Εκτός από την πρόσφατη, κατώτερη των περιστάσεων, 24ωρη απεργία της ΓΣΕΕ, με αιχμή την ακρίβεια και τους χαμηλούς μισθούς, εδώ και μήνες πραγματοποιούνται σε συνοικίες των πόλεων κινητοποιήσεις ενάντια στην ακρίβεια, με παρεμβάσεις σε τοπικά υποκαταστήματα σούπερ μάρκετ και παρόχων ενέργειας, διεκδικώντας δυναμικά μειώσεις τιμών. Μια τέτοια διαδήλωση διοργάνωσε, το περασμένο Σάββατο, πρωτοβουλία συλλογικοτήτων στους κεντρικούς δρόμους της Δάφνης και του Αγίου Δημητρίου. «Η ακρίβεια είναι βία ταξική», έγραφε ένα πανό, διατυπώνοντας με άλλα λόγια αυτό που αποδεικνύουν οι στατιστικές: Οτι ο πληθωρισμός σε βασικά αγαθά, αναγκαία για την επιβίωση, δεν πλήττει ισότιμα όλα τα κοινωνικά στρώματα, αλλά χτυπάει δυσανάλογα τους πιο φτωχούς.
Την «ταξικότητα» του τιμάριθμου αποτυπώνει μελέτη της εταιρείας ερευνών αγοράς Netrino, αναλύοντας το ποσοστό των δαπανών κάθε νοικοκυριού ανά κατηγορία αγαθών και υπηρεσιών και το ύψος της επιβάρυνσης από τον πληθωρισμό, ανάλογα με το εισόδημα, σε βάθος πενταετίας. Από τους πίνακες που παραχώρησε η Νetrino στην «Εφ.Συν.», προκύπτει ότι ενώ ο γενικός τιμάριθμος «έτρεξε» αθροιστικά με ρυθμό 15% το διάστημα μεταξύ Ιουλίου 2019 – Φεβρουαρίου 2024, η πραγματική επίπτωση του τιμάριθμου σε όσους έχουν μηνιαίο εισόδημα έως 750 ευρώ είναι περίπου 19%. Υψηλότερη του μέσου όρου είναι η αίσθηση του τιμάριθμου για τα «μεσαία» εισοδήματα (751-1.100 ευρώ, τα οποία πλέον σε κατατάσσουν στους «νεόπτωχους»), προσεγγίζοντας το 18%.
Αντίθετα, για τα υψηλά εισοδήματα (3.501 ευρώ και άνω), ο πληθωρισμός «έτρεξε» με ρυθμό 10,5%, χαμηλότερο από ό,τι για τον μέσο όρο. Οι αποκλίσεις οφείλονται στο γεγονός ότι τα φτωχότερα νοικοκυριά δαπανούν αναλογικά μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους σε είδη διατροφής και έξοδα στέγασης (ενοίκια, δόσεις ενυπόθηκων δανείων, λογαριασμοί ενέργειας-ύδρευσης, κοινόχρηστα κ.λπ.), από ό,τι τα ανώτερα εισοδηματικά κλιμάκια, άρα οι υψηλές ανατιμήσεις σε αυτές τις κατηγορίες τις επηρεάζουν περισσότερο.
Χαρακτηριστική είναι η επίπτωση των ανατιμήσεων στην κατηγορία «διατροφή και μη αλκοολούχα ποτά», η οποία είχε και τον υψηλότερο τιμάριθμο σε βάθος πενταετίας (σχεδόν 35%). Ενώ οι δαπάνες για τρόφιμα, ως ποσοστό επί του εισοδήματος, είναι σχεδόν 21% για τον μέσο όρο, για όσους πληρώνονται μέχρι 750 ευρώ τον μήνα είναι σχεδόν 32,4%, για την αμέσως επόμενη κατηγορία 30,7% και μόλις 13% για τα υψηλά εισοδήματα. Ως αποτέλεσμα, η επιβάρυνση από τις ανατιμήσεις στα τρόφιμα (δηλαδή η συμβολή τους στο σύνολο του πληθωρισμού) είναι της τάξης του 59% για τους πιο φτωχούς, 60% για τους μεσαίους και σημαντικά μικρότερη (43%) για τα ανώτερα στρώματα. Αντίστοιχα, οι ανατιμήσεις στη στέγαση, που άγγιξαν αθροιστικά σχεδόν το 17,2% στην πενταετία, επιβάρυναν κατά 31% τους πιο φτωχούς, 25% τους μεσαίους και μόλις 13% τους πλουσιότερους.
Αυτό συμβαίνει επειδή οι φτωχοί δαπανούν πάνω από το 34% του μηνιαίου εισοδήματός τους για να στεγαστούν (με στάθμιση σε βάθος πενταετίας), οι μεσαίοι (ή νεόπτωχοι) πάνω από το 26% και οι πλουσιότεροι μόλις το 8%. Αντιθέτως, ενώ οι ανατιμήσεις για ξενοδοχεία-καφέ-εστιατόρια έφτασαν το 15,4%, η επιβάρυνση, επί του πληθωρισμού, ήταν σχεδόν διπλάσια για τους «πλούσιους» έναντι των φτωχών (6% και 3% αντίστοιχα), καθώς τα ανώτερα εισοδηματικά στρώματα ξοδεύουν σχεδόν 12,3% του εισοδήματός τους σε εξόδους και ταξίδια, όταν οι φτωχοί ξοδεύουν μόλις 3,3%.
Η ίδια αντίστροφη ιεράρχηση ισχύει για κατηγορίες όπως η ένδυση-υπόδηση, διαρκή αγαθά, μεταφορές, ακόμα και για τις δαπάνες υγείας, προφανώς επειδή οι φτωχοί περιόρισαν τα έξοδά τους σε όλες τις «δευτερεύουσες» ανάγκες, για να καλύψουν τις βασικές (εξ ου και το 50% των φτωχών δεν μπόρεσε να πληρώσει για ιατρικές εξετάσεις ή θεραπεία, μολονότι τις είχε ανάγκη, όπως καταγράφει η ΕΛ.ΣΤΑΤ.).
Φτώχεια και ανισότητα
Το βάθεμα της φτωχοποίησης μεγάλης μερίδας του πληθυσμού και το άνοιγμα της ψαλίδας της εισοδηματικής ανισότητας αναγνωρίζει και η νέα έκθεση του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) για την Ελληνική Οικονομία, σε ειδική ανάλυση με θέμα «η προοδευτικότητα στη φορολογία δηλωθέντος εισοδήματος στην Ελλάδα, 2012 και 2021». Οπως σημειώνεται, η οικονομική κρίση δεν έφερε μόνο μεγάλη μείωση των εισοδημάτων σε απόλυτα μεγέθη, αλλά και σημαντική μείωση της αγοραστικής δύναμης, αφού ο πληθωρισμός δεν μειώθηκε αναλογικά με τα εισοδήματα.
Επιπλέον, κάνοντας χρήση των δημόσιων δεδομένων της ΑΑΔΕ, παρατηρεί ότι ορισμένοι δείκτες ανισότητας επιδεινώθηκαν. Για παράδειγμα, το συνολικό εισόδημα των χαμηλότερα αμειβόμενων πολιτών μειώθηκε, και των υψηλότερα αμειβόμενων αυξήθηκε, ως ποσοστό του συνολικού εισοδήματος. Συγκεκριμένα, τη δεκαετία 2012-21 το συνολικό δηλωθέν εισόδημα των πολιτών μειώθηκε κατά 7,2%. Το 2012, το κατώτερο εισοδηματικό πεμπτημόριο του πληθυσμού δήλωνε ετήσιο εισόδημα από 0 ως 4.000 ευρώ.
Αντίστοιχη είναι η πτώση για το δεύτερο και τρίτο πεμπτημόριο, καθώς εκεί που δήλωναν 4.000-8.000 και ώς 8.000 ώς 14.000 ευρώ αντίστοιχα, δέκα χρόνια μετά το δηλωθέν εισόδημα έπεσε στα 1.016-6.098 και τα 6.098 ώς 11.180.
Με βάση τα στοιχεία των δηλωθέντων εισοδημάτων, μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού βρίσκεται στο όριο της φτώχειας, το οποίο σύμφωνα με την κατηγοριοποίηση της ΕΛ.ΣΤΑΤ. για το 2021, ανήλθε στο ποσό των €5.712 ετησίως για μονοπρόσωπο νοικοκυριό και σε €11.995 για νοικοκυριά με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών.