Αν δεν υπήρχε ο συνδικαλισμός, θα έπρεπε να τον εφεύρουμε: να ενωθεί ο κόσμος της εργασίας, σαν μια σιδερένια γροθιά, για να τα βγάλει πέρα με την εκμετάλλευση των από πάνω, δεν αποτελεί ξύλινο λόγο ούτε παρελθοντική κατάσταση που, καθώς λένε, την έχουμε πια ξεπεράσει.
Η ηγεμονία της νεοφιλελεύθερης βαρβαρότητας, εντός της οποίας ζούμε σήμερα, σε τούτο ακριβώς εδράζει τη δύναμή της: έπεισε τις εργάτριες και τους εργάτες, από εκείν@ του κατώτατου μισθού μέχρι κι εκείν@ που απολαμβάνουν σχετική, προσωρινή, ευζωία πως μπορούν να τα καταφέρουν μόν@ τους. Να διαπραγματευτούν το μεροκάματό τους, να φερθούν «ξύπνια», να τα ‘χουν καλά με τ’ αφεντικό και, ίσως ίσως, να προσπεράσουν τον/ην διπλανό/η για να καρπωθούν το διάφορο. Όπως ακριβώς λειτουργεί το σύστημα στα ψηλά, ανταγωνιστικά κι ανθρωποφάγα, με αίμα αλλά στα ψηλά χωρίς ιδρώτα, αυτό είναι το μοντέλο μίμησης που τεχνηέντως επιβάλλεται κι ακολουθείται και από τις κατώτερες τάξεις.
Κατέ Καζάντη
Οι εργάτες και οι εργάτριες της πνευματικής χειρωναξίας δεν διαφέρουν από τους/ις άλλου/ες. Στις ίδιες εκμεταλλευτικές σχέσεις υπόκεινται, παρόμοια ψευτοζούν, με την ίδια ευαλωτότητα στις βουλές των αφεντάδων. Η λίγη λάμψη που μπορεί να διαθέτουν, το λεγόμενο στάτους, δεν αρκεί, φυσικά, ώστε να καταστούν λιγότερο αναλώσιμοι/ες. Οι δημοσιογράφοι και οι δημοσιογραφίνες, ας πούμε: να διατρίβεις στα προαύλια της πολιτικής, των επιχειρήσεων ή της τέχνης, θεωρώντας πως έχεις μια στάλα εξουσίας παραπάνω από τη λοιπή εργατική τάξη, αποτελεί φενάκη.
Στους καιρούς μας, που διαφεντεύει τον Τύπο ό,τι από πάντα αποκαλούσαμε μεγάλο κεφάλαιο, εκείνοι/ες που επιθυμούν να γράφουν και να μιλούν δημόσια, ξεσκεπάζοντας τα κακώς κείμενα, και βιοπορίζονται απ’ αυτό, συγκροτούν μια επαγγελματική ομάδα με αφάνταστες δουλείες. Η λεγόμενη αποκαλυπτική δημοσιογραφία αλυσοδέθηκε στο άρμα των συμφερόντων των εκδοτών – μεγαλοεπιχειρηματιών και των πολιτικών τους φίλων. Το υπαλληλικό προσωπικό έγινε έρμαιο. Χωρίς συλλογικές συμβάσεις, με την επιβάρυνση της καταστρατήγησης των ωραρίων, με απολύσεις επειδή «έτσι», με λειψές, ή και καθόλου, αποζημιώσεις, η δυστοπία επήλθε. Προκόβουν μοναχά οι πρόθυμοι/ες.
Και όσ@, ελάχιστ@, διαμαρτύρονται και προσφεύγουν, για παρατυπίες, απολύσεις κ.ο.κ., στα αστικά δικαστήρια, ακόμα και αν κερδίσουν έπειτα από πολυετείς μάχες, οι αποφάσεις, αν είναι να πληρώσει η εργοδοσία, μένουν συχνότατα ανεκτέλεστες. Επειδή οι από πάνω μπορούν. Επειδή, με το καρπούζι υπό μάλης και το μαχαίρι ανά χείρας, διαφεντεύουν. Και τους παραπλανημένους εθελόδουλους και, προπαντός, τους μη.
Λύση, παρεκτός του συνδικαλισμού, δεν μπορεί και δεν πρόκειται να υπάρξει. Χωρίς οργανωμένους συλλογικούς αγώνες, η φτωχοποίηση θα συνεχίζεται και θα χειροτερεύει. Μονάχα τούτο τρομάζει τους αφέντες: η συλλογική δράση, η ενότητα και η μαχητικότητα των συνδικαλιστικών σωματείων. Γι’ αυτό και η κατασυκοφάντηση των αγώνων, γι’ αυτό η διάβρωση του κινήματος, γι’ αυτό η προπαγάνδα περί «πουλημένων συνδικαλιστών». Διότι ξέρουν πως το μοναδικό ανάχωμα στην εξουσία τους αυτό είναι. Και αυτό, δυστυχέστατα, καταφέρνουν να καταστρέψουν.
Αλλά ο συνδικαλισμός δεν γίνεται και δεν μπορεί να μην στοχεύει σε μια συνολική κοινωνική μεταβολή που θα άρει την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Δεν γίνεται και δεν μπορεί να μην κατευθύνεται προς μια πολιτική που θα άρει τις ανισότητες. Δεν γίνεται και δεν μπορεί να νοιάζεται μοναχά για τα στενά επαγγελματικά, τα κλαδικά όπως τα λέμε, συμφέροντα εκείνων που εκπροσωπεί δίχως να κοιτά παραδίπλα. Δίχως να έχει δηλαδή διαρκώς κατά νου τη γενική κατάσταση των προλετάριων και δίχως να μάχεται γι’ αυτήν. Διότι αν δεν το κάνει, ξεπέφτει, και όχι μονάχα ανθρωπολογικά. Αργά ή γρήγορα, αποτυγχάνει κιόλας. Διότι ουδέποτε συνέβη μια και μόνη κατηγορία προλετάριων να ευημερεί ενώ οι άλλες ψευτοζούν. Οι περικοπές παντός είδους πλανώνται πάνω απ’ τα κεφάλια και των πλέον καλοπληρωμένων εργατών/τριών, όσο «κυριλέ» δουλειές κι αν κάνουν. Οπότε ο συνδικαλισμός δεν γίνεται και δεν μπορεί εν τέλει να μην έχει αριστερό πρόσημο.
Αυτές τις μέρες, 6-9 Φλεβάρη, οι εργάτες και οι εργάτριες του Τύπου ψηφίζουν για το σωματείο τους. Η συμμετοχή είναι κυριολεκτικά ζήτημα ζωής. Όπως, όμως, και η κατεύθυνση που θα λάβει η ψήφος.