Γιατί εμένα δε μου αρέσει. Δε μου αρέσει ούτε ο Μπαχ, ούτε –συλλήβδην– όλοι οι λεγόμενοι Κλασσικοί. Και δε μου αρέσουν, γιατί οι περισσότεροι από δαύτους υπηρετούσαν μια ζωή, σαν τον τελευταίο αξιοθρήνητο παρακεντέ, τις Αυλές των βασιλιάδων.
Γιατί έγλειφαν την κατουρημένη ποδιά του καθεμιανού Μαικήνα. Γιατί συνέθεταν κατά παραγγελία ύμνους και τροπάρια για τον …γλυκό μας τον Χριστούλη, ΕΝΩ Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥΣ ΑΛΛΑ ΤΟΥΣ ΕΣΠΡΩΧΝΕ ΝΑ ΓΡΑΨΟΥΝ. Γιατί δημιουργούσαν μια Τέχνη που μοναδικό της προορισμό είχε να αποδείξει στον άνθρωπο πόσο μικρός απέναντι στην εξουσία του …Θείου ήταν. Γιατί αντάλλαζαν αυτό που η Φύση και η μουσική τους παιδεία τούς είχε δώσει για ένα (φυσικά μαλαμοκαπνισμένο, τρομάρα τους) πιάτο φαΐ.
Και δε μου αρέσουν όλοι όσοι κάνουν παντιέρα την τέχνη τους, το μυαλό τους και τις οποιεσδήποτε ικανότητές τους για να αναρρηθούν στην κλίμακα της δικιάς τους εξουσίας – ή απλώς (και ακόμη χειρότερα) εξουσιούλας. Δε γουστάρω όσους ξεκόβουν, τάχατες, από το πόπολο σκαρφαλώνοντας σ’ ένα συννεφάκι που τριγύρω του πετάνε, με ελαφριά ζιγκ-ζαγκ, Έρωτες, Μούσες, Μουσίτσες και ασπαίρουσες, εξαϋλωμένες δεσποσύνες.
Και, τέλος, δε τους γουστάρω (μα καθόλου!) όλους αυτούς, γιατί προδίδουν επαίσχυντα τον απαράμιλλο τρόπο που ΑΝΕΚΑΘΕΝ είχε ο άνθρωπος για να εκφραστεί: για να ευχαριστήσει τον εαυτό του, τους συντρόφους του, και «για να απαλύνει τη ροή του χρόνου», που λέει κι ο ποιητής…
Γιατί η ΤΕΧΝΗ ή η αισθητική μας ανάγκη για ΕΚΦΡΑΣΗ, είναι γεννημένη σχεδόν αντάμα με τον άνθρωπο: είναι καθαρό υποπροϊόν της εξέλιξής του. Τη βλέπουμε παντού, ακόμα και στο πιο «πρωτόγονο» χωριουδάκι του Αμαζονίου – στους οικισμούς των αυτόχθονων Αυστραλών και Αμερικανών και Ινού – στη Θράκη, στην Ήπειρο και στην Κρήτη. Στα σοκάκια της Ουρουγουάης που γέννησε το τάνγκο. Στις φυτείες του Μισισιπή. Στην Ανδαλουσία. Στη Σύρα του Βαμβακάρη. Στις κορδέλες και στα ρούχα και στα αγγεία και στις αυλές όλων του ανθρώπων όπου γης. Τη βλέπουμε στα συρτάρια λογοτεχνών που δε θέλησαν να μοιραστούν τα «κέρδη» με τον εκδότη τους. Στα μπαούλα μουσικών που δεν καταδέχτηκαν να κόψουνε μονέδα μαζί με τον προαγωγό/παραγωγό τους. Στους δρόμους και στις γειτονιές. Στα πίσω-πίσω ράφια των βιβλιοπωλείων, μαζί με μπόλικη ευεργετική σκόνη και σιωπή. Στο χορό και στο τραγούδι δυο σωμάτων. Τη βλέπουμε σ’ ένα σύνθημα. Σ’ ένα νεύμα. Τη βλέπουμε παντού – ακόμα και σε μια πράξη απελπισίας, αυτοθυσίας ή απόγνωσης.
Η ΤΕΧΝΗ πλημμυρίζει όλη μας τη ζωή. Και αποφεύγει όπως ο διάολος το λιβάνι τις δισκογραφικές ΤΟΥΣ εταιρείες, τους εκδοτικούς ΤΟΥΣ οίκους, τα δικά ΤΟΥΣ θέατρα, τους δικούς ΤΟΥΣ κινηματογράφους, τα δικά ΤΟΥΣ σκυλάδικα, τα δικά ΤΟΥΣ μέγαρα, τα δικά ΤΟΥΣ πνευματικά χειρουργεία.
Μακρυά, λοιπόν – μακρυά από ο,τιδήποτε αυτοαναγορεύεται «Τέχνη» (και, παρεμπιπτόντως: μακρυά από ο,τιδήποτε αυτοαναγορεύεται …οτιδήποτε…). Μακρυά από ό,τι πλασάρεται σαν πάνω, σαν υπέρ, σαν πέρα.
Η Τέχνη ήταν, από τότε που θυμάται ο άνθρωπος, παιδί της ανάγκης του, όχι θεραπαινίδα των ορέξεων κάποιου άλλου. Δεν ήταν ούτε ορυχείο για εκμετάλλευση, ούτε πορνείο για ξαλάφρωμα. Και ποτέ ο καλλιτέχνης και ο αποδέκτης της Τέχνης δεν ήταν τόσο μακριά, ποτέ δεν ήταν τοποθετημένοι σε τόσο διαφορετικά επίπεδα.
Γι’ αυτό δε μου αρέσει ο Μπαχ. Γιατί τη θεοτική μουσική δεν την αντέχει το φυλλοκάρδι μου. Γιατί βρομάει από μακριά εξουσία, παλάτι, αγιαστούρα και πομάδα.
Γι’ αυτό δε μου αρέσουν τα σημερινά βακχεία: γιατί είναι τόποι (πέραν όλων των άλλων) απόλυτης και απύθμενης οικονομικής και συναισθηματικής εκμετάλλευσης και αποχαύνωσης.
Γι’ αυτό δε μου αρέσει ο Μπαχ…
…Αλλά, γαμώτο, ψοφάω για Μότσαρτ…
Κύριαξ
Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 5, Ιούλιος-Αύγουστος 2002