Γενικά ζητήματα
Δεδομένου ότι η κοινωνική Δεξιά δεν είναι η ίδια η μεγαλοαστική τάξη, αλλά το κοινωνικό υπόβαθρο των ψηφοφόρων που σταθερά στηρίζει εκλογικά το κόμμα της Δεξιάς, κατά κανόνα με το ένα τρίτο περίπου των ψήφων ως μίνιμουμ, εξυπακούεται πως ανήκουν σε αυτήν μέλη των μεσαίων αλλά και των κατώτερων τάξεων. Τούτο το φαινόμενο θα μπορούσαμε να το αποκαλέσουμε «ιδεολογικά διευρυμένη κοινωνική πελατεία». Δεν πρόκειται δηλαδή για κάποιους που γνωρίζουν εκ των προτέρων ότι θα «βολευτούν» οι ίδιοι ή μέλη της οικογένειάς τους αν εκλεγεί το κόμμα της Δεξιάς, αλλά για κάποιους που ταυτίζονται με το κόμμα των ισχυρών – και κατά συνέπεια απεχθάνονται έντονα τις αξίες και τους φορείς που αντιπαρατίθενται σε αυτό το κόμμα, ήτοι την Αριστερά και την ιδεολογία της.
Πριν δύο χρόνια περίπου, στο facebook, με αφορμή (κυρίως) το στέλεχος της ΝΔ που βίαζε και εξέδιδε τη δωδεκάχρονη κόρη μιας γυναίκας που ερχόταν και καθάριζε στο μαγαζί του, είχα κάνει την εξής προκλητική ανάρτηση:
πατρίς (φασισμός) – θρησκεία (σκοταδισμός) – οικογένεια (παιδοβιασμός)
Η έμμεση αναφορά ήταν τόσο στο γεγονός ότι η σύγχρονη Δεξιά τείνει όλο και περισσότερο να «παίζει» αυτό το τρίπτυχο με διάφορους τρόπους, όσο και στο πιο συγκεκριμένο γεγονός ότι το εν λόγω στέλεχος παρουσιαζόταν ως «Μακεδονομάχος», φανατικός θρησκευόμενος και καλός οικογενειάρχης. Η περίπτωσή του, που θυμίζει έντονα και συμπεριφορά λαδέμπορα επί ναζιστικής κατοχής, έστω και ως «ακραίο» φαινόμενο, είναι αποκαλυπτικό μιας ιδεολογικής δομής που προσομοιάζει με ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό του ναζισμού. Σύμφωνα με τη διατύπωση του Foucault, στον ναζισμό:
«Οι δυο μηχανισμοί, ο κλασικός, αρχαϊκός μηχανισμός που παρείχε στο κράτος το δικαίωμα ζωής και θανάτου επί των πολιτών, και ο νέος μηχανισμός που οργανώνεται με άξονα την πειθαρχία, τη ρύθμιση, εν ολίγοις ο νέος μηχανισμός της βιοεξουσίας, ταυτίζονται απολύτως.»[1]
Σε μικροκλίμακα, τούτη είναι η ιδεολογική δομή επί τη βάσει της οποίας συγκροτείται ως υποκείμενο το μέλος της κοινωνικής Δεξιάς. Το αρχαϊκό στοιχείο είναι η ταύτιση με το προνεοτερικό κράτος, που παρέχει απόλυτο δικαίωμα στον «άρχοντα» -οικογενειάρχη, νταβατζή, αφεντικό- επί της ζωής (και –οριακά- επί του θανάτου) των «υπηκόων» του – παιδιών, γυναικών, υπηρετικού προσωπικού, υπαλλήλων. Η προνεοτερική διάσταση εν προκειμένω ενισχύεται περαιτέρω και από τη συνταύτιση με τις ιεραρχικές δομές της Εκκλησίας και τον ιδεολογικό σκοταδισμό που τούτες κατά κανόνα καλλιεργούν.
Ταυτόχρονα όμως, τούτα τα στοιχεία, αν και βαθύτατα αντι-Διαφωτιστικά, στον βαθμό που δεν υπάρχουν σε ένα ιστορικό κενό αλλά εντάσσονται χρονικά στις συνθήκες της νεοτερικότητας, δεν θα μπορούσαν να λειτουργήσουν χωρίς να συνδυαστούν με κάποια χαρακτηριστικά της νεοτερικής εξουσίας. Η πειθαρχική εξουσία, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν σχετίζεται απλώς με κάποια διαδικασία κοινωνικής ενσωμάτωσης, αλλά με την απόλυτη πειθάρχηση στις επιταγές της αυταρχικής πατριαρχικής δομής. Επί πλέον, όσον αφορά τη διάσταση της βιοεξουσίας, εδώ υπεισέρχεται η πρακτική της σεξουαλικής εκμετάλλευσης. Διαστροφικά, όπως, πάλι σύμφωνα με την ανάλυση του Foucault, εκφράζεται ούτως ή άλλως κατά κανόνα η σεξουαλικότητα, και πατριαρχικά – προέχει η ικανοποίηση του πατέρα-αφέντη.
Ας δούμε λοιπόν πώς λειτουργεί το σύστημα της σεξουαλικότητας στην περίπτωση της ελληνικής κοινωνικής Δεξιάς. Είναι αρκετά αποκαλυπτικό το εξής: Το τρίπτυχο «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια» λειτουργεί ενοποιητικά σε ένα στενά ταξικό και όχι ευρύτερα κοινωνικό πλαίσιο. Συγκροτεί ως τέτοια, ακριβώς, την «κοινωνική Δεξιά». Αυτό όμως σημαίνει πως όσον αφορά το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο το αξιακό τρίπτυχο παραμένει αρνητικό. Πέρα από την «καταστατική» άρνηση των αριστερών (απάτριδες, άθρησκοι, εναντίον της οικογένειας),[2] η σεξουαλικότητα ως σύστημα λόγου επενεργεί με κάπως πιο συγκεκριμένο τρόπο προς την αρνητική κατεύθυνση.
Ο Foucault, όταν αναλύει τη σεξουαλικότητα στον καπιταλισμό,[3] υποστηρίζει πως αρχικά ήταν αστική. Ήταν ένας τρόπος με τον οποίο η αστική τάξη είχε συγκροτήσει την ταυτότητά της. Και κατόπιν, ήταν μέσο διά του οποίου ασκούσε την ηγεμονία της στις κατώτερες τάξεις. Περίπου παράλληλα με την οικοδόμηση του κοινωνικού κράτους, η σεξουαλικότητα ως μέριμνα και ταυτόχρονα ταξική κυριαρχία επί του πληθυσμού, άρχισε να διαχέεται ως σύστημα ταυτοτήτων και διαμόρφωσης γνώσεων και ηδονών από τις ανώτερες στις κατώτερες τάξεις. Και υπ’ αυτή την έννοια, η σεξουαλικότητα ήταν ένα σύστημα θετικής και παραγωγικής εξουσίας. Αντίθετα με ό,τι υποστηρίζει η «υπόθεση της καταστολής», το «σεξ» κάθε άλλο παρά καταστελλόταν ή απαγορευόταν – είτε επρόκειτο για την ίδια την –από γεννησιμιού της πουριτανική, υποτίθεται- αστική τάξη ως προς την –υποτιθέμενη- καταστολή που ασκούσε επί του εαυτού της, είτε για τις απαγορεύσεις που –υποτίθεται ότι- επέβαλλε η αστική τάξη επί της εργατικής τάξης προκειμένου η δεύτερη να αφοσιώνει όλες της τις δυνάμεις στην εργασία.
Τούτο δεν σημαίνει πως ο Foucault αποκλείει την καταστολή από το σύστημα της σεξουαλικότητας. Την εντάσσει όμως σε αυτό, ως το στοιχείο εκείνο που προσδίδει στο «σεξ» τον χαρακτήρα ενός πολύτιμου μυστικού που πρέπει να αποκαλυφθεί, και που αξίζει να ασχολείται κανείς διαρκώς μαζί του. Έτσι, ολόκληροι επιστημονικοί κλάδοι συγκροτούνται για να μελετήσουν τη σεξουαλικότητα και τη σημασία της, και πληθυσμοί ολόκληροι οδηγούνται προς την οργάνωση της καθημερινότητάς τους και της διάθεσης των σωμάτων τους επί τη βάσει των σεξουαλικών επιθυμιών και ηδονών.
Μιλώντας τώρα για τη σεξουαλικότητα της ελληνικής «κοινωνικής Δεξιάς», θα μπορούσαμε να επισημάνουμε τις ακόλουθες διαφοροποιήσεις από το πώς αντιλαμβάνεται ο Foucault τη δυτική σεξουαλικότητα, που έχουν να κάνουν ακριβώς με την έντονη παρουσία αρχαϊκών στοιχείων στη συγκρότησή της.
Πρώτον, όσον αφορά την ταξική διάσταση. Η ελληνική σεξουαλικότητα –σύμφωνα με την αντίληψη της κοινωνικής Δεξιάς- προέρχεται από τα κάτω. Από τις κατώτερες κοινωνικές τάξεις, οι οποίες αντιμετωπίζονται ως «φύσει» επικίνδυνες και ανατρεπτικές. Η –όποια- σεξουαλικότητά τους αποτελεί κομβικό στοιχείο της επικινδυνότητάς τους.
Δεύτερον όμως – τρόπον τινά άμεση απόρροια του πρώτου. Τούτη η επικίνδυνη σεξουαλικότητα των λαϊκών τάξεων καθιστά την καταπίεση του σεξ απολύτως απαραίτητο μέτρο ταξικής κυριαρχίας. Το «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια» λειτουργεί ως τρίπτυχο καταπίεσης της σεξουαλικότητας.
Πατρίς: Η σεξουαλικότητα αντιμετωπίζεται ως κάτι το ξενόφερτο, που εκμαυλίζει τα αγνά ελληνικά ήθη.
Θρησκεία: Η σεξουαλικότητα ως έργο του Διαβόλου, που η ύπαρξή της και μόνον αποτελεί θανάσιμο αμάρτημα.
Οικογένεια: Η σεξουαλικότητα ως υπονόμευση των οικογενειακών δομών της πατριαρχίας.
Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, προδικτατορικά, είχε πει το περίφημο για τις «Λαμπράκισσες που φορούν μαύρες κάλτσες, για να παρασέρνουν με τα ερωτικά τους τερτίπια τους αξιωματικούς». Η αναπαράσταση της επικίνδυνης σεξουαλικότητας εδώ προσλαμβάνει μια άμεσα πολιτική διάσταση. Οι Λαμπράκισσες είναι όλες δυνάμει πράκτορες του εχθρού της πατρίδας – γι’ αυτό και έχουν βάλει στο μάτι κυρίως αξιωματικούς, από τους οποίους θα αποσπάσουν κρατικά μυστικά. Τους παρασέρνουν φορώντας μαύρες κάλτσες – σύμβολο ξενόφερτης σεξουαλικότητας και ταυτόχρονα «διαβολικής» έλξης.
Εν προκειμένω, η σεξουαλικότητα απορρέει «από τα κάτω», καθ’ ότι χρησιμοποιείται ως όπλο από τις πολιτικές εκπροσώπους των «κατσαπλιάδων» – εδώ διαφαίνεται ο βαθύτατος ρατσισμός με τον οποίο αντιμετωπίζει η κοινωνική Δεξιά τις κατώτερες τάξεις μαζί με την Αριστερά ως εκπρόσωπό τους. Οι Λαμπράκισσες είναι χαμηλής κοινωνικής προέλευσης πόρνες – που συνειδητά στοχεύουν όχι μόνο στην ανθελληνική, προδοτική κατασκοπεία αλλά και στη διάλυση της ελληνοχριστιανικής οικογένειας.
⁂
Η περίπτωση της Μύρρας
Η μυθοπλασία συχνά λειτουργεί αποκαλυπτικά. Έχοντας το άλλοθι του μη πραγματικού περιγράφει γεγονότα και καταστάσεις χωρίς τις αναστολές που επιβάλλονται από τους κανόνες διακριτικότητας και ευπρέπειας όταν η αναφορά είναι σε υπαρκτά πρόσωπα και πράγματα. Στο μυθιστόρημα Τα δόντια της μυλόπετρας του Νίκου Κάσδαγλη,[4] η δράση εξελίσσεται στην Αθήνα επί ναζιστικής κατοχής. Ο συγγραφέας δεν διστάζει να αναφερθεί σε μια πραγματική κατάσταση που επικρατούσε και που σημάδευε τις κοινωνικο-πολιτικές σχέσεις: στον αληθινό εμφύλιο που από τότε είχε ξεκινήσει μεταξύ των οργανώσεων της Δεξιάς και της Αριστεράς. Ο Κοσμάς, νεαρός που υποφέρει από την πείνα και εντάσσεται σε οργάνωση της Δεξιάς, παρασύρεται σεξουαλικά από μια πράκτορα του εχθρού – από τη Μύρρα, μια κοπέλα που είναι στους «κόκκινους» αλλά έχει καταφέρει να εισχωρήσει στην οργάνωση προκειμένου να αποσπάει μυστικά. Αποκαλύπτεται πως εκείνη πρόδωσε στους «κόκκινους» τις κινήσεις ενός στελέχους των δεξιών, με αποτέλεσμα οι «κόκκινοι» να τον σκοτώσουν. Προς το τέλος της ιστορίας, το ίδιο παθαίνει και ο Κοσμάς. Η τιμωρία της Μύρρας για την προδοσία της είναι να τη βιάσουν όλα τα μέλη της δεξιάς οργάνωσης. Μέχρι τότε, όσο νόμιζαν ότι ήταν δική τους, δεν είχαν τολμήσει να την αγγίξουν – παρ’ ότι τους «προκαλούσε» διαρκώς με τη συμπεριφορά της.
Το «Μύρρα» δεν είναι και τόσο κοινό γυναικείο όνομα, οπότε δικαιούμαστε να υποθέσουμε πως μας παροτρύνει ο συγγραφέας να αναζητήσουμε την πιθανή συμβολική του σημασία. Διαβάζουμε στη Βικιπαίδεια:
«Κόρη του Θείαντα, βασιλιά των Ασσυρίων, ή του Κινύρα της Κύπρου. Ο Θείας ερωτεύθηκε τη Νύμφη Ωρείθυια και μαζί απέκτησαν τη Σμύρνα ή Μύρρα, όπως είναι γνωστή σε άλλη εκδοχή. Η Σμύρνα [ή Μύρρα] φιλονίκησε για κάποια άγνωστη αφορμή με την Αστάρτη, τη θεά της ομορφιάς (αντίστοιχη της Αφροδίτης). Η Αστάρτη, για να την εκδικηθεί, της προκάλεσε ένα ακατανίκητο ερωτικό πάθος για τον πατέρα της, τον Θείαντα. Μια μέρα η Σμύρνα [ή Μύρρα] μεταμφιέστηκε σε σκλάβα του παλατιού και παρέσυρε τον Θείαντα, οπότε από το σπέρμα του πατέρα της έμεινε έγκυος και γέννησε τον Άδωνι. Ο Θείας έμαθε την αλήθεια και τότε θέλησε να σφάξει την κόρη του. Αλλά η Σμύρνα [ή Μύρρα] ζήτησε την επέμβαση των θεών, οι οποίοι τη μεταμόρφωσαν σε δέντρο που ευωδιάζει, τη σμύρνα. Συνήθως αναφέρεται ότι ο Άδωνις ξεπήδησε από αυτό το δένδρο.»
Η Μύρρα, λοιπόν, ως κόρη που παρασύρει ερωτικά –σεξουαλικά, με όρους νεοτερικότητας- τον πατέρα της, και που μένει έγκυος κιόλας από αυτόν, καταστρέφοντας την πατριαρχική οικογενειακή δομή. Προκειμένου να τον παραπλανήσει, μεταμφιέζεται σε σκλάβα –σε γυναίκα κατώτερης κοινωνικής τάξης-, δεδομένου ότι εθιμικά εκείνες οι γυναίκες ήταν τα αντικείμενα ερωτικής/σεξουαλικής απόλαυσης των κυρίαρχων αντρών.
Ο μύθος της Μύρρας (ή Σμύρνας) και του Θείαντα (ή Κινύρα) είναι τρόπον τινά αντιστροφή του μύθου του Οιδίποδα και της Ιοκάστης. Στον νεοτερικό πολιτισμό, ο οιδιπόδειος μύθος έχει μεταλαμπαδευτεί κυρίως διά μέσου της φροϋδικής ψυχαναλυτικής θεωρίας του οιδιπόδειου συμπλέγματος, που επιδρά καθοριστικά στη συγκρότηση των υποκειμένων της σεξουαλικής επιθυμίας. Από πλευράς σχέσεων εξουσίας, η οιδιπόδεια δομή είναι εξισορροπητική. Προφανώς σε τελευταία ανάλυση αναπαράγει πατριαρχικά πρότυπα, στηρίζεται όμως στην ακόλουθη εξουσιαστική ισορροπία: Ο γιος επιθυμεί σεξουαλικά τη μητέρα, η οποία ασκεί εξουσία επάνω του, υπό την έννοια ότι τον φροντίζει και τον διαπαιδαγωγεί. Ως προς τις έμφυλες σχέσεις ο γιος είναι ισχυρότερος, γενεακά όμως η μητέρα έχει το πάνω χέρι. Η ψυχαναλυτική θεωρία της συγκρότησης της σεξουαλικής επιθυμίας διά μέσου του κυρίαρχου μητρικού προτύπου, από τη μια είναι σεξιστική υπό την έννοια ότι καθηλώνει τη γυναίκα στον ρόλο της μητέρας/παιδαγωγού/σεξουαλικού αντικειμένου, από την άλλη όμως, αν ιδωθεί ιστορικά, εντάσσεται στο πλαίσιο της διαμόρφωσης της νεοτερικής πυρηνικής οικογένειας. Η οποία, αν και δικαίως βρίσκεται στο στόχαστρο της φεμινιστικής κριτικής ως δομή που κυρίως ευθύνεται για τη νεοτερική υποταγή του γυναικείου φύλου, από την άλλη, με την ενίσχυση του ρόλου της γυναίκας μέσα στο σπίτι όσον αφορά τις αποφάσεις για την ανατροφή των παιδιών, αποτέλεσε πρόοδο σε σχέση με την προνεοτερική θέση της γυναίκας ως σκέτα δούλας ή/και σκεύους ηδονής.[5]
Η Μύρρα, από την άλλη, από πλευράς θεσμικών σχέσεων εξουσίας, είναι διπλά υποτελής. Τόσο ως γυναίκα, όσο και ως κόρη. Το ακατανίκητο ερωτικό πάθος που την καταλαμβάνει δεν είναι αυτοτελούς προέλευσης, εμφυτεύεται μέσα της από τη θεά Αστάρτη – με όρους χριστιανικής θρησκείας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει μπει μέσα της ο Διάβολος και την καθοδηγεί. Μεταμφιεζόμενη σε σκλάβα, καθίσταται τριπλά υποτελής. Και με αυτή την ιδιότητα της πλήρους υποτέλειας –γενεακής, έμφυλης, ταξικής-, σε συνδυασμό με τον δαίμονα του ερωτικού –σεξουαλικού- πάθους που έχει εισέλθει μέσα της, αποτελεί θανάσιμα επικίνδυνο όπλο καταστροφής του πατέρα-αφέντη-βασιλιά.
Στο μυθιστόρημα του Κάσδαγλη, η Μύρρα παρασύρει σεξουαλικά τον Κοσμά, ο οποίος ο ίδιος δεν έχει βέβαια σχέση, συμβολική ή πραγματική, με τη θέση του πατέρα-αφέντη (πόσο μάλλον του βασιλιά). Ηλικιακά νεότερός της, και ταξικά ο απόλυτος παρίας – πέθαινε της πείνας, στην κυριολεξία, η δεξιά οργάνωση τον στρατολόγησε περιθάλποντάς τον κιόλας.
Σε ένα πρώτο επίπεδο, βλέπουμε και πάλι συνάρθρωση διαφορετικών λόγων. Το ότι είναι νεότερός της, και ότι της ξυπνάει και μητρικά ένστικτα, ιδίως όταν την πιάνουν ενοχές που τον οδήγησε στον βίαιο θάνατο από τους συντρόφους της τους «κόκκινους»,[6] παραπέμπει στην οιδιπόδεια δομή του (νεοτερικού) ψυχαναλυτικού λόγου. Από την άλλη όμως, η «μοίρα» της είναι να είναι Μύρρα. Η επικίνδυνη γυναίκα-πόρνη, πράκτορας των υποτελών τάξεων (καθ’ ότι «κόκκινη»), που επιφέρει την καταστροφή σε όποιον άντρα έχει την ατυχία να παρασυρθεί από την ακατανίκητα προκλητική σεξουαλικότητά της.
Δεύτερο επίπεδο τώρα. Η σεξουαλική συνεύρεση της Μύρρας, ακόμη και με τον νεαρότερό της και παρία Κοσμά, γίνεται ως βιασμός. Τη χτυπάει βάναυσα και κατόπιν τη βιάζει. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τη φράση: «παρατήθηκε [η Μύρρα], να τη βιάσει».[7] Και στο τέλος, όπως είδαμε, τιμωρείται/ανακρίνεται από τα αρσενικά μέλη της οργάνωσης βιαζόμενη διαδοχικά και αλλεπάλληλα από αυτά.[8] Είτε ως γυναίκα/διαβολική παγίδα που παρασύρει προς τον όλεθρο, είτε ως κατάσκοπος που συλλαμβάνεται και βασανίζεται, η σεξουαλική πράξη, στην οποία συμμετέχει «εκουσίως/ακουσίως», είναι το θανάσιμα επικίνδυνο όπλο της που «δικαίως» στρέφεται εναντίον της. Οι άντρες που τη δέρνουν και τη βιάζουν αναγνωρίζουν πως είναι ικανή με τη σεξουαλικότητά της να τους καταστρέψει (ακόμη και ο Κοσμάς όταν τη βιάζει έχει καταλάβει τον προδοτικό της ρόλο) και την τιμωρούν για αυτό βιάζοντάς την. Συμβολικά, οι άντρες τους οποίους καταστρέφει με τη σεξουαλικότητά της δεν είναι απλώς τα συγκεκριμένα άτομα, είναι η ίδια η Δεξιά – η Μύρρα είναι πράκτορας των «κόκκινων». Το ίδιο το αστικό καθεστώς απειλείται από αυτήν την κατοχική πρόδρομο των «Λαμπρακισσών με τις μαύρες κάλτσες».
⁂
Playboy και James Bond
Δεν είναι μόνον η λογοτεχνία αποκαλυπτική, αλλά και η ίδια η γλώσσα. Το γεγονός ότι η νεοελληνική γλώσσα στάθηκε «ανίκανη» να κατασκευάσει δικό της όρο για το «σεξ» αποκαλύπτει σημαντικά πράγματα.
Υπάρχουν οι όροι «ομοφυλοφιλία», «αμφιφιλοφυλία», «ετεροφυλοφιλία». Οι δύο πρώτοι αναφέρονται σε «διαστροφές» και ο τρίτος –κατ’ αντιδιαστολή- σε «ομαλότητα». Θα μπορούσαμε να συναγάγουμε εξ αυτών ότι ο ελληνικός όρος για τη «σεξουαλικότητα» θα μπορούσε να είναι «φυλοφιλία»: η αγάπη, η έλξη για το φύλο. Και κατά συνέπεια, το «φύλο» θα ήταν το ίδιο το «σεξ». Όπως άλλωστε τούτο όντως ισχύει για την κυριολεκτική σημασία του αγγλικού όρου sex: διάκριση αρσενικού/θηλυκού επί τη βάσει των διαφορετικών γεννητικών οργάνων.
Αλλά όχι. Ούτε κατά διάνοια. Πολλές γενιές πλέον, μεταπολεμικά, είναι γαλουχημένες τόσο βαθιά με την αγγλικής προέλευσης ορολογία περί του «σεξ» -«σεξουαλικότητα», «σεξουαλικός/ή/ό», «σέξυ», «σεξουάλα», «σεξουλιάρης/α», «κάνω σεξ» κοκ- ώστε είναι όντως αδιανόητο να χρησιμοποιούμε τον ελληνικό όρο «φύλο» και τα παράγωγά του με μια ανάλογα μεταφορική σημασία που θα αναφερόταν σε εκείνη την ομάδα φαινομένων που περικλείει ο όρος sexuality.
Τούτο είναι αποκαλυπτικό για δύο πράγματα. Πρώτον, σε γενικό επίπεδο, αποτελεί ίσως την πιο πειστική ένδειξη για την αλήθεια της φουκωικής θέσης ότι το «σεξ» (στη μεταφορική του σημασία) είναι κοινωνική κατασκευή, την οποία η σεξουαλικότητα, ως σύστημα λόγου/γνώσης και εξουσίας, συγκροτεί ως τέτοια. Το σεξ είναι προϊόν του νεοτερικού δυτικού πολιτισμού. Όπως είναι αμετάφραστη η «κόκα-κόλα», έτσι και το «σεξ».
Δεύτερον όμως, ειδικότερα όσον αφορά την ελληνική «σεξουαλικότητα». Η παρομοίωση με την κόκα-κόλα έχει κάποια επί πλέον σημασία. Ο όρος «σεξ» και τα συναφή λήμματα επικράτησαν στον τρέχοντα ελληνικό λόγο κατά τη δεκαετία του 1960. Μέχρι τότε, οι επιστημονικοί όροι ήταν «γενετήσια ορμή», και γενικότερα το επίθετο «γενετήσιος/α/ο» κλπ. Ο όρος «γένος» εν προκειμένω φαίνεται πως κρινόταν προτιμότερος από το «φύλο», για δύο –πιθανούς- λόγους. Πρώτον, το «γένος» παραπέμπει στη «γενετική», και κατά συνέπεια στην αναπαραγωγή και στην τεκνοποιία. Και δεύτερον, το «φύλο» ετυμολογικά συνδέεται με τη «φυλή», κατά συνέπεια θα περιέπλεκε κάπως τα πράγματα. Στον λόγο της καθημερινότητας (στην «καθωσπρέπει» εκδοχή του – ας αφήσουμε εδώ κατά μέρος τα «προστυχόλογα» που θα άξιζε να προσεγγισθούν με ξεχωριστή μελέτη), μέχρι τη δεκαετία του 1960, η ελληνική εννοιολογία της σεξουαλικότητας περιοριζόταν στις διαφορετικές –ανάλογα με τα συμφραζόμενα- χρήσεις του όρου «έρωτας» και των παραγώγων του. Μέχρι και ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, κατά τη δεκαετία του 1960, χρησιμοποιεί τη φράση «ερωτικά τερτίπια» για να αναφερθεί στις «Λαμπράκισσες με τις μαύρες κάλτσες».
Πώς εξηγείται λοιπόν το γεγονός ότι από τη δεκαετία του 1960 κι έπειτα εισάγονται το «σεξ» και η «σεξουαλικότητα» ως δυτικόφερτα πολιτιστικά προϊόντα σε μια Ελλάδα που (εξακολουθεί να) κυριαρχείται από την κοινωνική Δεξιά του «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια»; Ή, πιο συγκεκριμένα: Δεδομένου ότι, όπως είδαμε, η εννοιολογία (χωρίς τους αντίστοιχους όρους) της σεξουαλικότητας στην ελληνική κοινωνική Δεξιά είχε συνταυτιστεί με την επικινδυνότητα των κατώτερων τάξεων και των προδοτικών εκπροσώπων τους (των κομμουνιστριών κατασκόπων, των Λαμπρακισσών που ξεμυαλίζουν αξιωματικούς), πώς αυτό συνυπάρχει με την εισδοχή και αποδοχή του σεξ ως δυτικού, και κατά συνέπεια καπιταλιστικού, και υπ’ αυτή την έννοια αντικομμουνιστικού πολιτιστικού στοιχείου;
Κι όχι μόνον αυτό. Η ελληνική κοινωνική Δεξιά, διά στόματος επιστημονικού κιόλας εκπροσώπου της, είχε δηλώσει κατά τη δεκαετία του 1950 την απέχθειά της προς τα «απελευθερωμένα» δυτικά σεξουαλικά ήθη, και –σε αντιδιαστολή- τον θαυμασμό της προς τον σοβιετικό σεξουαλικό συντηρητισμό.
Στη δεύτερη έκδοση (1957) ενός βιβλίου σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης της Άννας Κατσίγρα, ιατρού, με τίτλο Για το αγόρι, και στην αρχή του κεφαλαίου «Εγκράτεια», διαβάζουμε τα εξής:
«Στην πρώτη έκδοση του βιβλίου μας αυτού [σημ.: η οποία μάλλον χρονολογείται από τον μεσοπόλεμο] ο κομμουνισμός που τον διηύθυνε τότε η επανάσταση είταν μαζί με τους δικούς μας μοντέρνους υπέρ της ελευθερίας του έρωτα και κατά συνέπειαν κατά της εγκρατείας και της γενετήσιας ηθικής. Ήτο επομένως φυσικό στο κεφάλαιο αυτό της εγκρατείας η επίθεσή μας ν’ απευθύνεται εξ ίσου εναντίον και των δύο. Γι’ αυτό γράφαμε τότε τα εξής:…»
Και η συγγραφέας παραθέτει εκτενές απόσπασμα (5 σελίδες) από την πρώτη έκδοση του βιβλίου της, στο οποίο επετίθετο κυρίως εναντίον των κομμουνιστών για τις ριζοσπαστικές τους απόψεις σε θέματα ερωτικής και σεξουαλικής («γενετήσιας») ηθικής. Κατόπιν γράφει:
«Και αυτά μεν γράφαμε στην πρώτη έκδοση του βιβλίου μας αυτού. Έκτοτε όμως ενώ στην Ευρώπη και στην Αμερική η ελευθερία του έρωτα ξαπλώνεται ολοένα και περισσότερο, στη Σοβιετική Ρωσία περιορίζεται στο ελάχιστο. Και ο λόγος: Γιατί αντιλήφθηκαν τα εκφυλιστικά αποτελέσματα της ελευθερίας του έρωτα και παρέδωκαν την καθοδήγηση στα σχετικά ζητήματα σε φωτισμένους σεξολόγους. Σήμερα για σήμερα οι σοβιετικές χώρες ως προς τα ζητήματα της γενετήσιας ζωής και ηθικής έγιναν απολύτως συντηρητικές και παρέχουν παράδειγμα για μίμηση.»[9]
Αν όμως ο κυρίαρχος λόγος στην Ελλάδα μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1950 ήταν εναντίον της σεξουαλικής «απελευθέρωσης», η δεκαετία του 1960 χαρακτηρίστηκε από την παγκόσμια εξάπλωση της δυτικής «μαζικής κουλτούρας». Και τούτο δεν μπορούσε να μην έχει επιπτώσεις στα ελληνικά σεξουαλικά ήθη, συμπεριλαμβανομένων των ηθών της κυρίαρχης τάξης. Μάλιστα, θα μπορούσαμε να πούμε πως τότε η Αριστερά, στο πλαίσιο της εναντίωσης στον «αμερικάνικο τρόπο ζωής», που τον έβλεπε ως έκφανση του δυτικού πολιτιστικού ιμπεριαλισμού, πιθανόν να εξέφραζε επιφυλάξεις προς την –όποια- «σεξουαλική απελευθέρωση». Ενώ, από την άλλη, ο πολιτισμός της δυτικής σεξουαλικότητας, μέσω μόδας και μίμησης συμπεριφορών, είχε όντως αρχίσει να επηρεάζει σημαντικά τα μέλη της αστικής τάξης (και όχι μόνο). Για να δούμε όμως πώς –και αν- επετεύχθη τούτη η συνάρθρωση του λόγου της κοινωνικής Δεξιάς («πατρίς-θρησκεία-οικογένεια») με τα εισαγόμενα δυτικά «απελευθερωμένα» σεξουαλικά ήθη, θα πρέπει πρώτα να εξετάσουμε λίγο πιο συγκεκριμένα ποια ήταν αυτά τα τελευταία.
Ακριβώς επειδή –σύμφωνα με τους θιασώτες της «υπόθεσης της καταστολής» στην οποία ασκεί κριτική ο Foucault- η σεξουαλικότητα συνδέεται αναπόφευκτα με την απελευθέρωση, έχει επικρατήσει μια αφήγηση για το τι σήμαινε η σεξουαλικότητα στον μαζικό πολιτισμό των `sixties που είναι τουλάχιστον αποπροσανατολιστική, αν όχι ολότελα εσφαλμένη. Η κυρίαρχη εικόνα που έχουμε στο μυαλό μας είναι τα παιδιά των λουλουδιών, τα κοινόβια και το Woodstock. Κάτι παρόμοιο δηλαδή –τηρουμένων των ιστορικών αναλογιών- με τα πρότυπα των σεξουαλικά απελευθερωμένων μπολσεβίκων κατά την επαναστατική περίοδο της Σοβιετικής Ένωσης που καταδίκαζε η Άννα Κατσίγρα στην πρώτη έκδοση του βιβλίου της. Αν όμως αναλογιστούμε πώς –στη σφαίρα ακριβώς του μαζικού πολιτισμού- διαδόθηκε αρχικά η σεξουαλική «τολμηρότητα» εκείνη την περίοδο, η εικόνα που διαμορφώνουμε είναι τελείως διαφορετική. Περίπου αντίστροφη, με μία έννοια.
Το περιοδικό Playboy έβγαινε στις ΗΠΑ από τις αρχές της δεκαετίας του 1950, αλλά στα `sixties άρχισε να διαδίδεται ευρέως και στον υπόλοιπο κόσμο. Η κοινωνική βάση του Playboy ήταν αυστηρά ταξική. Ο εκδότης του, Hugh Hefner, ήταν το απόλυτο πρότυπο του καλοπερασάκια μεγαλοκαπιταλιστή Αμερικανού. Πόζαρε με τα Playboy bunnies σαν δυτικός πασάς με τις σκλάβες του. Τα οποία Playboy bunnies, πριν «βγουν στο κλαρί» ποζάροντας γυμνές για τις σελίδες του περιοδικού, κατά κανόνα δούλευαν ως γκαρσόνες στα διάφορα Playboy Clubs – ντυμένες με τη γνωστή, όχι σκέτα «τολμηρή» αλλά και απολύτως εξευτελιστική ενδυμασία. Αυτή ήταν η κυρίαρχη «σεξουαλικότητα» στον μαζικό πολιτισμό των αρχών των `sixties. Αυτή, μαζί με κάποια άλλη, που ήταν και άμεσα πολιτικά επιθετική.
Το πιο έντονο χαρακτηριστικό των ταινιών James Bond, το στοιχείο που τις διέκρινε από άλλες κατασκοπευτικές περιπέτειες, ήταν η σεξουαλική δραστηριότητα του κεντρικού ήρωα, πράκτορα 007. Συχνά ο Bond επιστρατεύει την ανδρική του γοητεία στην εξυπηρέτηση των στόχων της αποστολής του. Για παράδειγμα, από την αρχή κιόλας της πρώτης ταινίας της σειράς, του Doctor No (1962), παίζεται ένα παιχνίδι αλληλοεξόντωσης μεταξύ του Bond και μιας πράκτορος του Δόκτορα Νο, όπου και από τις δύο πλευρές χρησιμοποιείται ως όπλο η σεξουαλική γοητεία αλλά και η ίδια η σεξουαλική πράξη.
Οι πρώτες ταινίες της σειράς James Bond, που είναι γενικά αποδεκτό πως ήταν και οι πιο επιτυχημένες, δεν θα ήταν υπερβολικό να πούμε ότι έθεσαν το κυρίαρχο πρότυπο ανδρικής σεξουαλικής γοητείας στην Ελλάδα κατά εκείνην ακριβώς την περίοδο: 1962 έως 1965, αρχές με μέσα της δεκαετίας των `sixties. Ήταν πριν αρχίσει ο σεξουαλικός λόγος να συναρθρώνεται με απελευθερωτικά αιτήματα όπως ισότητα των φύλων και αναγνώριση εναλλακτικών σεξουαλικών προσανατολισμών. Το «τολμηρό» σεξ της μαζικής κουλτούρας εκείνης της εποχής ήταν η σεξουαλικότητα του «γαμώ και δέρνω» – στην κυριολεξία κιόλας, όπως φαίνεται από το κυρίαρχο πρότυπο που επέβαλαν οι ταινίες James Bond. Τούτη η επιθετική σεξουαλικότητα του Βρετανού πράκτορα στρέφεται ως τιμωρία εναντίον επικίνδυνων γυναικών τύπου Μύρρας του μυθιστορήματος του Κάσδαγλη. Υπό αυτή την έννοια, πάλι δεν θα υπερβάλλαμε αν λέγαμε πως το κινηματογραφικό πρότυπο του υπερ-ήρωα James Bond την περίοδο 1962-65 ήρθε να συμπληρώσει το αφηγηματικό «κενό» που είχαν αφήσει από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 τα Δόντια της μυλόπετρας: ένας άντρας που μεταχειρίζεται «σωστά» τις σεξουαλικά επικίνδυνες για το καθεστώς πρακτόρισσες του εχθρού, αντικαθιστώντας αποτελεσματικά τους άξεστους Χίτες που τιμωρούν/βιάζουν τη Μύρρα μόνο κατόπιν εορτής.
Στις ταινίες Bond αποφεύγεται να κατονομάζεται άμεσα η Σοβιετική Ένωση ως ο κύριος αντίπαλος, σε μια προσπάθεια να μην επιδεινώνονται περαιτέρω οι ήδη επικίνδυνα τεταμένες ψυχροπολεμικές σχέσεις. Οι μεγαλοκακοποιοί όμως τους οποίους αντιμετωπίζει ο Bond κατά κανόνα στρέφονται εναντίον της Δύσης, και συνεργάζονται είτε με τη Σοβιετική Ένωση είτε με την Κίνα. Ο Bond είναι Βρετανός πράκτορας και ταυτόχρονα υπερασπίζεται τα συμφέροντα της νατοϊκής συμμαχίας – όπως μαρτυρεί η κολλητή φιλική και συνεργατική του σχέση με τον πράκτορα της CIA Felix Lighter. Στην ταινία Χρυσοδάκτυλος (1964), στόχος του μεγαλοκακοποιού είναι ο ίδιος ο δυτικός καπιταλισμός. Το σατανικό του σχέδιο είναι να καταστρέψει με μια ραδιενεργό βόμβα (που τον έχουν προμηθεύσει οι Κινέζοι) τα αποθέματα χρυσού των ΗΠΑ που φυλάσσονται από τον αμερικανικό στρατό στο φρούριο του Fort Knox. Αφηγηματικά και ευρύτερα συμβολικά, ο James Bond είναι ο υπερ-ήρωας που υπερασπίζεται τη Βορειοατλαντική Συμμαχία και τον δυτικό καπιταλισμό.
⁂
James Bond και κατηχητικό
Ένας κοσμοπολίτης μεγαλοαστός πράκτορας, που σχεδόν βιάζει τις κοπέλες που «κατακτά» σεξουαλικά έχοντας πίσω του την ισχύ του δυτικού καπιταλισμού και των νατοϊκών κρατών τα οποία υπερασπίζεται, δεν είναι τόσο δύσκολο να συνδυαστεί με το ιδεολόγημα «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια». Η ευκολία αυτού του συνδυασμού αποτελεί το ιδεολογικό υπόβαθρο της συγκρότησης της ιδεολογικής ταυτότητας της ελληνικής «κοινωνικής Δεξιάς». Το τραγούδι του κατηχητικού:
«Τα χριστιανόπουλα θα πάμε με φτερά
να πούμε μήνυμα που δίνει τη χαρά.
Μας περιμένει με λαχτάρα όλη η γη
κι εμείς κινήσαμε πρωί με την αυγή.
Τίποτε στον δρόμο δεν μας σκιάζει,
ούτε η μπόρα, ούτε το χαλάζι.
Έχουμε μαζί μας το Χριστό,
σύντροφο χαράς, πατέρα κι αδερφό.
Εμπρός, με μια ψυχή, μας περιμένει η γη.
Ο πόνος άπλωσε τα πέπλα του παντού,
γιατί ξεκίνησε απ’ τη χώρα του κακού.
Η γη γονάτισε και δεν αντέχει πια,
το κύμα θέριεψε και σπάσαν τα κουπιά.
Όμως εμείς το φως και τη γαλήνη
θα σκορπίσουμε μέσα στη δίνη.
Μέσα στο σκοτάδι όλης της γης
μήνυμα θα φέρουμε μιας θείας χρυσαυγής.
Εμπρός, με μια ψυχή, μας περιμένει η γη.»
είχε διασκευαστεί χιουμοριστικά ως ακολούθως:
«Τα χριστιανόπουλα θα πάνε σινεμά
να δούνε πράκτορα 007.
Τα φώτα σβήσανε και βγαίνει ο Τζέιμς Μποντ
με δέκα γκόμενες χωρίς κομπιναιζόν.»
Με άλλα λόγια, το τραγούδι του κατηχητικού συνυπήρχε με την κουλτούρα του James Bond (σε μια εικόνα που φέρνει λίγο και προς Hugh Hefner με τα Playboy bunnies του).
Δυο λόγια για την «ορίτζιναλ» εκδοχή του τραγουδιού του κατηχητικού. Προφανώς δεν πρόκειται για ένα σκέτα θρησκευτικό τραγουδάκι. Οι δύο τελευταίες στροφές είναι ανατριχιαστικά ψυχροπολεμικές.
«Ο πόνος άπλωσε τα πέπλα του παντού,
γιατί ξεκίνησε απ’ τη χώρα του κακού.»
Η χώρα του κακού –του Διαβόλου- είναι βέβαια η Σοβιετική Ένωση. Την οποία μπορεί μεν η δόκτωρ Κατσίγρα το 1957 να θαύμαζε για τον συντηρητισμό της σε ζητήματα γενετήσιας ηθικής, δεν έπαυε όμως να είναι ο υπ’ αριθμόν ένα εχθρός του ελληνοχριστιανικού καθεστώτος. Ας μη λησμονούμε και την αναμενόμενη αλληλεγγύη μεταξύ των ομοδόξων (ορθοδόξων) Εκκλησιών: της ελληνικής με τη ρωσική. Η Εκκλησία της Ελλάδος είχε εξ αρχής βαθιά ριζωμένο τον φόβο πως θα ακολουθούσε την τύχη της διωκόμενης Ρωσικής Ορθοδοξίας αν στην Ελλάδα επικρατούσαν οι ομοϊδεάτες των μπολσεβίκων. Η απειλή όμως είναι παγκόσμια:
«Η γη γονάτισε και δεν αντέχει πια,
το κύμα θέριεψε και σπάσαν τα κουπιά.»
Τα (ελληνο)χριστιανόπουλα οφείλουν επομένως να ταχθούν στην εξυπηρέτηση ενός ιερού σκοπού, που είναι η καταπολέμηση του παγκόσμιου κομμουνισμού:
«Όμως εμείς το φως και τη γαλήνη
θα σκορπίσουμε μέσα στη δίνη.
Μέσα στο σκοτάδι όλης της γης
μήνυμα θα φέρουμε μιας θείας χρυσαυγής.
Εμπρός, με μια ψυχή, μας περιμένει η γη.»
Αν ο Μιχαλολιάκος ήταν στα νιάτα του στο κατηχητικό, πιθανότατα εμπνεύστηκε την ονομασία της οργάνωσης της οποίας ήταν αρχηγός από τον προτελευταίο στίχο αυτού του τραγουδιού. Ήταν και θαυμαστής του Bond στα νιάτα του ο Μιχαλολιάκος; Δεν το ξέρουμε, χωρίς να το αποκλείουμε όμως.
Έχουμε και τη μαρτυρία του Περικλή Κοροβέση, ο οποίος στους Ανθρωποφύλακες περιγράφει τους βασανιστές του ασφαλίτες ως έχοντες πλήρη ιδεολογική ταύτιση με τον δυτικό καπιταλισμό. Η «κοσμοθεωρία» τους ήταν ο απόλυτος διπολισμός του ψυχρού πολέμου: Από τη μια η Αμερική, από την άλλη η Ρωσία, και εμείς είμαστε με την Αμερική, διότι η Ρωσία είναι χειρότερη.[10]
Διότι η Ρωσία είναι χειρότερη. Ακόμη και στο επίπεδο της διεθνούς επιρροής, η ιδεολογία της κοινωνικής Δεξιάς ορίζεται αρνητικά. Είμαστε με τους βασανιστές, τους βιαστές, τους χαφιέδες, πρώτον, διότι έχουμε ως πρότυπο τον υπερ-ήρωα James Bond, και δεύτερον, διότι οι εχθροί, που είναι το αντίστοιχο των κακοποιών που αντιμετωπίζει ο Bond, δεν είναι απλώς κακοί, είναι όργανα του Διαβόλου – και τους πρέπει η χειρότερη μοίρα. Άμα είναι άντρες, καλά να πάθουν που βασανίζονται. Άμα είναι γυναίκες, καλά να πάθουν που βιάζονται κιόλας – αφού η ίδια η σεξουαλική έλξη που ασκούν είναι βαλμένη μέσα τους από τον Διάβολο.
Ο μητροπολίτης Δωδώνης είναι εναντίον των αμβλώσεων με το σκεπτικό ότι όσες γυναίκες βιάζονται έχουν «συμμετοχή» στον βιασμό τους.
Έχω το εξής «κοινωνιολογικό προσόν»: Πρώτον, είμαι αρκετά μεγάλος στην ηλικία, και δεύτερον, είμαι γόνος μεγαλοαστικής οικογένειας. Θυμάμαι λοιπόν, πριν όχι και τόσο πολλές δεκαετίες, «κατά τα άλλα συμπαθητικά» μεγαλοαστόπαιδα να εκφράζουν απόψεις περί βιασμού περίπου ταυτόσημες με τις δηλώσεις του Χρυσόστομου. Μάλλον το πιο σοκαριστικό με τις συγκεκριμένες δηλώσεις είναι ότι δεν αποτελούν παραλήρημα ενός «πυροβολημένου τραγόπαπα». Αλλά τη θρασύτατη αποκάλυψη απόψεων που εξακολουθούν να χαρακτηρίζουν το ιδεολογικό καθεστώς της χώρας μας, το οποίο όμως κατά τις τελευταίες δεκαετίες προσπαθεί να τις αποβάλει από τον δημόσιο λόγο. Στο πλαίσιο της απόπειρας να κατασκευάσει ένα «ευρωπαϊκό», «εκσυγχρονιστικό» προσωπείο. Όπως φάνηκε και με τις δηλώσεις του Χρυσοστόμου Δωδώνης, εις μάτην.
Ιδού λοιπόν η ιδεολογική διάσταση της συγκρότησης της ελληνικής κοινωνικής Δεξιάς. Δυτικολατρεία, που συνδυάζει το προσωπείο του «ευρωπαϊσμού» με το πρακτοριλίκι και το σεξ ως βιασμό. Και ταυτόχρονα «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια», που νοείται ως η εξελληνισμένη εκδοχή του αντικομμουνισμού.
[1] Michel Foucault, Για την υπεράσπιση της κοινωνίας (μτφρ.: Τιτίκα Δημητρούλια), Αθήνα: Ψυχογιός, 2002, σ. 320. [2] Βλ. Κύρκος Δοξιάδης, «Η ιδεολογία στη μεταπολεμική Ελλάδα», Λεβιάθαν, τεύχος 13, 1993, σ. 127. [3] Michel Foucault, Ιστορία της σεξουαλικότητας 1: Η βούληση για γνώση (μτφρ.: Τάσος Μπέτζελος), Αθήνα: Πλέθρον, 2011, ιδίως σ. 134-186. [4] Νίκος Κάσδαγλης, Τα δόντια της μυλόπετρας, Αθήνα: Καστανιώτης, 1995 (πρώτη έκδοση: 1955). [5] Επ’ αυτού, βλ. Paul Hirst και Penny Woolley, Κοινωνικές σχέσεις και ανθρώπινες ιδιότητες (μτφρ.: Τάσος Μπέτζελος), Αθήνα: Πλέθρον, 2009, σ. 143-203. [6] Κάσδαγλης, Τα δόντια της μυλόπετρας, σ. 158-159. [7] Στο ίδιο, σ. 96-98. [8] Στο ίδιο, σ. 161-165. [9] Βλ. παλιό μου άρθρο στα «Ενθέματα» της Κυριακάτικης Αυγής με τίτλο «Ειρωνείες της ιστορίας;» – εμπεριέχεται στο: Κύρκος Δοξιάδης, Κοινωνία, ιδεολογία, ηθική, Αθήνα: Πλέθρον, 2001, σ. 81-83. [10] Περικλής Κοροβέσης, Ανθρωποφύλακες, Αθήνα: Εκδόσεις των Συναδέλφων, 2024 (πρώτη έκδοση: 1969), σ. 40-41.
Κύρκου Δοξιάδη, ομότιμου καθηγητή της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
https://commonality.gr/kyrkos-doxiadis-koinoniki-dexia-kai-sexoyalikotita/
Σχόλια (0)