«Η Αριστερά φιλοτεχνεί την αυριανή ευτυχία του κόσμου».(Λειβαδίτης)
Ένα αμήχανο πολιτικό πεδίο στο οποίο ψάχνει να βρει διέξοδο μαζικής πολιτικής εργατολαϊκής απεύθυνσης ώστε «να φάει ψωμί ο λαός» και μάλιστα με προοπτική αντίστοιχη των υλικών δυνατοτήτων αυτής της συνταρακτικής εποχής, αυτό είναι το αινιγματικό πεδίο που απεικονίζει ανάγλυφα την πολιτική πραγματικότητα της ευρύτερης μαχόμενης Αριστεράς.
Η πολιτική στόχευση για ένα ανεξάρτητο ανατρεπτικό ενωτικό πολιτικό κέντρο του εργατικού και λαϊκού κινήματος της νέας εποχής, με αισθητή επίδραση στη ζωή της πλειοψηφίας, φαντάζει σε μεγάλο βαθμό ξένη, και κάπου ίσως κι ανεδαφική για τα ευρύτερα και πολυποίκιλα τμήματα των καταπιεσμένων.
Το αμήχανο αυτό πολιτικό πεδίο εκφράζει κυρίως τη διαρθρωτική ακόμα αδυναμία όλων των δυνάμεων της Μαχόμενης Αριστεράς να ραγίσουμε τα τείχη κοινωνικού περιορισμού – αν όχι απομόνωσης μας – απέναντι στις υπαρκτές ευρύτερες όσο και ιδιόμορφες κριτικές λαϊκές ριζοσπαστικές αναζητήσεις και την πολύμορφη διαμαρτυρία της εποχής μας που εμφανίζεται όμως κατά περιόδους με τη μορφή της άμπωτης και της πλημμυρίδας.
Το θεμελιακό ερώτημα κατά πόσο είναι αναγκαία, επιτακτική, ρεαλιστική και τελικά καθοριστική για την εποχή μας η επιμονή στην επαναστατική επανίδρυση της κοινωνικοπολιτικής Αριστεράς για την υπεράσπιση τόσο των άμεσων αναγκών όσο και των επαναστατικών δυνατοτήτων της νέας εποχής και των ιστορικά διαμορφούμενων αναγκών της εργαζόμενης πλειοψηφίας, τίθεται ξανά και ξανά.
Μήπως η πολύχρονη εμπειρία και στη χώρα μας δείχνει ότι αντικειμενικά είναι αργά πλέον για κάτι τέτοιο;
Ή μήπως πάλι είναι πολύ νωρίς και προς το παρόν δεν χρειάζεται;
Πολιτικές που δεν βγαίνουν
Για ανεπίτρεπτα μεγάλο διάστημα είναι σε διαρκή και αποτελεσματική (για την αστική πολιτική) εξέλιξη μια ανελέητη επίθεση από όλα τα κέντρα του κυρίαρχου πολιτικού κόσμου σε βάρος των δυνάμεων της εργασίας και της νεολαίας προκειμένου να προωθήσουν ένα αισιόδοξο, για τους ίδιους, οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό παρόν κα μέλλον.
Πυρήνας της πολιτικής τους στόχευσης είναι τόσο η προώθηση αυτής της ανάλγητης πολιτικής του «φορέστε δυο πουλόβερ το χειμώνα για να μη κρυώνετε» όσο και η μετατροπή των λαϊκών δυνάμεων, από παθητικούς δέκτες της πολιτικής τους και μάλιστα με αγωνιστικά διαλειμματα αντίστασης ενάντια της, σε ενεργούς υποστηρικτές των βασικών τους πολιτικών στόχων και επιδιώξεων, δηλαδή σε ενεργούς υποστηρικτές της ίδιας της εκμετάλλευσης μας.
Το σενάριο αυτό δεν τους βγαίνει.
Και δεν τους βγαίνει για μη αντιστρέψιμους λόγους.
Ο πρώτος και κυριότερος λόγος είναι πως αυτή καθ’ αυτή η πολιτική τους των ελαστικών εργασιακών σχέσεων, του διαρκώς διευρυνόμενου χρόνου εργασίας – λάστιχο, των κοινωνικών ανισοτήτων, της φτώχειας και της φυματικής δημοκρατίας στο φόντο των οξυνόμενων πολεμικών ανταγωνισμών, έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τις αντικειμενικές υλικές δυνατότητες της εποχής.
Δεν τους βγαίνει και δεν θα τους βγει γιατί ανάμεσα στη συνολική αντίθεση του καπιταλισμού αυτής της χωρίς προηγούμενο έκρηξης του πλούτου και των υλικών δυνατοτήτων ενός νέου ανθρώπινου τρόπου ζωής και εργασίας και στην σκανδαλώδη ατομική – αντιδραστική τελικά – ιδιοκτησία μιας πολύ μικρής μειοψηφίας που σπέρνει φτώχεια και πολέμους ζώντας η ίδια στη χλιδή, περιέχονται η ζωή, οι μικρές και μεγάλες στιγμές και επιλογές της περασμένης και της σημερινής πάλης εκατομμυρίων ανθρώπων.
Δεν τους βγαίνει και δεν θα τους βγει γιατί δεν εξαρτώνται όλα από την υποκειμενική στόχευση (και την απροσδιοριστία) επιθυμιών, χειρισμών και επιλογών των κυβερνώντων. Καθοριστικότερη είναι η επίδραση των αντικειμενικά υπαρχουσών αντιθέσεων και αναγκαιοτήτων, αυτών των «ιστορικών καταναγκασμών» των σημερινών κοινωνιών της αγοράς.
Σε εξέλιξη λοιπόν είναι μια αδιέξοδη, εν πολλοίς, αστική επίθεση που φθείρει γρήγορα κυβερνήτες και κυβερνήσεις και ανατροφοδοτεί την επιθετικότητα τους.
Δεν πέρασαν τρία χρόνια και ο γιος της Μαρίκας της Ελλάδας γλιστρά προς τα κάτω φθαρμένος αλλά και σπρωγμένος από μεγάλα αφεντικά που μέχρι χτες τον στήριζαν.
Κάτι ανάλογο – προϊούσα φθορά κυβερνήσεων και κυβερνώντων – συμβαίνει σε πολλές δυτικές χώρες, στη Βρετανία μετά το Brexit, στη Γαλλία μετά τη διάλυση του παλιού κομματικού συστήματος, στην Ισπανία, στη Σουηδία ή στην Ιταλία, στις ΗΠΑ μετά τον τραμπισμό, στην ΕΕ που κλυδωνίζεται όσο ο πόλεμος συνεχίζεται.
Η ενεργειακή κρίση, που έφτασε σε φάση έξαρσης μετά την πολεμική έκρηξη στην Ουκρανία, επιτείνει την πολιτική αστάθεια, προκαλεί μύρια δεινά: εκτόξευση πληθωρισμού, «έμφραγμα» στην εφοδιαστική αλυσίδα, φραγμό στην ανάπτυξη των ευρωπαϊκών χωρών, απειλή νέας ύφεσης στην Ευρωζώνη τουλάχιστον, γενικευμένη κερδοσκοπία.
Ο ίδιος ο υπουργός Οικονομίας της Γερμανίας Ρόμπερτ Χάμπεκ προέβλεψε ότι η Ευρώπη βρίσκεται υπό την απειλή ενός πολιτικού εφιάλτη, εφόσον τους επόμενους μήνες η κατάσταση στην ενέργεια μείνει ως έχει.
Δεν χρειάζεται επομένως να διαθέτει κάποιος μαντικές ικανότητες για να διαπιστώσει ότι όλα τα ρήγματα κοινωνικής και πολιτικής αστάθειας, (φτώχεια, ακρίβεια, ενεργειακή φτώχεια, ανισότητες, μετανάστευση, πόλεμοι) είναι ενεργά, ότι δημιουργούνται πλέον συνθήκες για μείζονες πολιτικές εξελίξεις.
Αλλά μπορούμε να βγούμε από το βάθος των κοινωνικών ρηγμάτων με τις παλιές συνταγές;
Αν ναι τότε γιατί δεν συνέβη αυτό εδώ και δεκαετίες;
Στην εποχή μας, αυτό που αμφισβητείται, αλλά κι αυτό που αναζητείται περισσότερο από καθετί είναι η επιλογή, η απόφαση και η επιμονή στο δρόμο της «ανάστροφης πορείας» των πολιτικών εξελίξεων υπέρ του εργατικού και λαϊκού κινήματος.
Αυτή ακριβώς η αντιστροφή της πολιτικής πορείας, επιβάλλεται όχι μόνο από την λαϊκή αδυναμία να απαντά νικηφόρα στην αστική πολιτική αλλά πρώτα απ’ όλα από τους γιγαντιαίους μετασχηματισμούς της εποχής, από τις ριζικές ανακατατάξεις των βασικών της αντιθέσεων, κυρίως αυτών που συνδέονται με την εκρηκτική όσο χιλιοαλυσοδεμένη δημιουργικότητα του κόσμου της εργασίας.
Είναι η μόνη που μπορεί να συνδέσει προοπτικά, σ’ έναν νικηφόρο δρόμο, τα «καταποντισμένα» όσο και συνεχώς αναδυόμενα, τα αποσπασματικά, αυθόρμητα και πρωτόλεια ριζοσπαστικά ρεύματα που γεννούν κατά «απρόσμενα» κύματα οι επαναστατικές δυνατότητες της εποχής μας.
Ωστόσο αυτή η στόχευση σφραγίζεται από την εσωτερική παλινδρομική κίνηση της ίδιας της εργατικής τάξης ανάμεσα στην υποταγή και την εξέγερση, ανάμεσα στην επιβίωση και τη διεκδίκηση της πραγματικής ζωής, ανάμεσα στην άμυνα και την επίθεση, την επιθυμία και την απώθηση, ανάμεσα στη στοιχειώδη εξασφάλιση ενός υποβαθμιζόμενου παλιού πλαισίου αναγκών και τη διεκδίκηση όλου του σύγχρονου πλούτου και ελευθεριών της εποχής μας.
Όλα αυτά μαζί στη συνείδηση και την πρακτική των εργαζομένων αποτελούν τη βάση που τροφοδοτεί το παλιό, μαζί και το νέο, που καθορίζει τελικά και τους συσχετισμούς και την πηγή μιας χωρίς προηγούμενο ρευστότητας και παράλληλα μιας απρόβλεπτης δυναμικής.
Τίποτα τελικά δεν θα μένει σταθερό κι αμετακίνητο όπως προηγούμενα.
Κι αυτός ο παράγοντας θα αποτελεί τη βάση νέων αλλεπάλληλων κρίσεων της αστικής πολιτικής και όλων των παραλλαγών της αριστερής πτέρυγας του παραδοσιακού πολιτικού παιχνιδιού.
Όλα αυτά, μαζί με τη χρεοκοπία του παλιού κινήματος, κάνουν στρατηγικά επιτακτική, αλλά τακτικά άτονη και ισχνή, την αντιστροφή της φοράς της πολιτικής κίνησης υπέρ της εργατικής πολιτικής.
Η θετική για τις λαϊκές δυνάμεις επίλυση των επίδικων ζητημάτων απαιτεί την πρακτική προώθηση στη ζωή σταθερά, επίμονα και μακρόχρονα τόσο ενός άμεσου προγράμματος ανατροπής της κυρίαρχης πολιτικής και των υπαρκτών συσχετισμών από τη σκοπιά των επαναστατικών, στην κυριολεξία, ελευθεριών που έχει ανάγκη η εργαζόμενη πλειοψηφία όσο και την αντίστοιχη σταθερή πολιτική συγκέντρωσης δυνάμεων ικανών να αναμετρώνται νικηφόρα με την νεοσυντηρητική λαίλαπα.
Και πρέπει να το πούμε. Οι κοσμοϊστορικής σημασίας εξελίξεις του πολέμου, της πανδημίας και της τριπλής κρίσης (οικονομικής, υγειονομικής, περιβαλλοντικής) έχουν οδηγήσει τις οργανώσεις της μαχόμενης αριστεράς, από το ΚΚΕ ως τη ΛΑΕ, σε αξιοπρόσεκτες προγραμματικές αναπροσαρμογές.
Είναι αυτό το πολιτικό τοπίο που αποκαλύπτει, με ιδιόμορφο τρόπο, ακριβώς και την απαίτηση αλλαγής του. Αυτή η απαίτηση εκφράζει και την επιτακτικότητα μιας άμεσης, στιβαρής και με προοπτική εργατολαϊκής πολιτικής απάντησης στο φόντο των δυσκολιών, του εκνευρισμού και της επιθετικότητας των «κυρίαρχων», των σημερινών αντιφάσεων και αντιθέσεών τους.
Λύση, αλλά πώς και με ποια μέσα;
Μπορεί π.χ. η συνολική πολιτική εικόνα και πραγματικότητα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ των τελευταίων χρόνων να αποτελέσει πηγή έμπνευσης και επανεκκίνησης, ελπιδοφόρο σημείο μαζικής λαϊκής αναφοράς; Στη γνωστή σε όλους κατάσταση στην οποία έχει περιπέσει μπορεί η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να παίξει πειστικά και αποτελεσματικά ένα ελπιδοφόρο ενοποιητικό και προωθητικό ρόλο στο διάσπαρτο κίνημα και στην αναγκαία πολιτική απάντηση;
Η ΛΑΕ επιχείρησε με αυταπάρνηση, «έπαιξε» και έπεσε με γδούπο. Μπορεί από μόνη της να οδηγήσει τα πράγματα ελπιδοφόρα;
Είναι δυνατόν η υφιστάμενη γύρω από τον εαυτό της πολιτική περιστροφή της κάθε, αξιόλογης, κατά τ’ άλλα, οργάνωσης ή πολιτικής κίνησης στο χώρο της ριζοσπαστικής Αριστεράς να οδηγήσει τα πράγματα αλλιώς;
Το ΚΚΕ πιστό στην παράδοση των ΚΚ αυτοπροσδιορίζεται ως πρωτοπορία.
Έστω.
Είναι όμως δυνατόν η όποια πρωτοπορία, που εξ ορισμού και αντικειμενικά είναι κοινωνική μειοψηφία, από μόνη της να προτάξει και να πραγματώσει δημοκρατικές εξελίξεις, δηλαδή εξελίξεις νομιμοποιημένες από την πλειοψηφία των σύγχρονων κολασμένων; Μα αφού δεν έχει μετωπική πολιτική, πώς η πρωτοπορία από εξ ορισμού μειοψηφία θα μετατραπεί στην αναγκαία δημοκρατική πλειοψηφία;
Συνέβη αυτό ποτέ και κάπου;
Τα ΚΚ είτε δια των σοβιέτ, είτε δια των εργατικών συμβουλίων, είτε δια των ενιαίων ή των λαϊκών μετώπων, επέδρασαν μαζικά και καθοριστικά στις πολιτικές εξελίξεις, μόνο τότε και μόνο έτσι.
Υπάρχει περίπτωση, μια στο εκατομμύριο, με αυτά, τα έως τώρα πολιτικά μυαλά και παρά τις γεμάτες αυταπάρνηση προσπάθειες να αντιστραφεί θετικά και συνολικά η φορά των πολιτικών εξελίξεων υπέρ των μεροκαματιάρηδων;
Σε αυτό και γι αυτό το σκοπό λύση δεν είναι η διατήρηση στην ουσία της παλιάς κατάστασης.
Λύση δεν είναι ένας πολιτικός αγωγός, ένα πολιτικό συνεχές ΣΥΡΙΖΑ, ΜΕΡΑ 25 και δυνάμεων – μεμονωμένων όπως διαφαίνεται ή συλλογικά – για μια κυβερνητική διαχείριση με ηγεμόνα το σημερινό οριστικά μεταλλαγμένο ΣΥΡΙΖΑ.
Ούτε είναι λύση μια ΑΝΤΑΡΣΥΑ από εδώ και μια άλλη εκδοχή της από εκεί, διαφορετική έστω.
Στη σημερινή κρίσιμη πολιτική περίοδο η διατήρηση της παλιάς κατάστασης, ακόμη χειρότερα η διεκδίκηση μιας κάποιας εμβαλωματικής διαχείρισής της, ισοδυναμεί με τη βαθύτερη εξουδετέρωση της προοπτικής του εγχειρήματος για την αναγέννηση του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς.
Αντίθετα η προς τα εμπρός σύνθεση και προς τα επάνω προγραμματική υπέρβαση της σημερινής πραγματικότητας αντιστοιχεί στην ανάγκη μιας άμεσης πολιτικής πρότασης ικανής να αναστρέψει τη φορά των πολιτικών εξελίξεων υπέρ της εργατικής πολιτικής και σε βάρος του πολεμικού νεοφιλελευθερισμού.
Αυτό δεν είναι υποκειμενική επιθυμία, αποτελεί αντικειμενική ανάγκη.
Την πρωτοβουλία μιας τέτοιας πολιτικής θα έπρεπε να την αναλάβει το ΚΚΕ.
Στο βαθμό που την αρνείται είναι υπόλογο απέναντι στην εργατική τάξη και το λαό της χώρας.
Έτσι κι αλλιώς το βάρος πέφτει στις συλλογικότητες και τους αγωνιστές που κατανοούν την κρισιμότητα και αναγκαιότητα της περιόδου.
Γι αυτή την προσπάθεια πρέπει στην πράξη να λυθεί θετικά το χρόνιο ζήτημα της σχέσης κομμουνιστών, επαναστατών και μαχόμενων μεταρρυθμιστών.
Λύση φυσικά δεν μπορεί να προκύψει, αν ανασύρουμε από την ιστορία τις δοκιμασμένες και χρεωκοπημένες μεταπολεμικές πολιτικές αλά Γαλλία και Ιταλία, όπου τα ΚΚ τέθηκαν υπό την ασφυκτική ηγεμονία των σοσιαλδημοκρατών και χρεοκόπησαν. Ούτε είναι λύση η προπολεμική πολιτική ότι «οι σοσιαλδημοκράτες είναι το δεξί χέρι του Χίτλερ»[1] που επανέρχεται σε διάφορες σύγχρονες εκδοχές συνοδευόμενες από ένα αντίστοιχο πολιτικό πολιτισμό της παραποίησης των θέσεων του «άλλου», της επιχείρησης να φανώ ψηλός κονταίνοντας τον διπλανό μου.
Κοινή προγραμματική αγωνιστική πορεία για άμεσους τακτικούς φιλολαϊκούς κοινωνικούς και πολιτικούς στόχους και ανοιχτούς ορίζοντες για το μέλλον σε συνδυασμό με την αυτοτελή πολιτική και οργανωτική παρουσία τους, αυτή είναι η βάση της λύσης.
Όλες ανεξαίρετα οι αγωνιζόμενες δυνάμεις και οι ανένταχτοι αριστεροί δίχως a priori αποκλεισμούς, ειδικά οι δυνάμεις που κινούνται στο χώρο διαλόγου και κοινής δράσης της Αριστεράς, έχουμε το Λόγο. Να δούμε πού αστοχήσαμε στην προηγούμενη πορεία, να επιδιώξουμε τις αναγκαίες αναπροσαρμογές τις σύμφωνες με τη νέα κατάσταση και τις μεγάλες κρίσιμες ανακατατάξεις που ωριμάζουν.
Να εκτιμούμε κάθε στιγμή που βρισκόμαστε, να αποφασίσουμε έγκαιρα και τελικά.
Να δώσουμε τη μάχη.
Παραφράζοντας τον Καζαντζάκη, «ν’ αγαπούμε την ευθύνη! Να λέμε εμείς, εμείς μοναχοί μας θα σώσουμε τον κόσμο.
Αν χαθεί, εμείς θα φταίμε»
[1] Αντίληψη που κυριάρχησε στην Τρίτη διεθνή και στα κομμουνιστικά κόμματα από το 1924 ως το 1935 και συνέτεινε στην επέλαση του φασισμού.
kommon.gr