Οι φετινές δημοτικές εκλογές γίνονται σε μια κατάσταση κοινωνικής και οικονομικής κρίσης πολύ χειρότερης, πολύ πιο βαθιάς και πολύ πιο καταστροφικής από αυτήν που ξέσπασε πριν δεκατρία χρόνια και εκφράστηκε, τότε, με την έναρξη της επιβολής των μνημονίων – της λεγόμενης «δημοσιονομικής προσαρμογής», σχεδιασμένης για την εσαεί, πλέον, αφαίμαξη μέχρι και της τελευταίας ρανίδας του αίματος όλο και πιο πλατειών λαϊκών στρωμάτων. Μια κρίση που ακουμπά όλες τις πτυχές της κοινωνικής οργάνωσης μέσα στην οποία ζούμε και απλώνεται από την ραγδαία φτωχοποίηση όλο και πιο πολλών, μέχρι την ανθρωπογενή (προϊόν των πολιτικών της κυρίαρχης εξουσίας και όχι της κλιματικής αλλαγής-αν και αυτή, επίσης, ανθρωπογενής) καταστροφή του περιβάλλοντος και της ζωής με τις πυρκαγιές και τις πλημμύρες σε όλη τη χώρα. Από την ιδιωτικοποίηση των πάντων και την απορρύθμιση και ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας μέχρι τα εγκλήματα του «επιτελικού κράτους» του Μητσοτάκη στα Τέμπη και στην Πύλο. Με τις δολοφονίες, τη μια πίσω από την άλλη, όπως αυτή του Αντώνη Καρυώτη, του Κώστα Φραγκούλη, του Νίκου Σαμπάνη, του πακιστανού εργάτη Σιζάρ Σαφτάρ και πολλών άλλων και με τις γυναικοκτονίες να έχουν γίνει σχεδόν καθημερινές – προϊόντα μιας ανεξέλεγκτης αστυνομικής βίας, θεσμικού και διάχυτου στην κοινωνία ρατσισμού και μιας όλο και πιο βίαιης πατριαρχίας. Και με τα ποικίλα ακροδεξιά και νεοναζιστικά υποκατάστατα της Χρυσής Αυγής να σηκώνουν πάλι κεφάλι.
Θόδωρος Μεγαλοοικονόμου, υποψήφιος με την Ανατρεπτική Συμμαχία για την Αθήνα και μέλος της Αντικαπιταλιστικής Ανατροπής στην Αθήνα
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (23-24.09.23)
Ο «Μεγάλος Περίπατος» της δημοτικής αρχής Κ. Μπακογιάννη συνίσταται, όλα αυτά τα χρόνια, από αυτές ακριβώς τις πολιτικές οικονομικής και περιβαλλοντικής λεηλασίας μέσα από τις οποίες έχουν τα πάντα, μέσα στην πόλη, παραδοθεί στα ημέτερα ιδιωτικά συμφέροντα, τα οποία έχουν με γοργούς ρυθμούς μεταλλάξει τους όποιους χώρους ζωής, γειτονιάς, κατοικίας, σε κοινωνικά, αλλά και κυριολεκτικά, ερείπια – χώρους αβίωτους για τους κατοίκους, με όλο και πιο μεγάλες εκτάσεις του αστικού ιστού, χώρους πρασίνου, πάρκα, πλατείες, να παραδίδονται στις πολιτικές της τουριστικοποίησης. Σε έμπρακτη, δηλαδή, υλοποίηση του ρόλου που ήταν προαποφασισμένο να παίξει αυτή η χώρα ως μέλος της ΕΕ, όταν λεγόταν ανοικτά, ήδη από τη δεκαετία του 70, όταν η Ελλάδα επρόκειτο να γίνει δεκτή στην τότε ΕΟΚ για το ρόλο της ως του «ανατολικού συνόρου» της Ευρώπης (το βλέπουμε τώρα στο «Προσφυγικό») και με οικονομικό μέλλον τον «τομέα των υπηρεσιών» (τουρισμός).
Η «πίσω αυλή», για την οποία μιλάμε ως Αντικαπιταλιστική Ανατροπή στην Αθήνα, γίνεται όλο και πιο μεγάλη και όσο και πιο ορατή, δύσκολο πια να κρυφτεί από το τουριστικό βλέμμα. Κι΄ ακόμα πιο μεγάλο έχει γίνει το «πιο πίσω μέρος» της «πίσω αυλής», οι άστεγοι, οι τοξικοεξαρτημένοι, οι πρόσφυγες που έχουν μείνει στο δρόμο. Όλες οι πρωτεύουσες και οι μεγάλες πόλεις της καπιταλιστικής Ευρώπης σφύζουν από άστεγους όλων των ειδών. Επιβεβαιώνοντας αυτό που έλεγε ο Zygmunt Bauman ότι για την παραγωγή και την αναπαραγωγή της εκάστοτε «κοινωνικής τάξης»: «κάθε μοντέλο τάξης είναι επιλεκτικό και απαιτεί την αποκοπή, το ψαλίδισμα, τον διαχωρισμό, ή την εκτομή των μερών εκείνων της ανθρώπινης πρώτης ύλης που είναι ακατάλληλα για τη νέα τάξη: που δεν μπορούν ή δεν τους επιτρέπεται να στριμωχτούν σε κάποια γωνίτσα της. Στην άλλη άκρη της ταξιθετικής αλυσίδας τα μέρη αυτά προβάλουν ως “απόβλητα”, διακριτά από τα “χρήσιμα”, καθότι σκόπιμα προϊόντα».
Η Αθήνα του Μπακογιάννη είναι από τις πρώτες στη Ευρώπη σε άστεγους στο δρόμο – χώρια αυτοί, οι αόρατοι, οι ακόμα πιο πολλοί, που διαμένουν σε ακατάλληλα σπίτια, χωρίς ηλεκτρικό νερό κλπ. Πολλοί είναι άτομα με προβλήματα ψυχικής υγείας που το κυρίαρχο ψυχιατρικό σύστημα, κατασταλτικό και ταυτόχρονα υποστελεχωμένο, τους πετάει στο δρόμο. Όλο και πιο πολλοί είναι οι τοξικοεξαρτημένοι, με τη χρήση τοξικών ουσιών να έχει γεωμετρικά πολλαπλασιαστεί ως μόνη καταφυγή απέναντι στο αβίωτο της ζωής και σ΄ ένα μέλλον, ιδιαίτερα για τη νεολαία, που είναι όλο και πιο κλειστό, ή που «ανοίγει» γεμάτο μαυρίλα και απειλητικό. Χωρίς καμιά πρόσβαση στα υπό κατάρρευση προγράμματα απεξάρτησης, στεγνά ή με υποκατάστατα – ανέκαθεν επιλεκτικά και απόμακρα από την πολυπλοκότητα των προβλημάτων του τοξικοεξαρτημένου. Και με όλο πιο πολλούς που καταλήγουν στο δρόμο μετά από πλειστηριασμούς, από τράπεζες και funds, όταν δεν βρίσκουν εναλλακτικές ούτε για προσωρινή φιλοξενία. Η μόνη απάντηση της δημοτικής αρχή Μπακογιάννη σ΄ αυτό το πολυδιάστατο και διαρκώς διογκούμενο από τις πολιτικές της κυβέρνησης και της δημοτικής αρχής πρόβλημα της αστεγίας, ήταν το «Πολυδύναμο Κέντρο Αστέγων» στην πλατεία Βάθη, υποστελεχωμένο, συνωστισμένο, επιλεκτικό, με αυταρχική διαχείριση, μια γιγαντοδομή που έγινε για διαχειριστικούς λόγους (εν μέσω πανδημίας) και όχι για απάντηση στο πρόβλημα. Είναι τέτοιες δομές, με αυτό τον τρόπο λειτουργίας, που κάνουν πολλούς άστεγους να μη θέλουν μια τέτοια «στέγη», και να χαρακτηρίζεται αυτή η άρνησή τους από τον εκάστοτε Μπακογιάννη και τους γύρω του, ως «επιλογή του άστεγου», ως «επιθυμία» του να μένει στο δρόμο.
Τελευταία, η κατάσταση στο λεγόμενο «Πολυδύναμο Κέντρο» έχει ξεφύγει σε βαθμό που να έχει καταστεί κυριολεκτικά αβίωτη: όλο το κτίριο είναι γεμάτο κοριούς, το υπνωτήριο, καθώς λέγεται ότι από εδώ ξεκίνησαν οι κοριοί, έχει αδειάσει και οι εκεί διαμένοντες έχουν μεταφερθεί στο μέρος του συγκροτήματος που ονομάζεται ξενώνας, δημιουργώντας έναν χωρίς προηγούμενο συνωστισμό, και εδώ με πλήθος κοριών, συχνά με κλειδωμένες πόρτες (με ό,τι κίνδυνο αυτό εγκυμονεί, από πυρκαγιά ή όποιο άλλο ατύχημα), με όλο και πιο συχνούς θανάτους των διαμενόντων στη δομή, που, με πληθώρα παθολογικών προβλημάτων, αφήνονται αβοήθητοι, χωρίς καμιά ιατρική φροντίδα, μέχρι να πεθάνουν.
Πρόσφατα ο Μπακογιάννης ζητούσε επίμονα για όλα αυτά περισσότερη «δημόσια τάξη», περισσότερη αστυνομία, και όχι, φυσικά, περισσότερες υπηρεσίες υγείας, απεξάρτησης κλπ.
Όσο για τους εξαρτημένους, η δημοτική αρχή, που «φιλοξενεί» κάποιους πολύ λίγους σ΄ ένα ξενοδοχείο, με ελάχιστο προσωπικό και πυροδοτώντας μια «πιάτσα» στα πέριξ, έχει, από κοινού με το υπουργείο Υγείας ως κύρια πολιτική, αφενός, τους «χώρους ελεγχόμενης χρήσης» (όπου εκεί, ή και στο δρόμο, μοιράζουν καθαρή σύριγγα για να πάρει κανείς τη δόση του) και, αφετέρου, κυρίως τις «επιχειρήσεις σκούπα» της αστυνομίας, μεταφέροντας με κλούβες τους εξαρτημένους από εδώ και εκεί στην προσπάθεια της να «καθαρίσει» την πόλη από τα ανθρώπινα κουφάρια που αυτή δημιούργησε. Δεν είναι τυχαίο ότι πρόσφατα ο Μπακογιάννης ζητούσε επίμονα για όλα αυτά περισσότερη «δημόσια τάξη», περισσότερη αστυνομία, και όχι, φυσικά, περισσότερες υπηρεσίες υγείας, απεξάρτησης κλπ. «Σκούπες» για τους τοξικομανείς, αλλά πλήρης ασυλία για τους μεγιστάνες του ναρκεμπορίου, υψηλά ιστάμενους, με κουμπαριές με την κυρίαρχη εξουσία κλπ. Με όλες τις κοινωνικές υπηρεσίες του Δήμου δραματικά υποστελεχωμένες, τα δημοτικά ιατρεία ως ομοιώματα ιατρείων, με απλώς διαχειριστική την διανομή κάποιων τροφίμων, στο Σταθμό Λαρίσης πλέον – να κάθεσαι στην ουρά, με καρτέλα και ανάλογα με την κατηγοριοποίηση που σου έχει γίνει, προκειμένου να κρίνεται πόσα μακαρόνια και πόσο ρύζι δικαιούσαι…
Επειδή το θέμα με την αντιμετώπιση πλατειών κοινωνικών στρωμάτων ως «απόβλητων», όλων αυτών που οι ναζί αποκαλούσαν «άδειες φλούδες», είναι διαχρονικό, είναι σημαντικό να το δούμε και να το αντιμετωπίσουμε στις ρίζες του. Στην ανταγωνιστικά διαρθρωμένη κοινωνική οργάνωση, στον καπιταλισμό, στον οποίο, σύμφωνα με τον Μαρξ, η ελευθερία δεν έπαψε ποτέ να θεωρείται σαν… «το δικαίωμα να κάνει κανείς οτιδήποτε δεν βλάπτει τον άλλο. Τα όρια μέσα στα οποία μπορεί κανείς να κινηθεί, δίχως να βλάψει τον άλλο, είναι καθορισμένα από το νόμο, όπως ακριβώς τα όρια δύο στρατοπέδων προσδιορίζονται από έναν πασσαλίσκο. Πρόκειται για την ελευθερία του ανθρώπου σαν απομονωμένης μονάδας, κλεισμένης στον εαυτό της… Το δικαίωμα του ανθρώπου, η ελευθερία, δεν επαφίεται στις σχέσεις του με τον άνθρωπο, αλλά μάλλον στον χωρισμό του ανθρώπου από τον άνθρωπο. Είναι το δικαίωμα αυτού του χωρισμού, το δικαίωμα του ανθρώπου που αρκείται στον εαυτό του»… «Η πρακτική εφαρμογή του δικαιώματος της ελευθερίας είναι το δικαίωμα της ατομικής ιδιοκτησίας»… που «είναι το δικαίωμα του εγωισμού… Κάνει τον άνθρωπο να βλέπει στον άνθρωπο όχι την πραγματοποίηση, αλλά μάλλον τον περιορισμό της ελευθερίας του».
Είναι σημαντικό, λοιπόν, να θέσουμε στην πρώτη γραμμή των διεκδικήσεων μας, μεταξύ των άλλων, την έμπρακτη εξασφάλιση του δικαιώματος στην κατοικία για όλους και όλες. (με χρησιμοποίηση των πάρα πολλών άδειων σπιτιών, με επιδότηση ενοικίου κλπ). Στήριξη διαρκείας στα άτομα με ψυχιατρική εμπειρία και στους τοξικοεξαρτημένους, ξεκινώντας από τον δρόμο, για στέγαση, δουλειά, εισόδημα, θεραπεία, κοινωνικές σχέσεις.
Να απαιτήσουμε την επαρκή στελέχωση και χρηματοδότηση των υπαρχόντων κοινωνικών υπηρεσιών, των υπηρεσιών υγείας και απεξάρτησης, καθώς και τη δημιουργία καινούργιων με λειτουργία σε μια πολυδιάστατη θεραπευτική κατεύθυνση.
Να διεκδικήσουμε μια πόλη «κοινότητα», ένα χώρο ζωής κοινωνικοποιημένο, όχι μια τρύπα, ή ένα τοίχο που απομονώνει τους ιδιωτικούς μας χώρους
Και καθώς τα ζητήματα αυτά μας αφορούν όλους και όλες και είναι βαθιά πολιτικά, είναι σημαντικό να διεκδικήσουμε, η πόλη να γίνει μια “πόλη που φροντίζει”, που νοιάζεται. Αυτό που λέμε «κοινότητα» να είναι ένας χώρος ζωής κοινωνικοποιημένος, όχι μια τρύπα, ή ένας τοίχος που απομονώνει τους ιδιωτικούς μας χώρους, αλλά κάτι που βάζει στο παιχνίδι όλη την κοινωνία. Για την οικοδόμηση υπηρεσιών που θα περιλαμβάνουν τον αστικό χώρο, την κοινότητα, μετασχηματίζοντάς την σ΄ ένα «σύστημα σχέσεων», διαμέσου των περιοχών, της γειτονιάς κλπ. Και όχι απλώς κοινωνικές ή ιατρικές υπηρεσίες, αλλά μια κοινότητα που πρέπει να κοινωνικοποιηθεί, ένας χώρος σχέσεων που βιώνονται, με τρόπο που να απαντά σφαιρικά στις ανάγκες μας, από τις πιο στοιχειώδεις μέχρι τις πιο πολύπλοκες, από το σπίτι, στο σχολείο, στη δουλειά και το σύνολο της κοινωνικής συμβίωσης.