Το χάσμα ανάμεσα στις εύλογες προσδοκίες των εργαζομένων για αξιοπρεπείς μισθούς και την άρνηση των εργοδοτών, που θέλουν να καλύψουν τα κενά χωρίς κόστος, αναδεικνύει έρευνα της Randstad για το 2024 ● Σε πρωτοφανή κινητικότητα οι εργαζόμενοι, στρέφονται προς την εκτός Ελλάδας αγορά εργασίας.
Ηδιαπίστωση παραμένει κοινότοπη: επιχειρήσεις σε κλάδους αιχμής θέλουν να αυξήσουν τις θέσεις εργασίας και αναζητούν εξειδικευμένο και αφοσιωμένο προσωπικό. Ομως, πολλοί εργοδότες δεν βρίσκουν το προσωπικό που ανταποκρίνεται στις ανάγκες τους. Επομένως δεν ξενίζει το συμπέρασμα έρευνας της Randstad που διαπιστώνει ότι το 66% των ερωτώμενων επιχειρήσεων θεωρεί «την προσέλκυση ταλέντων ως την πιο σημαντική πρόκληση κατά τη στελέχωση» το 2024.
Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, 1 στις 2 επιχειρήσεις (54% αυτών) δυσκολεύεται να διατηρήσει τη δέσμευση και την αφοσίωση των εργαζομένων, ενώ απαριθμώντας κλάδους στους οποίους εντοπίζονται οι μεγαλύτερες δυσκολίες εύρεσης «ταλέντων», όπως καθ’ υπερβολήν αποκαλούν οι εταιρείες το εξειδικευμένο προσωπικό, αναδεικνύονται πρώτοι αυτοί των μηχανικών (83%), της τεχνολογίας (78%) και της παραγωγής εν γένει (57%).
Από την πλευρά τους, οι εργαζόμενοι, δυσαρεστημένοι με το επίπεδο των μισθών, είναι σε πρωτοφανή κινητικότητα. Για παράδειγμα, οι νέοι μηχανικοί, απόφοιτοι του ΕΜΠ, μην αντέχοντας να δουλεύουν με 600 και 700 ευρώ, φεύγουν όχι μόνο εκτός επιχείρησης αλλά και εκτός της χώρας και προσλαμβάνονται στην κεντρική Ευρώπη με πρώτο μισθό τα 2.500 ευρώ.
Το φαινόμενο θυμίζει σε ένα βαθμό την έλλειψη εργατικού δυναμικού στη βιομηχανία, αρχές της δεκαετίας του ’70, λόγω της μαζικής μετανάστευσης. Το ενδιαφέρον στοιχείο σήμερα είναι ότι αν και δεν πρόκειται για μαζική έξοδο ανειδίκευτου προσωπικού, όπως τότε, σήμερα οι εξειδικευμένοι και οι πτυχιούχοι δεν αποχωρούν μόνο από τον ιδιωτικό τομέα, όπου οι εργοδότες από το 2009 δεν υπογράφουν συλλογικές συμβάσεις εργασίας, αλλά και από τον δημόσιο τομέα.
Ποιος θα περίμενε πριν από κάποια χρόνια ότι υπάρχουν νέοι επιστήμονες που μην αντέχοντας τη μισθολογική απαξίωση των 900 ή 1.000 ευρώ (στην καλύτερη περίπτωση), με τα οποία δεν μπορούν καν να απομακρυνθούν από τις φτερούγες της στέγης των γονιών, θα αναζητούσαν αλλού προοπτική ακόμη και χωρίς τη μονιμότητα του Δημοσίου; Κι η αλήθεια είναι ότι την τελευταία δεκαετία χιλιάδες μηχανικοί -εκτιμήσεις αναφέρουν 7.000 επιστήμονες- έχουν φύγει και συνεχίζουν να μεταναστεύουν στο εξωτερικό. Και τώρα ήλθε το πλήρωμα του χρόνου.
Πώς, λοιπόν, αντιμετωπίζουν οι εργοδότες αυτήν τη στέρηση που τους ανακόπτει το αναπτυξιακό άλμα; Αρνούμενοι ουσιαστικές αυξήσεις. Μάλιστα το 63%, σύμφωνα με την ίδια έρευνα, χαρακτηρίζει «μη ρεαλιστικές» τις μισθολογικές προσδοκίες των εργαζομένων, αναγνωρίζοντας μάλιστα ότι αυτό είναι το σοβαρότερο εμπόδιο κατά τη διαδικασία στελέχωσης και δηλώνοντας, ταυτοχρόνως, σε ποσοστό 48%, ότι το συνολικό κόστος απασχόλησης θα είναι η μεγαλύτερη πρόκληση για το 2024.
Σε αυτούς τους δύο κόσμους που είναι τόσο κοντά και τόσο μακριά, όπως συμβαίνει με το κεφάλαιο και την εργασία, κάποιοι λίγοι εργοδότες αναγνωρίζουν τη σημασία της καλύτερης αμοιβής. Αλλά τι είδους; Oπως καταγράφεται στην έρευνα «η προσφορά ανταγωνιστικών πακέτων έχει σημειώσει σημαντική αύξηση σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος». Ωστόσο, σε αυτό το ανταγωνιστικό πακέτο, η αύξηση του βασικού μισθού είναι το τελευταίο στοιχείο.
Τα επιπλέον που θα προσφέρουν οι επιχειρήσεις για να προσελκύσουν εξειδικευμένο προσωπικό μέσα στο ’24 περιλαμβάνουν κυρίως τα εξής: υιοθέτηση προγραμμάτων εκπαίδευσης (78%), δυνατότητα ευέλικτης απασχόλησης (58%), κινητό τηλέφωνο (74%), ατομικό bonus απόδοσης (74%), ιδιωτική ασφάλιση (64%) και διατακτικές σίτισης (61%)… αλλά προς Θεού! Οχι αύξηση στις βασικές αποδοχές.
Τα υπερκέρδη
Κάτι τέτοιο θα ήταν υποχρεωμένες να κάνουν οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα εφόσον αναγνώριζαν τη σημασία των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και της διαπραγμάτευσης, ώστε να δοθούν αξιοπρεπείς αυξήσεις. Αλλά εδώ πρωτεύει η θεσμική καθυστέρηση, με τις εργοδοτικές οργανώσεις ΣΕΒ, ΕΣΕΕ και ΓΣΕΒΕΕ να βολεύονται από το πάγωμα των συμβάσεων την ίδια ώρα που ακόμη και τα ερευνητικά τους ιδρύματα, όπως ο ΙΟΒΕ, αναγνωρίζουν την υστέρηση αυξήσεων στον μέσο μισθό συναρτώντας την, ωστόσο, αποκλειστικά και μόνο από την αύξηση της παραγωγικότητας και καθόλου από την παράδοση των επιχειρήσεων στην Ελλάδα να μετατρέπουν αυτήν την υστέρηση σε υπερκέρδη που συγκεκαλυμμένα μεταφέρονται στον προσωπικό πλουτισμό των μεγαλομετόχων.
Μάλιστα το ΙΟΒΕ, το οποίο στην έκθεσή του για την ελληνική οικονομία το 2024, που έδωσε χθες στη δημοσιότητα, εντοπίζει «κόπωση στην αγορά εργασίας και στο οικονομικό κλίμα» χωρίς να αποκρύπτει «ότι το δ’ τρίμηνο του 2023, το μισθολογικό κόστος μειώθηκε κατά 0,6% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο, ενώ από τις αρχές του 2022 η σωρευτική αύξηση του μισθολογικού κόστους (12,3%) υπολείπεται της αύξησης του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή την ίδια περίοδο (13,4%)». Αν και το στοιχείο δεν εμπλουτίζεται από τη στατιστική της αύξησης των κερδών, διατηρεί τη σημασία του.
Επιπλέον, η υστέρηση στους μισθούς σε συνθήκες ακρίβειας και υψηλού στεγαστικού κόστους για τους νέους αποθαρρύνει ακόμη περισσότερο την ένταξή τους στην ελληνική αγορά εργασίας. Γι’ αυτό και η αύξηση της απασχόλησης «θα συνεχιστεί, με επιβραδυντικό ρυθμό 1,1% το 2024 και 1% το 2025» διαπιστώνει έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που δημοσιοποιήθηκε χθες με θέμα την αξιολόγηση της μακροοικονομικής βιωσιμότητας και των τρωτών σημείων της Ελλάδας.
Την ίδια ώρα, η κυβέρνηση χαίρεται γιατί αυξάνονται οι απασχολούμενοι συνταξιούχοι. Εφτασαν τους 72.000 μέσα σε ένα μήνα με την άρση της παρακράτησης του 30% στις συντάξεις. Οντως, «δουλειές υπάρχουν» θα ’λεγε ένα νέο προεκλογικό σλόγκαν. Αλλά τι γίνεται με τους νέους;
«Βασικοί τομείς της ελληνικής οικονομίας, ιδίως ο τουρισμός, οι κατασκευές και η γεωργία, έχουν αρχίσει να αναφέρουν ελλείψεις εργατικού δυναμικού. Αναντιστοιχίες δεξιοτήτων και χαμηλά ποσοστά συμμετοχής εμποδίζουν τη χρησιμοποίηση μιας φαινομενικής εργατικής εφεδρείας. Παρά τις πρόσφατες βελτιώσεις, οι γυναίκες και οι νέοι συνεχίζουν να πλήττονται δυσανάλογα από την ανεργία, με τα ποσοστά να ανέρχονται σε 13,2% και 22,9% αντίστοιχα τον Ιανουάριο του 2024.
Και οι δύο πληθυσμιακές ομάδες έχουν επίσης χαμηλά ποσοστά συμμετοχής, 61,4% για τις γυναίκες και 23,4% για τους νέους το 2022 (ηλικίας 15 έως 24 ετών), το δεύτερο χαμηλότερο και το χαμηλότερο στην Ε.Ε. αντίστοιχα. Τα υποτονικά ποσοστά απασχόλησης γυναικών και νέων εξακολουθούν να αποτελούν βασική πρόκληση για τη μεγιστοποίηση της εγχώριας προσφοράς εργασίας» υπενθυμίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.