Διάλογος με τον «ριζοσπαστικό ρεαλισμό»

Διάλογος με τον «ριζοσπαστικό ρεαλισμό»

  • |

Με τον αριστερό ριζοσπαστισμό ως εμβληματικό ταυτοτικό του στοιχείο, ο ΣΥΡΙΖΑ ισχυροποιήθηκε ραγδαία κατά τη διάρκεια της κρίσης και ανέλαβε τη διακυβέρνηση το 2015. Με τον αριστερό ριζοσπαστισμό –βαλλόμενο με σφοδρότητα ως λαϊκιστική εξαπάτηση ή ως «παιδική ασθένεια» και τραυματισμένο από την αποδοχή του 3ου Μνημονίου– κατέγραψε στις εκλογές του 2019 ποσοστό 32%. Εκτοτε, η ιδεολογική και πολιτική του εγκατάλειψη δεν έχει προσθέσει τίποτα. Τη δημοσκοπική καθήλωση του ΣΥΡΙΖΑ σε ποσοστά περί του 20% τη σφραγίζει τώρα ο «ριζοσπαστικός ρεαλισμός».

Δημήτρης Γιατζόγλου*

Στο νέο κόμμα της απροσδιόριστης «προοδευτικής παράταξης», ο αριστερός ριζοσπαστισμός, ως στερεότυπο περιστασιακής χρήσης, θα επιστρατεύεται σαν ένα είδος «αναμνηστικής δόσης» για να αποτρέπει κρίσεις συνοχής μιας πολυσυλλεκτικής συγκρότησης. Η εξέλιξη δεν είναι αυστηρά εσωκομματικό πρόβλημα. Επικαιροποιεί το ενδεχόμενο μιας νέας περιθωριοποίησης της Αριστεράς στο σύνολό της.

Ο ισχυρισμός: • ότι η μετάβαση σ’ ένα «νέο κόμμα» είναι η αυτονόητη απάντηση στις ανάγκες της νέας ιστορικής περιόδου • ότι μια νέα δυναμική του εγχειρήματος απαιτούσε την απαλλαγή από τελειωμένες ιδεολογικές αγκυλώσεις • ότι η νίκη στις εκλογές και η ανάκτηση της ηγεμονίας κερδίζονται σήμερα με τη μετατόπιση στο «Κέντρο» • ότι το κοινωνικό πρόβλημα τώρα έχει επίκεντρο τα πάθη της «μεσαίας τάξης», αποτελεί την απολογητική της παθητικής προσαρμογής στο όνομα του «ρεαλισμού». Και γι’ αυτό δεν πείθει. Εχει διαψευστεί στο παρελθόν. Διαψεύδεται και σήμερα.

Η εμπειρία από τις «προσαρμογές» της ευρωπαϊκής Αριστεράς μετά το 1989 είναι πολύ πικρή: Ιστορικές ταυτότητες διαλύθηκαν. Κόμματα μετατράπηκαν σε παραρτήματα του παγκόσμιου νεοφιλελεύθερου κόμματος και εξαφανίστηκαν. Και σήμερα πάλι, εδώ σε εμάς, η στρατηγική μετακίνηση από το έδαφος της τομής Αριστερά/Δεξιά σε αυτό της αντίθεσης «προοδευτική διακυβέρνηση/δεξιά διακυβέρνηση» αποδεικνύεται ανίσχυρη να αμφισβητήσει πειστικά και να κλονίσει την πολιτική ηγεμονία της Ν.Δ. Η δημοσκοπική καθήλωση το επιβεβαιώνει.

Η καθήλωση καταγράφεται σταθερά σε όλες τις έρευνες κοινής γνώμης, ακόμα και σε αυτές που δεν μπορούν να θεωρηθούν κατασκευασμένες. Εκφράζει την αποδυνάμωση της πολιτικής επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ που ξεκινάει από την περίοδο της διακυβέρνησής του. Πιστοποιεί την αποσταθεροποίηση του δεσμού του με τις αφετηριακές ταξικές και κοινωνικές του αναφορές.

Η ταυτοτική του μεταμόρφωση, που ξεκίνησε μετά το 2019, δεν ανατρέπει τις τάσεις – τις επιτείνει. Και αποτυπώνεται στην άσκηση μιας ανίσχυρης αντιπολίτευσης που δεν μπορεί (ή και αποφεύγει) να αντιταχθεί στο νεοφιλελεύθερο κυβερνητικό πρόγραμμα.

Στην ανάλυση και στη ρητορική της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. το ζήτημα της καθήλωσης αποτελεί ένα είδος ταμπού. Αποσιωπάται, παρακάμπτεται, αποδίδεται επιλεκτικά και αόριστα σε επιμέρους λάθη και «παραλείψεις», εξορκίζεται με διανοητικούς ελιγμούς. Αυτό που δεν ελέγχεται είναι η πειστικότητα του πολιτικού της σχεδίου.

Η κυβέρνηση της Ν.Δ. υλοποιεί έναν στρατηγικό μετασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας που θα σταθεροποιήσει την κυριαρχία μακράς πνοής του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Αυτός είναι ο πυρήνας του πολιτικού της προγράμματος – τα κεϊνσιανά ψιμύθια στην αντιμετώπιση της πανδημίας δεν τον αναιρούν. Αποτελέσματα του μετασχηματισμού είναι ήδη ορατά στα πεδία των οικονομικών σχέσεων, του κράτους και της πολιτικής εξουσίας, των θεσμών και των μηχανισμών κοινωνικής αναπαραγωγής. Οι αλλαγές επιβάλλονται με «επιτελικό» αυταρχισμό, διευρύνουν τις κοινωνικές ανισότητες, περιστέλλουν δικαιώματα, προοιωνίζονται μια νέα λιτότητα.

Η παθητικότητα της κοινωνίας απέναντι σ’ αυτό που επιχειρείται, οι ελάχιστες και αποσπασματικές αντιστάσεις της δεν μπορούν ωστόσο να ερμηνευθούν αποκλειστικά με βάση τους καταναγκασμούς που υφίσταται. Ο ιδεολογικός λόγος της Δεξιάς που προτείνει: • την ατομική ευθύνη ως υποκατάστατο της διάλυσης του δημόσιου χώρου • τις ανισότητες ως κινητήρια δύναμη της προόδου • τη μεγέθυνση του ιδιωτικού πλούτου ως όρο ευημερίας για όλους • τα malls ως πολιτισμικό ιδεώδες, βρίσκει ακροατήριο και σταθεροποιεί την πολιτική της ηγεμονία.

Το νεοφιλελεύθερο αφήγημα εγγράφεται στο φαντασιακό ενός μεγάλου μέρους της κοινωνίας ως μια συνθήκη ζωής που, προς το παρόν, είναι η καλύτερη δυνατή. Οσο δεν αμφισβητείται πειστικά μέσω μιας ιδεολογικής πόλωσης, όσο η επάνοδος στη διακυβέρνηση καταλήγει σ’ έναν κυβερνητισμό απογυμνωμένο από τη ριζοσπαστική εναλλακτικότητα στον νεοφιλελευθερισμό, η πολιτική ηγεμονία της Ν.Δ. δεν κινδυνεύει.

Υπάρχουν βεβαίως: Η πραγματικότητα της κοινωνίας των χαμηλών προσδοκιών και η ανάδυση ενός νέου συντηρητισμού. Ο κόσμος της εργασίας καθηλωμένος από τη διαρκή απειλή της επισφάλειας, που αρκείται στο υποκατάστατο των επιδομάτων έναντι της διεκδίκησης αύξησης του μισθού. Τα βραχύβια ξεσπάσματα της νεολαίας που δεν πείθεται από την ιστορική κουλτούρα της Αριστεράς. Η «αντισυστημική» αμφισβήτηση ευάλωτη στην ακροδεξιά δημαγωγία. Η ιδεολογική σύγχυση που προκάλεσε το 3ο Μνημόνιο. Ολα αυτά που χαρακτηρίζονται «δυσμενείς αντικειμενικές συνθήκες» υπάρχουν.

Μόνο που η καταγραφή τους είναι ατελής και προσχηματική ως ερμηνεία της δεξιάς πολιτικής ηγεμονίας. Οι αντικειμενικές συνθήκες και οι συσχετισμοί, ως έννοιες-φετίχ, αποκρύπτουν τον σημερινό ετεροκαθορισμό του πολιτικού σχηματισμού ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. και του συνόλου της Αριστεράς:

Απουσία πρωτοβουλιών για να αμφισβητηθεί το πολιτικό, ιδεολογικό και πολιτισμικό πεδίο της αντιπαράθεσης που έχει επιβάλει η Ν.Δ. Αιχμαλωσία στη δική της πολιτική ατζέντα. Περιορισμός, κατά κανόνα, της κριτικής σε διαχειριστικές ανεπάρκειες και δευτερεύουσες όψεις. Ασκηση της πολιτικής διά της εκφώνησης και όχι ως πρακτικής που εμπνέει, οργανώνει και κινητοποιεί κοινωνικές δυνάμεις. Ολα αυτά με τα οποία η συμβατική πολιτική παρουσία οδηγείται τελικά στην πολιτική απουσία και εγγράφεται στις εξελίξεις ως «αντικειμενική συνθήκη».

Από την εμβληματική Συμφωνία των Πρεσπών στον υπόρρητο εθνικισμό που επιστρέφει· από την καθαρή στάση στο προσφυγικό στην υποβαθμισμένη αντίδραση για τις βίαιες επαναπροωθήσεις στο Αιγαίο· από το «νέο αναπτυξιακό μοντέλο» στο «ναι» για τη σύμβαση στο Ελληνικό· από τον αριστερό ορθολογισμό στην ανοχή κραυγαλέων εσωκομματικών ανορθολογισμών στο ζήτημα των εμβολιασμών· από τις διακηρύξεις για το «κόμμα των μελών» στον «βίαιο βολονταρισμό» της ηγεσίας, που του εκχωρεί απλώς τον ρόλο μιας εκ των υστέρων επικύρωσης θεμελιακών αποφάσεων· από τη «δύσκολη» διαλεκτική ιδεολογίας-πολιτικής στην ιδεοληψία της αποϊδεολογικοποίησης, σε μια κατ’ εξοχήν ιδεολογική συγκυρία…

Δεν πρόκειται για έναν ενδεικτικό κατάλογο επιμέρους «λαθών». Χαρακτηρίζει την εγκατάλειψη ενός «στρατηγικού παραδείγματος» και τη μετάβαση σ’ ένα απροσδιόριστο «νέο», που στερείται ταυτοτικό και προγραμματικό ειρμό. Και την αναπόφευκτη σύγχυση από τη συμβίωσή του με το ομόλογο αφήγημα του «νέου ΠΑΣΟΚ». Η εκλογική αριθμητική δεν αρκεί για να αποτρέψει μια ακόμα στρατηγική ήττα της Αριστεράς. Ούτε ο ρεαλισμός της προσαρμογής.

* Πρώην πανεπιστημιακός, πρώην στέλεχος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ Εσωτερικού

efsyn.gr