Στο νεοσύστατο Ελληνικό κράτος με την έλευση του Όθωνα και την εγκατάσταση σε όλα τα πόστα πουλημένων και προσκυνημένων Ελλήνων, η αντιβασιλεία προχώρησε στην υλοποίηση των σχεδίων τόσον των Βαυαρών, όσο και των προστάτιδων.
- του Γιάννη Λαζάρου
Με τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα καταδικασμένους ήδη σε θάνατο δια γκιλοτίνας, με την λίστα των τριακοσίων και πλέον καπεταναίων που θα έπαιρναν σειρά, με τον στρατό του ’21 να έχει παραδώσει τα όπλα μετά από βασιλικό διάταγμα αλλά και με την παρουσία συνταγμάτων βαυαρικού στρατού προχωρούσαν άνευ αντιστάσεως από κανέναν.
Σημειώνει ο Γούδας στο έργο του Βίοι παράλληλοι- Όθωνας: “ο Μάουερ και ο Εϊδέκος, ηκολούθησαν κατά γράμμα τας εκ Βαυαρίας διαταγάς, αίτινες απέβλεπον εις το να καταστήσωσι όσον τάχιον την Ελλάδα βαυαρικήν αποικίαν”.
Επίσημη γλώσσα του κράτους ήταν τα ελληνικά και τα γερμανικά. Όλα τα έγραφαν και στα γερμανικά για να αρχίσουν και οι υπήκοοι να μαθαίνουν. Όμως ήταν κάποιοι θύλακες που δεν μπόρεσαν να ακουμπήσουν ακόμη και έπρεπε να εξαλειφθούν. Ένας από αυτούς ήταν και οι Μανιάτες. Στα μέρη τους δεν είχε πατήσει ούτε Τούρκος, πώς να τους εξαφανίσουν;
Οι Μανιάτες ζυμωμένοι με φτώχεια, πέτρα και πόλεμο μέχρι εκείνη την στιγμή δεν ενόχλησαν κανέναν από την νέα τάξη πραγμάτων. Τότε η αντιβασιλεία σκέφτηκε πως άμα τους ξεσπιτώσουμε θα πάρουν των ομμάτιών τους και θα εξαφανιστούν. Έτσι έβαλαν μπροστά το σχέδιο “γκρέμισμα των πύργων”. Θέλησαν να γκρεμίσουν αυτά τα απόρθητα χτίσματα της Μάνης, έτσι απλά.
Έστειλαν τον λοχαγό Φέντερ με ένα λόχο να κάνει την δουλειά. Ο Φέντερ μόλις κατάλαβε με ποιους έχει να κάνει τους παζάρεψε για να τους κοροϊδέψει αλλά οι Μανιάτες δεν τσίμπησαν. Έτσι ο Φέντερ έκανε αναφορά και έλεγε πως με πόλεμο δεν θα βγει τίποτε αλλά έπρεπε να τους πάρουν με το καλό.
Οι αντιβασιλιάδες εκνευρίστηκαν και διέταξαν τον στρατηγό Χέρτλιγκ να στείλει δυο λόχους τώρα, για να τους ξεκάνουν.
Μέχρι να φτάσουν οι λόχοι στη Μάνη τούς είχε προλάβει η είδηση της καταδίκης των Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα εις θάνατον. “Ορέ βάλθηκαν να μας ξεκάνουν ούλους”, αναφώνησαν. Την ίδια στιγμή φάνηκαν οι δυο λόχοι με τις στολές τις πολύχρωμες και τις γυαλισμένες μπαγιονέτες, με τα λάβαρα και τα ταμπούρλα.
Τους άφησαν και προχώρησαν καμαρωτά και άνευ μπαταριάς κατέλαβαν κάμποσους πύργους. Μέσα στη νύχτα ακούστηκε η πολεμική κραυγή των Μανιατών που έμοιαζε με ουρλιαχτό τσακαλιού. Η νύχτα φωτίστηκε από τις μπαταριές και οι Βαυαροί λούφαξαν για τα καλά στους πύργους. Με το ξημέρωμα διαπίστωσαν πως ήταν από παντού περικυκλωμένοι και δεν είχαν άλλη λύση από το να πολεμήσουν.
Βγάλανε τις μπαγιονέτες από τις σχισμές των πύργων και άρχισαν πόλεμο. Ειδικά στον πύργο που ήταν ο λοχαγός Σμιθ γινότανε πανηγύρι από τις χαρές γιατί ο άριστος σκοπευτής εξολόθρευε τους Μανιάτες σαν κοτόπουλα. Μπάμ και πάρτον κάτω. Δεν άφησε Μανιάτη για Μανιάτη. Όμως οι κακομοίρηδες οι Βαυαροί αντί για Μανιάτες σκότωναν τα φέσια τους. Ήταν ένα από τα κόλπα που χρησιμοποιούσαν οι Μανιάτες. Έβαζαν το φέσι πίσω από τον βράχο να εξέχει λίγο και ο εχθρός πυροβολούσε, έτσι τσεκάριζαν την θέση από την οποία έριχνε και τον ξάπλωναν αυτοί. Με αυτόν τον τρόπο καθάρισαν και τον άριστο σκοπευτή λοχαγό Σμιθ.
Αφού είδαν οι Βαυαροί πως θα τους φάνε έναν-έναν ζήτησαν διαπραγμάτευση. Οι Μανιάτες τους άφησαν να φύγουν. Σε έναν από τους πύργους ήταν κλεισμένοι τριάντα έξη με επικεφαλής τον υπολοχαγό Μαν. Αυτοί δεν πίστεψαν πως οι Μανιάτες θα τους χάριζαν τη ζωή και άρχισαν πόλεμο πάλι. Οι Μανιάτες μη έχοντας σκοπό να τους σφάξουν σαν τραγιά, σίμωσαν στον πύργο έβαλαν φωτιά στα φρύγανα που ντάνιασαν και οι Βαυαροί πετάχτηκαν σαν τα ποντίκια έξω πνιγμένοι από τον καπνό. Δεν τους πείραξαν, μάλιστα τους έδωσαν και φαγητό. Βρήκαν και το σουραύλι του Μαν, του είπαν παίξε, κι αυτός έπαιζε και οι Γερμανοί χόρευαν.
Οι αντιβασιλιάδες ανησύχησαν και έστειλαν γραφή να μάθουν τι ζητάνε για λύτρα για να τους αφήσουν. Οι Μανιάτες απάντησαν, “Ένα ισπανικό τάλαρο για κάθε στρατιώτη κι ένα μονάχα φοίνικα (μια δραχμούλα) για κάθε αξιωματικό”.
Έτσι ξεφτίλισαν και την Βαυαρική κατοχή. Τους Γερμανούς δεν τους πείραξαν και μάλιστα τους άφησαν ελεύθερους όλους. Πριν φύγουν όμως έπρεπε να παραδώσουν ακόμη και το σώβρακο που φορούσαν. Έτσι τσίτσιδοι κίνησαν να επιστρέψουν.
stontoixo