Η στήλη των «απλοϊκών μαθημάτων» έχει, καταρχήν και κυρίως, ψυχαγωγικό στόχο. Η ιδέα είναι να σχολιάζονται κεντρικά θέματα της οικονομίας με τρόπο εύληπτο, ευχάριστο, κατά το δυνατόν έγκυρο και πολύ σύντομο. Άρα, θα μείνει μακριά από ακαδημαϊκότητες και τις αντίστοιχες προδιαγραφές των «πέιπερς». Δεν θα έχει σημειώσεις ούτε αναφορές. Που σημαίνει πως η αναγνώστρια θα πρέπει να έχει εμπιστοσύνη και να θεωρεί δεδομένη την εντιμότητα του γράφοντα. Τα λάθη που μοιραία θα εμφανιστούν δεν θα είναι από πρόθεση.
Σκοπός είναι η αποδόμηση των ορθόδοξων αστικών ερμηνειών, καθώς και η διευκρίνιση των «ανορθόδοξων» επιχειρημάτων. Για εμβάθυνση στις υπό συζήτηση θεματικές προτείνω τα βιβλία:
- Χα-Τζουν Τσανγκ, 23 αλήθειες που δεν μας λένε για τον καπιταλισμό, Καστανιώτη
- Μαριάννα Ματσουκάτο, Το επιχειρηματικό κράτος, Κριτική
- Χρήστος Λάσκος -Ευκλείδης Τσακαλώτος, 22 Πράγματα που μας λένε για την ελληνική κρίση και δεν είναι έτσι, ΚΨΜ
Χρήστος Λάσκος
***
Σε προηγούμενα μαθήματα –το 23ο και το 39ο– αναφέρθηκα στην ταξική διάσταση της κλιματικής καταστροφής και τις τερατώδεις ανισότητες σε βάρος της φτωχής πλειοψηφίας τόσο σε ό,τι αφορά την ευθύνη όσο και αναφορικά με τις επιπτώσεις. Σήμερα θα αναφερθώ στις επιλογές των κυρίαρχων σχετικά με την αντιμετώπισή της.
Ξεκινώ θυμίζοντας πως οι κυρίαρχοι κύκλοι «καθυστέρησαν» να αντιληφθούν τόσο την έκταση όσο και τον επείγοντα χαρακτήρα της περιβαλλοντικής κρίσης, ενώ για πολλές δεκαετίες τα οικολογικά κινήματα –συνδεδεμένα με τμήματα της Νέας Αριστεράς– παρουσιάζονταν ως ανορθολογικές γραφικότητες.
Στην πραγματικότητα, η κυρίαρχη τάση ήταν η ίδια με αυτήν που σήμερα συνεχίζουν να υποστηρίζουν ακροδεξιοί κύκλοι. Η άρχουσα τάξη, άλλωστε, πολλές φορές στην ιστορία εμφανίστηκε εντυπωσιακά ψεκασμένη, όταν αυτό την συνέφερε.
Επί πολύ καιρό, λοιπόν, η βασική της τάση ήταν η άρνηση ή, τουλάχιστον, η ακραία υποτίμηση των αδιάσειστων επιστημονικών δεδομένων πως πηγαίναμε κατά διαόλου. Οι πρώτες, σοβιετικές, δημοσιεύσεις για το ζήτημα έγιναν από τις αρχές του ’60, ενώ ήδη από το ’70 η καθόλου ριζοσπαστική Λέσχη της Ρώμης είχε παρουσιάσει σχετικά πορίσματα, μερικά από τα οποία σήμερα είναι κοινός τόπος. Δεδομένης, όμως, της ισχύος του κυκλώματος των ορυκτών καυσίμων, πρωτογενώς, αλλά και εξαιτίας της σύνδεσης του συνόλου της βιομηχανίας μαζί του, οι «καταστροφολόγοι» έπρεπε να συκοφαντηθούν και να περιθωριοποιηθούν.
Το αστείο είναι πως, μετά τις πρώτες δημοσιεύσεις, τμήμα των σοβιετικών είχε σχεδόν ενθουσιαστεί με την προοπτική της θέρμανσης του πλανήτη, μια και θα έφτιαχνε μια Σιβηρία πολύ πράσινη και παραγωγική: το λιώσιμο των πάγων ως θεάρεστη προσδοκία! Οι δυτικοί απλώς σφύριζαν: βλέποντας και κάνοντας. Άσε που, σύμφωνα με κάποιους, η «αποπαγοποίηση» των πόλων θα έδινε μεγάλες δυνατότητες ευκολότερης «αξιοποίησης» των πιθανών ορυκτών καυσίμων στην επικράτειά τους – για να μη μιλήσουμε για τη διευκόλυνση των θαλάσσιων μεταφορών!
Κάποια στιγμή, για λόγους όχι αναγκαστικά «έντιμους», η άρνηση μετριάστηκε. Από τις αρχές του ’90 μια κάποια «ανησυχία» εκφράστηκε ακόμη και στον καθεστωτικό Τύπο. Άρχισαν, λοιπόν, να προκύπτουν οι πρώτες «δεσμεύσεις» και οι πρώτες «λύσεις».
Με πρώτη πρώτη τη διαμόρφωση αγοράς ρύπων! Με απλά λόγια, κάθε χώρα είχε δικαίωμα στη ρύπανση αντιστρόφως ανάλογο της, μέχρι εκείνη τη στιγμή, συμβολής της στις εκπομπές. Έτσι, η Γαλλία είχε δικαιώματα για Α ρύπους, ενώ η Τανζανία για 4Α, ας πούμε. Αυτό σήμαινε μείωση των γαλλικών ρύπων; Κάθε άλλο. Η Γαλλία μπορούσε να αγοράσει τα τανζανικά δικαιώματα και να συνεχίσει μια χαρά να ρυπαίνει! Φυσικά, η «τιμολόγηση» ήταν στα χέρια των «ανεπτυγμένων» – αυτοί γνώριζαν, αυτοί καθόριζαν.
Η μαγική αόρατος χειρ έκανε τη δουλειά της αποτελεσματικά. Σε βάρος της ανάπτυξης των Αφρικανών, βέβαια, αλλά τι σημασία είχε μπροστά στη συνολική «ευημερία»; Ο αφρικανικός εγωισμός ήταν ανεπίτρεπτος. Στο κάτω κάτω, η Τανζανία κέρδιζε από την συγκεκριμένη αγοραπωλησία!
Φυσικά, η αγορά έκανε, για μια ακόμη φορά, μια τρύπα στο νερό. Η αύξηση της πλανητικής θερμοκρασίας συνεχίζονταν απρόσκοπτη και φτάσαμε σε ένα σημείο, όπου το πράγμα έχει ήδη ξεπεράσει το μη περαιτέρω. Ακόμη και το Νταβός (sic) παραδέχεται πως είμαστε σε μια κατάσταση «οριακή».
Πώς αποτιμάται αυτό; Μα, με τον «επιστημονικότερο» τρόπο, δηλαδή, με την εκτίμηση των οικονομικών επιπτώσεων! Η ελληνική οικονομία, π.χ., θα χάσει προϊόν 700 δισεκατομμυρίων, μέχρι το 2100, αν δεν «γίνει κάτι». Τι; Πράσινη συσσώρευση, βεβαίως. Κερδοφόρος μετασχηματισμός, ένα Green Deal, που θα δώσει νέες ευκαιρίες σε έναν «πράσινο» καπιταλισμό, με την αγορά να δίνει και πάλι τη λύση.
Δεν θα μείνω, στο σημείο αυτό, στο πόσο πράσινη είναι η επιλεγόμενη πολιτική – σπάνιες γαίες, νέες εξορύξεις, εξωφρενικές γεωμηχανικές ονειρώξεις για παρεμβάσεις πλανητικών διαστάσεων, π.χ., στους ωκεανούς,… Ούτε στον κοινωνικό της χαρακτήρα – πόσα παιδιά δουλεύουν, για παράδειγμα, στην Αφρική, στις αναγκαίες εξορύξεις;
Μένω, μόνο, στον «τεχνοκρατικό» τρόπο αντιμετώπισης.
Είναι χαρακτηριστική εδώ η άποψη της κ. Θεοδώρας Αντωνακάκη, διευθύντριας του Κέντρου Κλιματικής Αλλαγής και Βιωσιμότητας της Τράπεζας της Ελλάδος. Κατά τη γνώμη της, λοιπόν, δύο πράγματα επιβάλλονται.
Πρώτον, να μειώσουμε το κόστος της κλιματικής αλλαγής. Σύμφωνα με έγκυρες μελέτες (sic), θα μπορούσαμε, με τα κατάλληλα μέτρα, να πετύχουμε μείωση του κόστους κατά 30%. Γουάου! Τι θα κάναμε, αναλογίζομαι, χωρίς της Τράπεζα της Ελλάδος!
Δεύτερον, θα πρέπει να… προσαρμοστούμε! Πράγμα, που θα μας δώσει και νέες ευκαιρίες! Αν το δούμε σωστά, θα μπορούσαμε να αξιοποιήσουμε τη μελλοντική αύξηση της θερμοκρασίας για να μετατοπίσουμε την τουριστική περίοδο στην άνοιξη και το φθινόπωρο και να αναδείξουμε νέες περιοχές με ψυχρότερο κλίμα σήμερα για τους μήνες του καλοκαιριού! Μπορούμε, λοιπόν, να κονομήσουμε πάλι. Ποια αλλαγή τώρα στο μοντέλο ανάπτυξης και ποια πράσινα –κυριολεκτικά– άλογα.
That’s all!
Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, τι μας περιμένει, αν παραμείνει το πράγμα στα χέρια αυτών των τύπων.
ΥΓ.: Η τοποθέτηση της κ. Αντωνακάκη έγινε κατά τη διάρκεια της τακτικής σαββατιάτικης συνέντευξης με εξέχοντα πρόσωπα, που δημοσιεύουν τα «Νέα», συνοδεύοντάς τη με γεύμα. Στη συγκεκριμένη συνέντευξη, για 2 τσιπούρες, 2 ποτήρια κρασί, 2 γλυκάκια και 1 εσπρέσο, ο λογαριασμός ήταν 185 ευρώ. Ποιο να ήταν, άραγε, το οικολογικό αποτύπωμα αυτής της επίδειξης επιβαλλόμενης λιτότητας;
rednblack.gr