιγμιότυπο όμως της εισόδου στην ορχήστρα, αυτός ο φωτεινός διάδρομος της μετανάστριας και της Εκάβης από την πύλη μέχρι το βωμό, και μόνο αυτό, «διασκέδασε» κάπως την αισθητική μου όχληση από την χρήση ενός σκηνικού υλικού ορατά υπερβολικού και ξένου προς το χώρο.
Τα κουστούμια, την σύνθεση των οποίων επέλεξε η κ. Καραφά από το πλούσιο (υποθέτω) βεστιάριο του θεάτρου, έντυσαν τους ρόλους, χωρίς να τους χαρακτηρίσουν ιδιαίτερα. Να εξαιρέσω από την προηγούμενη διατύπωση τις μάσκες των φρουρών.
Οι φωτισμοί του κ. Παπαδάκη λειτουργικά ατμοσφαιρικοί με κορυφαίο φωτιστικό στιγμιότυπο το προαναφερθέν.
Τέλος η μουσική του κ. Καρχιμάνη, όπως αναφέρει και το πρόγραμμα της παράστασης, μόνο με την έννοια των ηχητικών σχεδιασμών (ατμόσφαιρες) μπορεί να νοηθεί. Αίσθηση μου είναι ότι η οικονομία της παράστασης δεν τους είχε και τόσο ανάγκη.
Ουσιαστικά ήταν μία παράσταση χωρίς μουσική, με εξαίρεση την σύνθεση της εξόδου της Εκάβης από τη σκηνή, η οποία υπογράμμισε, αλλά δεν χαρακτήρισε το φινάλε.
Το αντίθετο ακριβώς συνέβη με τον αυτοσχεδιασμό του κ. Φεγγούλη, ο οποίος χαρακτήρισε με τον ήχο του νταουλιού του την έναρξη και γέμισε την σκηνή με την κίνηση του. Από μόνος του ο ρυθμός υπογράμμισε επαρκώς την έννοια του χρόνου, με αποτέλεσμα η υπερβολική χρήση του συμβόλου της κλεψύδρας στην πλάτη του, να φαντάζει ως υποσημείωση για θεατρικά αναλφάβητους θεατές.
Ίσως η μικρότερη διάρκεια της λειτουργίας του στη σκηνή να μείωνε και την αίσθηση του ¨ξεχειλώματος”, που μου άφησε η εμφάνιση του.
—————————–
- Αξίζει εδώ να σημειώσουμε, πως σε μετάφραση του ιδίου θα ανέβουν στην Πάφο το ερχόμενο καλοκαίρι, από τον οργανισμό «Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης – Πάφος 2017», οι «Τρωάδες» του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία του Θεόδωρου Τερζόπουλου, όπως έχει ανακοινωθεί, ενώ και σε αυτή την παράσταση τον ρόλο της Εκάβης, για έκτη φορά, θα ερμηνεύσει η κ. Μπεμπεδέλη.