Του Κώστα Καλλωνιάτη,
Είναι αλήθεια πως στη Συνδιάσκεψη της Νέας Αριστεράς επικράτησε ενωτικό πνεύμα και διάθεση να προχωρήσουμε χωρίς μεμψιμοιρίες. Ο φόβος μήπως οι διαφωνίες υποσκελίσουν την ενωτική προσπάθεια είναι ασφαλώς κατανοητός. Από την άλλη, η αρχή είναι το ήμισυ του παντός κι έχει σημασία να μπουν σωστά θεμέλια στο νεοαριστερό μας εγχείρημα. Και είναι τώρα στην πορεία προς το συνέδριο που πρέπει να γίνει διεξοδική συζήτηση για τις στοχεύσεις μας, άμεσες και μεσομακροπρόθεσμες, εξάγοντας συγχρόνως τα αναγκαία συμπεράσματα από όλη την προηγούμενη δεκαετία. Γι’ αυτό και θα ήταν λάθος μια πολιτική κριτική στην Ιδρυτική Διακήρυξη να εκληφθεί ως απόπειρα υπόσκαψης της ενότητας.
Παρά τις επιμέρους βελτιώσεις που δέχθηκε το κείμενο, χαρακτηρίζεται από ελλείψεις και κενά που αδυνατίζουν, αν δεν ακυρώνουν, τον προσδιορισμό τού κόμματος ως αριστερού ριζοσπαστικού.
Δεν προσφέρει το διακριτό πολιτικό στίγμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς που χρειάζεται να εκπέμψουμε στην κοινωνία, διαφοροποιούμενοι από τον παλιό ΣΥΡΙΖΑ και προτάσσοντας το πολλά υποσχόμενο «νέο» στοιχείο που θα χαρακτηρίζει οραματικά, προγραμματικά και πολιτικά το κόμμα μας.
Εξακολουθεί να κινείται ιδεολογικά και ρητορικά στα πλαίσια της προοδευτικής ιδεολογίας των ρυθμίσεων, βελτιώσεων και ελέγχου των αγορών, μιας διαχειριστικής αντίληψης που απέτυχε στο παρελθόν, και όχι του κοινωνικού μετασχηματισμού σε σοσιαλιστική κατεύθυνση, όπως υπονοεί σε κάποια σημεία στο κείμενο.
Μόλις που αναφέρονται οι έννοιες της ταξικής πάλης και του ιμπεριαλισμού, ενώ απουσιάζει ο χαρακτηρισμός ως ιμπεριαλιστικού του πολέμου που μαίνεται ολόγυρά μας (Ουκρανία, Μέση Ανατολή). Διαφαίνεται ότι ένας καπιταλιστικός πολυπολικός κόσμος μπορεί να συγκροτήσει προοπτική ειρήνης μέσω νέων διεθνών συμφωνιών, την ίδια στιγμή που παραδέχεται την πλήρη υποταγή της ΕΕ στις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ και ενόσω η ιστορική εμπειρία του πολυπολικού μεσοπολέμου σε συνθήκες καπιταλισμού κατέληξε στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σήμερα, δε, είναι η ανάδυση του πολυπολισμού με Κίνα-Ρωσία που αμφισβητεί την αμερικανική ηγεμονία, προκαλώντας νέα γεωπολιτική και πολεμική κρίση. Πρόκειται για μία πολυπολικότητα σύγκρουσης των παλιών με τις νέες ιμπεριαλιστικές επιταγές, όπου η σταθερότητα και η ειρήνη είναι η εξαίρεση.
Παραγνωρίζοντας την ταξική φύση των διεθνών ιμπεριαλιστικών συγκρούσεων, στις οποίες ενσωματώνονται επιμέρους εθνικές κρατικές αντιθέσεις, υποστηρίζει την ενίσχυση της εθνικής άμυνας και την απόλυτη προστασία των εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, σαν να μην ήταν η χώρα απόλυτα παραδομένη και εξαρτημένη από το αμερικανονατοϊκό ιμπεριαλιστικό μπλοκ. Καθώς η Ελλάδα και η Τουρκία έχουν μπει σε μια αχρείαστη κούρσα ανταγωνιστικών αμυντικών εξοπλισμών, οποίους υπαγορεύουν τα αντίθετα συμφέροντα των αστικών τάξεων των δύο χωρών, αλλά κυρίως η γενικότερη ιμπεριαλιστική σύγκρουση, το αντίτιμο είναι η συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους. Στη χώρα μας έχουμε επώδυνη εμπειρία από το παρελθόν για τις επιπτώσεις αυτής της εξέλιξης. Γι’ αυτό η Αριστερά, ως εκπρόσωπος των εργατικών τάξεων των δύο χωρών, οφείλει όχι μόνο να αντιτίθεται στην αδιέξοδη αυτή κούρσα των εξοπλισμών, επιδιώκοντας την επίλυση των διενέξεων μέσω της διπλωματίας και των διεθνών θεσμών, αλλά και να ζητά τη διάλυση των ιμπεριαλιστικών μπλοκ, διεκδικώντας την έξοδο της χώρας και της ΕΕ από το ΝΑΤΟ.
Εμφανίζει αναληθώς τη Νέα Αριστερά ως έχουσα ενσωματώσει κι επεξεργαστεί τις θετικές κι αρνητικές εμπειρίες του παρελθόντος, όταν δεν έχει συζητήσει τουλάχιστον σχετικά με τον απολογισμό της περιόδου διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Πόσο μάλλον για την περίοδο 2019-2023.
Επίσης ισχυρίζεται ότι διαθέτει σαφή και συγκεκριμένη πρόταση για την αλλαγή των πολιτικών και κοινωνικών όρων και συσχετισμών, όπως ότι συνδέει την ειρήνη με τη δημοκρατία (δεν λέει πώς), ότι στοχεύει στην κοινωνική χειραφέτηση (δεν λέει αν θα είναι από το κεφάλαιο ή κάτι άλλο, ούτε το πώς), ότι καταλύει την πατριαρχία και τις διακρίσεις φύλου, φυλής και σεξουαλικού προσανατολισμού (σαν να ήταν υπόθεση νομοθετικού διατάγματος), ότι ενσωματώνει τις οικολογικές αναγκαιότητες στις παραγωγικές δραστηριότητες (πώς;) και ότι συναιρεί οικουμενική ισότητα με γενική ελευθερία και καθολική δικαιοσύνη (έννοιες γενικές κι ασαφείς, που τείνουν να χάσουν το νόημα τους).
Για την κλιματική αλλαγή και την περιβαλλοντική καταστροφή τοποθετείται σωστά, αλλά γενικόλογα και ζητά ρήξεις και βαθιές τομές σε δομές του κράτους και της οικονομίας, όταν ο απολογισμός του 2019 έδειχνε πλήρη αδυναμία κι έλλειψη γνώσης για το πώς αυτές μπορεί να γίνουν. «Για να μην αποτελεί η λεγόμενη πράσινη ανάπτυξη ένα ακόμη πεδίο κερδοφορίας του κεφαλαίου και αναπαραγωγής ανισοτήτων, αλλά εργαλείο ουσιαστικής κοινωνικής αναδιοργάνωσης και χειραφέτησης», όπως ορθά τονίζει, δεν μπορείς να την επιδιώκεις μέσω των αγορών και με μοναδικό εργαλείο τις ενεργειακές κοινότητες.
Στα ζητήματα της κοινωνικής ισότητας σε όσα σωστά λέγονται για τα εργασιακά, τα φορολογικά και τη συντήρηση του ΕΣΥ και του κοινωνικού κράτους, θα πρέπει να προστεθούν: η ΑΤΑ, η μείωση των ωρών εργασίας που έχει και θετικό οικολογικό αποτύπωμα, η αυτοδιαχείριση από εργαζόμενους όσων επιχειρήσεων χρεοκοπούν και κλείνουν, η μεγάλη αύξηση των δημοσίων δαπανών για ΑΠΕ, μονώσεις, δημόσιες μεταφορές, η φορολογία στα υπερκέρδη των πολυεθνικών και μεγάλων επιχειρήσεων, η φορολογία του πλούτου κι όχι μόνο του ακραίου και η κοινωνικοποίηση μιας τουλάχιστον μεγάλης τράπεζας όπως η ΕΤΕ, της ΔΕΗ και με τη διατήρηση της ΕΥΔΑΠ σε δημόσιο καθεστώς ιδιοκτησίας.
Στον τομέα της παραγωγικής ανασυγκρότησης, όταν προτείνει την «καθοριστική συνδρομή ενός τεχνολογικά επαρκούς αναπτυξιακού κράτους που, σε συνεργασία με τοπικούς και κοινωνικούς φορείς, θα σχεδιάζει και θα διαχειρίζεται, διαμορφώνοντας το πλαίσιο για βιομηχανική, αγροτική, ενεργειακή και τεχνολογική πολιτική» κι όταν μιλά για τεχνολογικές καινοτομίες και νέα επιχειρηματικότητα, ουσιαστικά αναφέρεται σε μια κοινωνικά ισορροπημένη παραγωγική ανασυγκρότηση του ελληνικού καπιταλισμού. Δεδομένης, όμως, της αποτυχίας της ΕΕ να συνδυάσει την καπιταλιστική ανάπτυξη με την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους και την πράσινη μετάβαση, που τώρα λοξοδρομεί σε οικονομία πολέμου, οφείλουμε να αναρωτηθούμε πόσο αφορά τη Νέα Αριστερά ο στόχος αυτός αντί του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της ελληνικής και ευρωπαϊκής οικονομίας.
Τέλος, αν δεν θέλουμε ο σοσιαλισμός του 21ου αιώνα να είναι απλώς ένα νεφελώδες όραμα, μια κούφια λέξη, τότε πρέπει να μιλάμε για τον στρατηγικό στόχο του οικοσοσιαλισμού, όπως ήδη το είχε κάνει το 2013 ο ΣΥΡΙΖΑ. Στις συνθήκες απειλής ύπαρξης της ίδιας της ανθρωπότητας εξαιτίας της καταστροφής του φυσικού περιβάλλοντος, των πολέμων και των πυρηνικών όπλων, ο στρατηγικός στόχος του οικοσοσιαλισμού με δημοκρατία και ελευθερία δεν είναι μόνον εφικτός, αλλά και επιβεβλημένος. Ο οικοσοσιαλισμός έρχεται να αντικαταστήσει τον καπιταλισμό που βασίζεται στο ιδιωτικό κέρδος και την άναρχη λειτουργία των αγορών με συνέπεια τις πολλαπλές κρίσεις των τελευταίων δεκαετιών. Απαιτεί τη δημοκρατία σε όλα τα κύτταρα και όλους τους αρμούς της δημόσιας ζωής. Είναι άρρηκτα δεμένος με την άμεση και αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Αποσκοπεί τελικά στην απάλειψη των σχέσεων εκμετάλλευσης, στην κατάργηση των κοινωνικών τάξεων και των πατριαρχικών σχέσεων και στην αρμονική συμβίωση κοινωνίας και φύσης. Δεν πρόκειται για ένα ουτοπικό όραμα που στηρίζεται απλώς σε αφηρημένα ιδεώδη και σε ηθικές αξίες, όπως η αλληλεγγύη, η ισότητα, η ελευθερία, αποτελεί κοινωνικά και πολιτικά εφικτό στρατηγικό στόχο. Δεν μπορεί να καθιερωθεί μέσω σταδιακών αλλαγών του καπιταλισμού, αλλά ούτε εγκαθιδρύεται μια και έξω κάποια μοναδική στιγμή. Είναι στόχος, αλλά και δρόμος συνεχούς αγώνα, με ρήξεις, άλματα και μεγάλες τομές, που η Νέα Αριστερά αξίζει και οφείλει να επιλέξει.