Η Αριστερά, παράταξη της ανημπόριας;

Η Αριστερά, παράταξη της ανημπόριας;

  • |

Τον Ιανουάριο του 2013, ο Αλέν Μπαντιού, μετέχοντας σε ένα συνέδριο με αντικείμενο το «ελληνικό σύμπτωμα»,(1) θεώρησε καλό να τιτλοφορήσει την ομιλία του ως «Η σύγχρονη ανημπόρια». Να τι έγραφε: «[Θ]α ξεκινήσω με ένα συναίσθημα, μια αίσθηση, ίσως προσωπική, ίσως αδικαιολόγητη, την οποία όμως δεν μπορώ να μη νιώσω […]: μια αίσθηση γενικής πολιτικής αδυναμίας. Αυτά που συμβαίνουν σήμερα στην Ελλάδα μοιάζουν με συμπύκνωσή της […] Τα πάντα εξελίσσονται στην Ελλάδα λες και τίποτα δεν μπορεί να σταματήσει την απόλυτη κυριαρχία του αποχαλινωμένου καπιταλισμού».

Χρήστος Λάσκος*

Από πολλές απόψεις, τα λόγια αυτά θα ακούγονταν παράξενα την εποχή που ειπώθηκαν. Με τεράστιες και δυναμικές κινητοποιήσεις να έχουν προηγηθεί, αγώνες να εξελίσσονται μαχητικά ακόμα και ένα κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς να καταγράφει μια πολύ μεγάλη εκλογική δυναμική, πρωτοφανή από πολλά χρόνια στην Ευρώπη.

Κι όμως, ο φιλόσοφος απαισιοδοξούσε με την πιο σκοτεινή διάθεση. Δεν ξέρω αν ήταν αναγκαίο να συμβεί έτσι, αλλά όσα ακολούθησαν φαίνεται να τον δικαίωσαν. Ο ίδιος, τουλάχιστον, έτσι ένιωσε. Γι’ αυτό και στις 20 Αυγούστου του 2015, στη «Libération», θα σημείωνε: «Η Ελλάδα δεν θα σημαίνει πια τίποτε, για κανένα, ποτέ ξανά […] και το όλο επεισόδιο θα ξεχαστεί υπό τον καλπασμό του κεφαλαίου σε πλανητική κλίμακα».

Ο Μπαντιού, λοιπόν, φοβήθηκε κάτι και θεώρησε πως αυτό που φοβήθηκε ήταν αυτό ακριβώς που συνέβη. Είχε αναθαρρήσει με το δημοψήφισμα – ακόμη και τότε, όμως, πάλι από τη «Libération», ο πεσιμισμός του, κυρίως λόγω αυτού που χαρακτήριζε «το μη αναστρέψιμο κώμα της ευρωπαϊκής “Αριστεράς”», συνέχιζε.

Σε ό,τι μας αφορά, δεν αναζήτησε ούτε προδότες, ούτε ανίκανους, ούτε τυχοδιώκτες πίσω από αυτές τις εξελίξεις. Η τρομερή διάγνωσή του αφορούσε την ανημπόρια, την ακραία αδυναμία της Αριστεράς να αλλάξει τα πράγματα – ακόμα και να το επιχειρήσει στοιχειωδώς στα σοβαρά. Αυτή που θα έπρεπε να είναι η δύναμη των αδύναμων κοινωνικών στρωμάτων, ήταν πιο αδύναμη κι από αυτά. Στην καλύτερη περίπτωση. Γιατί στη χειρότερη –και αρκετά συνήθη– η Αριστερά δεν είναι, κατά βάση, παρά μια παράταξη επαγγελματιών πολιτικών, μέρος ενός πολιτικού συστήματος αντικειμενικά υποχείριου της νεοφιλελεύθερης πανούκλας, που έχει διαλύσει τις κοινωνίες εδώ και τέσσερις τουλάχιστον δεκαετίες.

Πού βρισκόμαστε, άραγε, σήμερα; Νομίζω, για να μοιραστώ τη διάθεση του Μπαντιού, σε ακόμη χειρότερο σημείο. Ενώ ο νεοφιλελευθερισμός «αποτυγχάνει» εδώ και μιάμιση δεκαετία –από το 2007 κι έπειτα– σε ό,τι διακηρύσσει, σε ό,τι υπόσχεται, όχι μόνο δεν εμφανίζονται σημάδια υποχώρησής του, αλλά όλο και ενδυναμώνεται, αποκτώντας αυταρχικότερα χαρακτηριστικά. Η ιδέα πολλών σχολιαστών πως οι επεκτατικές νομισματικές και δημοσιονομικές πολιτικές, που εφαρμόζονται μέσα στη συνθήκη της πανδημίας, συνιστούν αλλαγή παραδείγματος γρήγορα θα αποδειχτούν, νομίζω, άλλη μια ψευδαίσθηση. Πολύ περισσότερο, η ελπίδα για ενίσχυση του κοινωνικού κράτους.

Συνιστούν ψευδαίσθηση για δύο, τουλάχιστον, λόγους.

Πρώτον, η παγκόσμια υπερχρέωση, κρατών και επιχειρήσεων, ασύγκριτα μεγαλύτερη από αυτήν πριν από 10 χρόνια, ήδη προετοιμάζει το επόμενο κύμα λιτότητας και επίθεσης στις κατώτερες τάξεις.

Δεύτερον και σημαντικότερο, σημάδια ανάταξης της παγκόσμιας οικονομίας σε μεσοχρόνια διάρκεια δεν φαίνονται. Οι επενδύσεις ναρκοβατούν –ακόμη και η Κίνα δείχνει να επιβραδύνει ισχυρά– ενώ η εξέλιξη της παραγωγικότητας, ο κατεξοχήν δείκτης οικονομικής υγείας, είναι σε χαμηλότατες πτήσεις. Παρ’ όλα τα ψηφιακά και άλλα «θαύματα», όπως έλεγε και ο νομπελίστας Ρόμπερτ Λούκας, «τους υπολογιστές τους βλέπω παντού εκτός από την παραγωγικότητα».

Τα σκληρά, λοιπόν, δεδομένα της οικονομίας –της καπιταλιστικής κρίσης, ορθότερα– δεν επιτρέπουν να ελπίζουμε σε «χαλάρωση». Και δεν είμαι βέβαιος ότι, όπως ισχυρίστηκε ο Ευκλείδης Τσακαλώτος πρόσφατα, η αδυναμία του νεοφιλελευθερισμού να υλοποιήσει τις υποσχέσεις του οδηγεί σε απονομιμοποίησή του, σε απώλεια ή απίσχνανση της ηγεμονίας του.

Για να επιστρέψω στον Μπαντιού, η απίστευτη ανημπόρια της Αριστεράς, η έλλειψη πραγματικής ριζικής και αξιόπιστης αμφισβήτησής του είναι που κάνει τον νεοφιλελευθερισμό το «μοναδικό παιχνίδι στην πόλη». Αν δεν διατυπωθεί, όχι εναλλακτική διαχειριστική του υπάρχοντος πρόταση –μαζί με τους διαχρονικά σοσιαλφιλελεύθερους, μάλιστα– αλλά ένα συνεκτικό αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα, που να αντιτάσσεται στον πυρήνα των συστημικών θεσμίσεων, δεν υπάρχει πιθανότητα αναστροφής της κατάστασης.

Η δυστοπία των επαναλαμβανόμενων οικονομικών κρίσεων, ανθρωπιστικών καταστροφών, κλιματικής κατάρρευσης και πανδημιών εγκαθίσταται ως η θεμελιώδης κανονικότητα της ζωής.

Αυτοί δεν θα υποχωρήσουν. Πρώτη φορά στην ιστορία, οι υπερπλούσιοι-τρομερά παιδιά του νεοφιλελευθερισμού έχουν τόση αυτοπεποίθηση, ώστε να ιδιωτικοποιούν ακόμη και το Διάστημα. Σιγά μην υπολογίσουν τους πολιτικά εκμηδενισμένους πληβείους.

(1) Τα Πρακτικά έχουν εκδοθεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Νήσος με τίτλο «Το ελληνικό σύμπτωμα».

*Εκπαιδευτικός

efsyn.gr