Ο,τι θέλω κάνω!

Ο,τι θέλω κάνω!

  • |

Πάντοτε νιώθω κάπως σαν έρχομαι αντιμέτωπη με την ερώτηση δαύτη. Η οποία με το που τίθεται, εκτίθεμαι. Είμαι που είμαι πλήρως ανίκανη να καταλάβω τις προθέσεις του άλλου (βασικά, βαριέμαι και ν’ ασχοληθώ με την πάρτη του, γι’ αυτό και δεν), είναι που «είμαστε και άνθρωποι ολίγον εκνευριστικοί», όπως έλεγε ο Βουτσάς στο «Νύχτα Γάμου», είναι και που τελευταία δεν ξέρω πού μου παν τα τέσσερα και τα μετρώ για δεκατέσσερα, κάτι τα φώτα που θα σβήνουν νωρίς, κάτι κάτι μεταγραφές στον Ολυμπιακό που κάνει ο Μητσοτάρχας, κάτι κάποιοι μάρτυρες που είναι οσιομάρτυρες (γεια σου ρε Δημητριάδη ανιψιέ!), πραγματικά τρέμω μην τύχει και συναντηθούμε! Ελα όμως που πέφτω πάνω της κάθε μέρα, όλο τον χρόνο, περισσότερες από μία φορές…

«Καλά είσαι;»… Τι ν’ απαντήσω, μου λες; Πάντοτε κοιτάω τον άλλο μες στα μάτια κι αναμετριέμαι με τα μέσα μου έως ν’ αποφασίσω τι θα βγάλω απ’ όξω μου. Πάντοτε είμαι μπροστά στο δίλημμα: Ν’ ακολουθήσω το κοινωνικό πρωτόκολλο; «Είμαι καλά, εσύ;». «Μια χαρά, εσύ;». «Ολα καλά, εσύ;». «Δόξα τω θεώ, εσύ;». «Δε βαριέσαι, εσύ;». «Εδώ, στον αγώνα. Εσύ;». Ή να μην;

Απολύτως κανένα «εσύ» δεν μπορεί να είναι απολύτως καλά, όλα καλά, δόξα τω θεώ, μια χαρά. Κάποιες φορές φαντάζομαι το «εσύ» μου να απαντά: «Οχι και τόσο καλά. Είχα ένα δύσκολο βράδυ και το σώμα μου είναι ανίκανο ν’ αντέξει το αλκοόλ, είχα δανείσει και τον Χρήστο Χωμενίδη (όχι τον ΕΑΜίτη παππού, τον άλλονε τον εγγονό) σε μία φίλη που αντέχει το αλκοόλ και πίνει και ξεχνάει, οπότε δεν είχα να διαβάσω κάτι άσχετο κι έτσι καθόλου καλά δεν κοιμήθηκα, γι’ αυτό είμαι αρκετά αγχωμένη για το αν θα καταφέρω να φέρω εις πέρας όλα όσα ο κόσμος περιμένει από εμένα σήμερα, ειδικά καθώς δεν έχω πια αντοχές, νιώθω το σώμα μου εξαιρετικά αδύναμο και είμαι σίγουρη πως θα είμαι από τους πρώτους που θα πεθάνουν σαν έρθει η ώρα της Αποκάλυψης, καθώς με έχει πεθάνει τελευταία κι ο αστράγαλός μου, μαράθηκε μία μπιγκόνια που είχα στο μπαλκόνι κι έχω και μια παράξενη φαγούρα στο αριστερό μου χέρι. Ισως θα έπρεπε να αγοράσω πιο άνετα παπούτσια και καμιά αλοιφή, ίσως και λίγο λίπασμα, αλλά δεν έχω καθόλου όρεξη για ψώνια… Εσύ;».

Ισως βέβαια θα μπορούσα να δώσω και μία λιγότερο αυτοαναφορική απάντηση: «Οχι και τόσο καλά. Προχθές ευρωβουλευτές όλων των παρατάξεων δήλωσαν σοκαρισμένοι από τα όσα άκουσαν τόσο από τους Ελληνες αξιωματούχους όσο και από τους τρεις Ελληνες δημοσιογράφους που κατέθεσαν για το σκάνδαλο των υποκλοπών. Οι πρώτοι είπαν πως δεν υπάρχει σκάνδαλο, μόνο δημοκρατία και νομιμότητα, ακυρώνοντας την παρουσία των δεύτερων, που επειδή μιλάνε άλλη γλώσσα (μια δικιά τους, που δεν μοιάζει με αυτή που μιλάμε στην Ελλάδα της Ν.Δ.), δεν γίνονται κατανοητοί από τη χώρα τους.

Την ίδια στιγμή, μία ευρωβουλευτής που άκουγε τους δεύτερους έπαθε ντέζα βου, επειδή είναι από την Πολωνία κι έτρεξαν να της φέρουν νερό από την Ουγγαρία για να τη συνεφέρουν, αλλά τα έκαναν χειρότερα και λίγες στιγμές μετά τα ΜΑΤ χτύπησαν τους φοιτητές στην Ελλάδα, γιατί δεν άφηναν την πανεπιστημιακή αστυνομία με τα πράσινα καπελάκια της και τα νέα τα παιδάκια της να μπει πρώτη στα πανεπιστήμια και θέλαν να μπούνε αυτοί πρώτοι, βλέπεις η μαμά τους δεν τους έχει μάθει τρόπους, ενώ ταυτόχρονα ένας αρχαιοκάπηλος παρέμεινε αρχαιοκάπηλος και πολύ χαρήκαμε που έκλεψε κάτι ειδώλια και τα πήγε στα ξαδέρφια του στο Ντελαγουέαρ και βγήκε κι ένα νομοσχέδιο που όλα αυτά που θέλω να πω θα τα περνάνε από κόσκινο, κι αν δεν αρέσουν σε κάτι τυπικούς τύπους του Τύπου, που θα μετράνε την ηθική και τη δεοντολογία μου, όπως μόνο αυτοί ξέρουν και κανείς κανείς κανείς άλλος, τότε δεν θα με αγαπάνε πια, ούτε εμένα, ούτε την εφημερίδα μου, και θα μείνω μαραμένη σαν τη μπιγκόνια μου. Ασε που μ’ έχει πεθάνει και ο αστράγαλός μου!».

efsyn.gr