Η νέα εποχή της μετάλλαξής του από αριστερό σε φιλελεύθερο δημοκρατικό κόμμα που ανοίγει στον ΣΥΡΙΖΑ, μαρτυρά ίσως την καταλυτική πράξη για μία σειρά από αριστερά και πρώην κομμουνιστικά κόμματα στην Ευρώπη, που στα πρότυπα του πρόδρομου στην πορεία τούτη Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (PCI) επιζήτησαν την «ανανέωσή» τους (ιδεολογική, λειτουργική και πολιτική). Μία φιλοδοξία που όμως, καθώς άλλαξε τον στόχο στη διεκδίκηση της εκλογικής νίκης αντί για τις πολιτικές διεκδικήσεις, τα έφερε να μετατραπούν κι αυτά σε απλά αστικά κόμματα και να διαχειρίζονται (και γιατί όχι όπως κάνουν οι επίγονοί τους -βλέπε ιταλικό Pd- να υπηρετούν) το κρατούν μοντέλο παραγωγής και κοινωνικής αναπαραγωγής του. Αυτή ακριβώς η ιστορία του ΙΚΚ και της ουσιαστικής μετάλλαξής του είναι ιδιαίτερα σημαντική για να αντιληφθούμε την πορεία που ακολουθεί ένα αριστερό κόμμα στον μετασχηματισμό του σε αστικό.
Αγκαλά και η γενέθλιος ημερομηνία της ουσιαστικής αλλαγής του ΙΚΚ θεωρείται η επιλεγόμενη (όπως είχαμε ξαναγράψει εδώ) «Στροφή της Μπολονίνα», μετά την Πτώση του Τείχους το 1989, με αυτουργό τον Ακίλε Οκέτο, την απαρχή της ίσως θα έπρεπε να την αναζητήσουμε ακόμη παλαιότερα. Γιατί ο τότε ΓΓ του PCI ουσιαστικά ριζοσπαστικοποιούσε το εγχείρημα του ιστορικού προκατόχου του Ενρίκο Μπερλινγκουέρ για την αλλαγή τρόπου δράσης για την κατάληψη της εξουσίας, μέσα ακόμη και από συμμαχίες με τους ταξικούς αντιπάλους. Το 1973, αμέσως μετά το πραξικόπημα στη Χιλή και με ξέπνοα ήδη τα μεγάλα επαναστατικά ή κοινωνικά-σπουδαστικά κινήματα του ‘60, ο Μπερλινγκουέρ συνέλαβε και προώθησε το δόγμα του Ευρωκομμουνισμού και τη στρατηγική του «ιστορικού συμβιβασμού» για τη συνδιαχείριση της εξουσίας με τους Χριστιανοδημοκράτες.
Μία τακτική που κι εκείνη έχει την προϊστορία της και πάλι την επαύριο ενός κοσμοϊστορικού γεγονότος, το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στην πρώτη πράξη του ιταλικού «ρεφορμισμού» το 50 Συνέδριο του 1946. Εκεί, όπου ο Παλμίρο Τολιάτι επέλεξε, όχι άλλη μία ένοπλη σύγκρουση όπως στην Ελλάδα ανάμεσα στις δυνάμεις της Αντίστασης και το υπό αμερικανική κηδεμονία κράτος, αλλά τη συμπόρευση του λεγόμενου «τρίτου δρόμου προς τον Σοσιαλισμό», που περνά μέσα από τον κοινοβουλευτισμό.
Πιστός στην «παράδοση» της μεταμόρφωσης και του ρεφορμισμού του Κόμματος απέναντι στις μεγάλες κοινωνικο-πολιτικές αλλαγές, με στόχο πάντα την εκλογική νίκη, ο Οκέτο αντιμέτωπος με τον θρίαμβο του Ριγκανισμού/Θατσερισμού, την άνοδο των απολίτικων κομμάτων στην πρώην Ανατολική Ευρώπη, επιτάχυνε την μεταλλαγή του κόμματος. Το 1991, 70 χρόνια μετά την ίδρυσή του στο συνέδριο του Λιβόρνο , το PCI έδωσε τη θέση του σε ένα νέο πολιτικό και κομματικό υποκείμενο το «Δημοκρατικό Κόμμα της Αριστερά»” (PDS), με ταυτόχρονη αλλαγή συμβόλου: το σύμπλεγμα της κομμουνιστικής σημαίας με την ιταλική στριμώχθηκε στη βάση μίας δρυός.
Ωστόσο, η ίδρυση του PDS συνέπεσε με την έκρηξη των πολιτικο-οικονομικών σκανδάλων που οδήγησαν στη δικαστική επιχείρηση «Καθαρά Χέρια», που διέλυσαν τη μεταπολεμική πολιτική σκηνή και οδήγησαν στην ανάδυση του φαινομένου Μπερλουσκόνι. Οι μαγματικές διεργασίες των χρόνων εκείνων και η ραγδαία εγκατάλειψη της ιδεολογικής παράδοσης του ΙΚΚ, οδήγησαν το νέο κόμμα στο σχίσμα. Το 1993 γεννιέται από τα στελέχη του PCI που δεν εντάχθηκαν στο PDS η Κομμουνιστική Ανανέωση (Rifondazione Comunista). H ιδεολογική αποξένωση από την ευρύτερη αριστερή βάση της κοινωνίας θα στοιχίσει την οικτρή ήττα στις εκλογές του 1994, που κατέληξε στην πρώτη κυβέρνηση του Σίλβιο Μπερλουσκόνι.
Ο Οκέτο θα παραιτηθεί και μετά την εσωκομματική αναμέτρηση ανάμεσα στον πιο «παραδοσιακό» Μάσιμο Ντ’ Αλέμα και τον «φιλοαμερικανό» Βάλτερ Βελτρόνι, ο πρώτος θα αναλάβει τη ΓΓ του κόμματος, αναλαμβάνοντας να το μεταμορφώσει ακόμη περισσότερο, ώστε να γίνει πιο εκλογικά ελκυστικό. Το αποτέλεσμα ήταν η διεύρυνση του κομματικού δυναμικού και με στελέχη από άλλες, ακόμη και ιδεολογικά αντίθετες παρατάξεις. Αυτό οδήγησε στη δημιουργία του πόλου της «Ελιάς» (Ulivo), μίας εκλογικής συμμαχίας που συγκέρασε κόμματα της κεντροδεξιάς (όπως το ΡΡΙ) και ευρωπαϊστές. Αποκορύφωμα της πολυσυλλεκτικότητας αυτής ήταν η τοποθέτηση του πρώην Χριστιανοδημοκράτη Ρομάνο Πρόντι στην κεφαλή της: η νίκη στις εκλογές του 1996 δικαίωσε το πολιτικό άνοιγμα και σε μη ομοειδείς ιδεολογικά σχηματισμούς και έφερε για πρώτη φορά έναν επίγονο του PCI στην εξουσία.
Μόνο που η επιτυχία αυτή δεν περιόρισε την περαιτέρω μεταλλαγή του κόμματος: το 1998 το κόμμα κάνει άλλη μία «ποιοτική» στροφή. Ο Ντ’ Αλέμα καταργεί ολοκληρωτικά από το σήμα κάθε σύμβολο που θυμίζει το κομμουνιστικό παρελθόν και ανοίγονται ακόμη περισσότερες συμμαχίες από τον χώρο της κεντροδεξιάς. Γεννιούνται οι «Δημοκρατικοί της Αριστεράς» (Democratici di Sinistra) με ΓΓ τον Βάλτερ Βελτρόνι, έως το 2001. Η ήττα του Ulivo, με υποψήφιο τον Φραντσέσκο Ρουτέλι (πολιτικό που έχει περάσει από όλο το κομματικό φάσμα για να καταλήξει στην κεντροδεξιά) οδηγεί και στην αλλαγή της ηγεσίας. Από το 2001 έως το 2007 γραμματέας θα είναι ο Πιέτρο Φασίνα, αλλά με τον Βελτρόνι να κινεί τα νήματα ενός πολιτεύεσθαι που όλο και περισσότερο θα ρέπει στον πλήρη ευρωατλαντισμό, ως αντίβαρο ενός Μπερλουσκόνι (και της συμμαχίας του με την ξενοφοβική Λέγκα του Βορρά και τη νεοφασιστική Alleanza Naziona) που τηρεί μία συγκρουσιακή πολλές φορές σχέση με την Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ (σε θέματα όπως η προσέγγιση με τη Ρωσία ή τη Λιβύη).
Η δύσκολη πορεία της δεύτερης κυβέρνησης Πρόντι και ο συγκρουσιακός διπολισμός κεντροδεξιάς-κεντροαριστεράς, αυξάνει όλο και περισσότερο την ανάγκη πρόσληψης και νέων υποκειμένων από τον αντίπαλο χώρο. Έτσι, με πρωτοβουλία του Βελτρόνι και της «Μαργαρίτας» του Ρουτέλι (στην οποία είχαν προσχωρήσει πολλά στελέχη της πρώην Χριστιανοδημοκρατίας) ιδρύεται το 2007 το σημερινό Δημοκρατικό Κόμμα (Pd). Ένα κόμμα που αμέσως φανερώνει τη δυσκολία να συγκεράσει με πειστικό τρόπο και ένα ενιαίο πρόγραμμα τις ιδεολογικές διαφορές των κομμάτων και παρατάξεων που το συνθέτουν και την κινητικότητά τους εντός κι εκτός του κοινού χώρου. Μέσα σε 15 χρόνια το Pd έχει αλλάξει 10 ΓΓ και φυσικά φυσιογνωμία. Από τον Βελτρόνι το 2009 παίρνει τη σκυτάλη για μερικούς μήνες ο πρώην Χριστιανοδημοκράτης και υπουργός σε πολλές κυβερνήσεις του Pd Nτάριο Φραντσκεσκίνι. Στη συνέχεια, από τον Νοέμβριο του 2009 μέχρι το 2013 ΓΓ είναι ο περισσότερο «παραδοσιακός» στην κομματική μηχανή Πιερ Λουΐτζι Μπερσάνι, τον οποίο διαδέχεται τον Μάιο του 2013 για επίσης πολύ βραχύ διάστημα ο Γκουλιέλμο Επιφάνι.
Όμως την πλήρη ρεφορμιστική τροπή του το Pd την παίρνει από τον Δεκέμβριο του 2013 έως τον Φεβρουάριο του 2017 με την ανάδυση του rottamatore (αποσυρτή) πρώην Χριστιανοδημοκράτη και μοιραίου για το ίδιο Ματέο Ρέντσι, που στην πρώτη περίοδο της θητείας του (έως τον Φεβρουάριο του 2017), αλλά και μετά το μικρό διάστημα του Ματέο Ορφίνι και στη β’ φάση της (Μάιος 2017-Μάρτιος 2018) ανοίγει το κόμμα σε ακόμη περισσότερο νεοφιλελεύθερης κοπής κομματικά στοιχεία. Ενώ παράλληλα, ακολουθεί πολιτικές απόλυτα συνδεδεμένες με την πολιτική των Βρυξελλών -όπως την απορρύθμιση του εργασιακού νόμου (Jobs Act) ή την απαράδεκτη κι επικίνδυνη έμπρακτη πρακτική μαθητών στον επαγγελματικό προσανατολισμό -που ακόμη στοιχίζει σε ζωές- ή στο ΝΑΤΟ (το έκτοτε αέναο θέμα της αγοράς των F-35).
Η μακιαβελική πολιτική του Ματέο Ρέντσι οδηγεί το κόμμα σε νέο σχίσμα: ο ίδιος παίρνει τα πιστά του στελέχη και ιδρύει, ενώ συμμετέχει στον ευρύ κύκλο του Pd την κεντρώα τάση της Italia Viva, ενώ στη ΓΓ τον διαδέχεται ο Μαουρίτσιο Μαρτίνα. Τον Μάρτιο του 2019 έως το 2021 έρχεται η σειρά του Νικόλα Τζινγκαρέτι, ενώ τον Μάρτιο του 2021 τον διαδέχεται ο Ενρίκο Λέτα. Ο εκλεκτός των Βρυξελλών πρώην Χριστιανοδημοκράτης Λέτα, που επρόκειτο να έχει τη θέση που με δόλιο τρόπο του υπέκλεψε ο Ρέντσι το 2013 (με το γνωστό «μείνε ήσυχος Ενρίκο» να έχει μείνει ιστορικό) ήταν και ο κύριος υποστηρικτής της κυβέρνησης του δοτού πρωθυπουργού Μάριο Ντράγκι και διαπρύσιος υπέρμαχος του πολέμου της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ κατά της Ρωσίας διαμέσου της σύρραξης στην Ουκρανία.
Από τον Φεβρουάριο του 2023 αντικαταστάτης του Λέτα είναι η Έλι Σλάιν, Ιταλοαμερικάνα, γεννημένη στην Ελβετία και δεδηλωμένη ΛΟΑΤΚΙ+, που εξελέγη γιατί υποσχόταν ότι θα προσπαθούσε να ξαναφέρει το κόμμα στις ιστορικές του βάσεις. Βέβαια, ως σήμερα η Σλάιν ακολουθεί την ίδια πολιτική γραμμή του Λέτα ως προς το Ουκρανικό, ενώ οι πρόσφατες περιφερειακές και δημοτικές εκλογές και τα αρνητικά τους αποτελέσματα για το κόμμα, απεκάλυψαν ότι το Pd, έστω κι εάν αποτελεί το πιο σημαντικό αντίπαλο δέος στην κυβέρνηση της νεοφασίστριας Τζόρτζια Μελόνι, εξακολουθεί να μην έχει πειστική απήχηση σε ολόκληρη τη χώρα, αλλά και στη δική της εκλογική βάση αναφοράς.
Από την εποχή του Pds, των DS, στο Pd, η πολιτική που ακολουθεί το μεταλλαγμένο PCI μοιάζει να επαληθεύει τον Αμερικανό πολιτολόγο Χένρι Ντράκερ, με τη «δημοκρατικο-ρεφορμιστική» ψυχή του -που αποβλέπει στη διακυβέρνηση της χώρας συνολικά, χρησιμοποιώντας μέσα που συνδυάζουν, λιγότερο ή περισσότερο ανάλογα, τις αντιθετικές επιλογές της σχέσης «κράτος-αγορά» να επιβάλλεται πάνω στις άλλες δύο πιο κοινωνικού χαρακτήρα. Την μαρξιστικού υπόβαθρου «ηθική» ψυχή, που στοχεύει στην προστασία των αδυνάμων, των δικαιωμάτων, προωθεί την ισότητα και τη «σοσιαλδημοκρατική-Labourist» ψυχή, που πρώτιστα απευθύνεται στην εργατική εκλογική του βάση και μέσα στην ιστορική -πολιτική της ανάπτυξη περιλαμβάνει και τις υπόλοιπες τάξεις μέσα από την διεύρυνση του κράτους πρόνοιας.
Το Δημοκρατικό Κόμμα είναι τέκνο της μεταψυχροπολεμικής εποχής, με την πολιτική-πολιτιστική μεταλλαγή πολλών από τους κληρονόμους του PCI να έχει οδηγήσει πολλά από τα μέλη του να ασπαστούν τα πολιτικοοικονομικά δόγματα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, να στραφούν προς τις αστικές ελίτ και τις επαγγελματικές τάξεις Από το 1994 ίσαμε τις ημέρες μας, τα μορφώματα που διαδέχθηκαν το ΙΚΚ έχουν ορατά εγκαταλείψει ακόμη και τη σοσιαλδημοκρατίζουσα τάση που είχε δειλά στην αρχή εισαγάγει ο Τολιάτι -στις συμφωνίες του για την εργατική ειρήνη και μετά στις αποστάσεις που τήρησε με το ΚΚΣΕ μετά την εισβολή στην Ουγγαρία το 1956- και επεξέτειναν οι Λουΐτζι Λόνγκο και Ε. Μπερλινγκουέρ, με αποκορύφωμα το Καθεστώς των Εργατών ή του ιταλικού ΕΣΥ το 1978.
Αντίθετα έχει να επιδείξει συμπεριφορές που ομολογουμένως θα ταίριαζαν στους αντιπάλους του: από τη συναίνεση του Ντ’ Αλέμα στον βομβαρδισμό της Λιβύης, τη σκληρή μεταναστευτική πολιτική του υπουργού Εσωτερικών του Pd Μινίτι για τα κλειστά λιμάνια στο μεταναστευτικό, το Jobs Act του Ρέντσι, τη στήριξη του Λέτα στην πολιτική λιτότητας και εργασιακής απορρύθμισης του Μάριο Ντράγκι, τη συναίνεση της Σλάιν στο Ουκρανικό. Όπως τόνιζε στο βιβλίο του Metamorfosi ο Λουτσάνο Κάνφορα (γραμμένο ακριβώς για τις μεταλλάξεις της Αριστεράς στην Ιταλία) το Pd και οι πρόδρομοί του υπέστησαν ένα είδος «ανθρωπικής μετάλλαξης»: από τον λαό πέρασαν στις ελίτ, από την πολιτική της συμπερίληψης στο πνεύμα της κάστας, από την ηγεσία που προερχόταν από διαφορετικές τάξεις και υπόβαθρα σε έναν κομματικό μηχανισμό που αναπαράγει τον εαυτό του: «Με όλες τις άλλες ιδανικές προοπτικές να έχουν εξαλειφθεί, τους απέμεινε μόνο ο ευρωπαϊσμός, που στην καλύτερη περίπτωση είναι αυταπάτη, στη χειρότερη μια σοβαρή ανακρίβεια», τονίζει ο βαθύπειρος και διορατικός τούτος στοχαστής για τη «γονιδιακή μετάλλαξη» της ιταλικής αριστεράς.
Ιδού ποιος είναι ο λόγος που πλέον τα εργατικά και λαϊκά προπύργια της κλασικής αριστεράς έχουν αρχίσει να αλλάζουν στρατόπεδο. Πόλεις όπως η Σιένα, η Γένοβα και η Πίζα έχουν εκλέξει κεντροδεξιούς δημάρχους και ακόμη και το «ιταλικό Στάλινγκραντ», το εργατικό προάστιο του Σέστο Σαν Τζιοβάνι στο Μιλάνο, έχει περάσει πια στη Λέγκα.
Μεταλλασσόμενη, η ιταλική αριστερά θα χάσει πολλά σημεία αναφοράς τα οποία, είτε τα μοιράζονταν, είτε όχι το ευρύ κοινό, της εξασφάλιζαν εσωτερική συνοχή και οργανικότητα: η υπεράσπιση των εργασιακών δικαιωμάτων, η υπεράσπιση του Συντάγματος, που η ίδια είχε συμβάλλει ώστε να έχει την προοδευτική δομή του, αλλά και ο βαθύς παιδαγωγικός και πολιτιστικός ρόλος που είχε μέσα στην κοινωνία. Η αλλαγή πολιτικής φοράς, έφερε μαζί του και την εστίαση σε ζητήματα της μόδας, που συνήθως γεννιούνται μέσα στις αποκλίσεις της ίδιας της φιλελεύθερης καταναλωτικής (και ιδεολογικά) πρακτικής: όπως ο περιβαλλοντισμός, ο light ή μονόπλευρος φιλειρηνισμός, τα πολιτικά δικαιώματα αντί για να δίνεται ώθηση στα πραγματικά κοινωνικά και εργασιακά δικαιώματα.
Η κάποτε λαϊκή και εθνική αριστερά έγινε ατομικιστική και σταδιακά χάθηκε ακόμη και το μεταρρυθμιστικό της πνεύμα. Το παραδοσιακό εκλογικό της σώμα άρχισε να ρευστοποιείται, να γίνεται πιο εύπλαστο ιδεολογικά και συμπεριφορικά, με αποτέλεσμα εύκολα να περνά στο αντίπαλο στρατόπεδο. Και κυρίως να πέφτουν θύματα του λαϊκισμού, από τον οποίον (βλέπε ΣΥΡΙΖΑ και Podemos στην Ισπανία) δεν γλίτωνε ούτε και η ίδια η Αριστερά. Με αποτέλεσμα σε τούτον τον απολιτικό «διπολισμό» (καλό-κακό, δίκαιο-άδικο) να γιγαντώνεται η «άγνοια» και να ευνοείται η ιδεολογική «μετεγκατάσταση» στη λάθος πλευρά της Ιστορίας.
Η μετάλλαξη που επεδίωξε το PCI και ακολούθησε και σε μεγάλο βαθμό και η Αριστερά αλλού ήταν η σπουδή να ανταποκριθεί, εκλογικά μάλλον, στις αλλαγές να προσαρμοστεί πολύ γρήγορα σε αυτές, χάνοντας το κίνητρο να κρίνει, ακόμη και να αμφισβητήσει τον εαυτό της. Κυρίως η ιταλική αριστερά πριν χάσει τους στόχους του πολιτικού της έργου, έχασε τα μέσα: δηλαδή το ερέθισμα να αναλύει κριτικά τα τρέχοντα γεγονότα, την πραγματικότητα και τα πολιτικά και θεσμικά συστήματα και να μεσολαβεί σε μια περίπλοκη μελέτη του πλαισίου αναφοράς με βάση τις δικές του ιδεολογικές προτεραιότητες.
Τα κόμματα που ξεπήδησαν από το PCI, ήσαν και είναι κόμματα που επιλέγουν την εκλογική επιτυχία από τον κοινωνικό και πολιτικό αγώνα κι ως εκ τούτου μεταλλάσσονται σε ακόμη έναν διαχειριστή του υπάρχοντος παραγωγικού μοντέλου και της κοινωνικής αναπαραγωγής -με ίσως λίγο περισσότερες διορθωτικές ευαισθησίες στην εξέλιξη των εσωτερικών σχέσεων στην κοινωνία των πολιτών (βλέπε δικαιωματισμό), τις οποίες ενδέχεται να μεταρρυθμίσουν έτι γρηγορότερα από ένα δεξιό κόμμα. Ωστόσο, έχοντας και τον συνδικαλιστικό έλεγχο, στο επίπεδο της αλλαγής του πολιτικο-οικονομικού μοντέλου, αυτά τα κόμματα αποδείχθηκαν οι καταλύτες για την επιτάχυνση της νεοφιλελευθεροποίησης και των ιδιωτικοποιήσεων (όπως αποδείχθηκε με τη νίκη της Ελιάς στην Ιταλία).
Το γεγονός ότι από κόμμα της απόλυτης αντιπολίτευσης -όχι απλώς της κοινοβουλευτικής- που διεκδικούσε την εξουσία με όρους αλλαγής -κι όχι απλώς εναλλαγής στην κυβέρνηση- τα κόμματα αυτά έχασαν την ουσιαστική επαφή με τις αρχές και την ιστορία τους, τους καταστατικούς τους στόχους και την επαφή με τα ζωτικά γάγγλια της βάσης τους, χάνοντας παράλληλα και την πειθώ τους. Η μόνη διέξοδος ήταν ο λαϊκισμός και η επιλογή ενός αρχηγού-εικόνα, κατά τα πρότυπα της αμερικανικής πολιτικής.
/kosmodromio.gr