Οι πολεμικές συγκρούσεις της Ρωσίας στην Ουκρανία εκτίναξαν, σε σύντομο χρονικό διάστημα, τον πληθωρισμό στην ευρωζώνη από 4,9% τον Νοέμβριο του 2021 σε 9,1% τον Αύγουστο του 2022. Στην Ελλάδα ο πληθωρισμός , κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, εκτινάχθηκε από 4,2% τον Νοέμβριο του 2021 σε 11,1% τον Αύγουστο του 2022. Έτσι, κατά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα ο πληθωρισμός στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 131,3%, ενώ στην ευρωζώνη αυξήθηκε κατά 78,4%.
Στις συνθήκες αυτές αποδεικνύεται ότι το εισόδημα και η αγοραστική δύναμη των μισθών στη χώρα μας δέχθηκαν και συνεχίζουν να δέχονται ένα σημαντικό πλήγμα σε σύγκριση με τις άλλες χώρες της ευρωζώνης.
Και αυτό γιατί ο μέσος κατώτατος μισθός στην ευρωζώνη είναι 40% υψηλότερος από τον μέσο κατώτατο μισθό στην Ελλάδα, η οποία έχει επίπεδο πληθωρισμού κατά 22% υψηλότερο από την ευρωζώνη.
Επιπλέον, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο μέσος όρος του πληθωρισμού κατά το τρέχον οκτάμηνο (Ιανουάριος-Αύγουστος 2022) στην Ελλάδα είναι 9,4%, αναδεικνύεται επισφαλής η πρόβλεψη του 8,6% ως μέσου ετήσιου (2022) επιπέδου πληθωρισμού στην χώρα μας, δεδομένου ότι κάτι τέτοιο προϋποθέτει ότι ο μέσος όρος πληθωρισμού του επόμενου 4-μηνου θα πρέπει να είναι 7%.
Στις συνθήκες αυτές της εκρηκτικής αύξησης, σε σύντομο χρονικό διάστημα, ενός πληθωρισμού της προσφοράς (ανατιμήσεις ενεργειακών προϊόντων καθώς και των άλλων ενδιάμεσων και τελικών προϊόντων και υπηρεσιών) που δεν είναι νομισματικής προέλευσης, με παρενέργειες στην μείωση της ζήτησης και της οικονομικής δραστηριότητας στην ευρωζώνη και στα κράτη-μέλη, οι κεντρικές τράπεζες στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ επέλεξαν και συνεχίζουν να επιλέγουν την καταπολέμηση του με την σύσφιξη (αύξηση των επιτοκίων) της νομισματικής πολιτικής.
Πιο συγκεκριμένα, στην Ευρώπη η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) αποφάσισε (8/9/22) την αύξηση των επιτοκίων κατά 0,75%, με προοπτική το σημερινό επίπεδο (1,25%) των επιτοκίων να διαμορφωθεί στο τέλος του 2022 στο επίπεδο του 2%, αναμένοντας μία ανάσχεση του πληθωριστικού φαινομένου και ένα περιορισμό της ροής της ρευστότητας η οποία κατά την εκτίμηση της ΕΚΤ θα οδηγήσει σε επιβράδυνση (0,9% το 2023 και 1,9% το 2024) της οικονομίας της ευρωζώνης, ενώ κατά την εκτίμηση (Citibank, 2022) θα οδηγήσει το 2023 σε ύφεση -0,9%.
Mε άλλα λόγια η ΕΚΤ κατά τη πρόσφατη (8/9/22) απόφαση της περαιτέρω αύξησης των επιτοκίων κατά 0,75%, υποστηρίζει ότι για την αντιμετώπιση των σημερινών πληθωριστικών πιέσεων της προσφοράς δεν υπάρχει διαφορετική πολιτική εκτός από την πολιτική αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής.
Επιπλέον η ΕΚΤ επιλέγει να αναφέρεται στην αύξηση των επιτοκίων προκειμένου να διατηρηθεί η ισχύς του ευρωπαϊκού νομίσματος.
Όμως, η ΕΚΤ δεν αναφέρεται στο γεγονός ότι όταν «ο πληθωρισμός συνδέεται με πιέσεις από την πλευρά της προσφοράς η υπερβολική αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής θα επιδεινώσει τις αρνητικές επιπτώσεις στην παραγωγή» (M.Orange, Mediapart, 8/9/2022), δημιουργώντας συνθήκες ύφεσης και υπονόμευσης των προσδοκιών των νοικοκυριών (πραγματική μείωση εισοδημάτων, μείωση της ζήτησης) και των επιχειρήσεων (αύξηση κόστους παραγωγής, αύξηση τιμών, μείωση παραγωγής) στην Ευρώπη και στην οικονομία της ευρωζώνης.
Στην κατεύθυνση αυτή, αναδεικνύεται η παρατήρηση ότι «οι κεντρικές τράπεζες υποθέτουν ότι η ύφεση είναι το τίμημα για τη μείωση του πληθωρισμού» (Chr.Chavagneux, Alternatives Economiques, 13/9/2022).
Κι αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι οι κεντρικές τράπεζες αυξάνοντας το κόστος δανεισμού με την αύξηση των επιτοκίων προκειμένου να αντιμετωπίσουν τον πληθωρισμό, οδηγούνται τελικά εκτός από την ύφεση (μείωση των επενδύσεων) και σε μεγαλύτερη αύξηση των τιμών (π.χ. αύξηση των ενοικίων λόγω της αύξησης του κόστους των τόκων).
Αντίθετα, οι κεντρικές τράπεζες, από την στιγμή που ο σημερινός πληθωρισμός δεν είναι νομισματικής προέλευσης και επομένως η αντιμετώπιση του δεν θα έλθει από νομισματική λύση, θα έπρεπε να αποφασίσουν την διατήρηση των επιτοκίων σε χαμηλά επίπεδα, προκειμένου οι δημόσιοι φορείς να δαπανήσουν περισσότερους πόρους σε ενεργειακές υποδομές και μετασχηματισμού της προσφοράς ενέργειας και μείωσης των τιμών των ενεργειακών προϊόντων και οι επιχειρήσεις να πραγματοποιήσουν επενδύσεις τεχνολογικού εκσυγχρονισμού σε κλάδους οικονομικής δραστηριότητας που η παραγωγή τους (προσφορά) παρουσιάζει δυσχέρειες.
Παράλληλα για την ενδυνάμωση των προσδοκιών αξιοπρεπούς διαβίωσης των νοικοκυριών και οικονομικής βιωσιμότητας των επιχειρήσεων, απαιτούνται άμεσα και βραχυ-μεσοπρόθεσμα μέτρα χρηματοδοτικής υποστήριξης της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων και μείωσης των τιμών των ενεργειακών προϊόντων καθώς και των τιμών της εφοδιαστικής αλυσίδας.
Σε διαφορετική περίπτωση στην Ευρώπη, την ευρωζώνη και τα κράτη-μέλη η αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής θα συμβάλλει στην αύξηση του κινδύνου μετεξέλιξης του πληθωριστικού φαινομένου σε στασιμοπληθωρισμό (πληθωρισμό και ύφεση).
*Ομότ. Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου, Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου
kommon.gr