Νέοι και άνεργοι, αλλά και σε αδυναμία να βρουν μια σταθερή δουλειά στην Ισπανία.
Παραμονές εκλογών, η κρίση στην απασχόληση είναι ένα από τα θέματα που θα κρίνει το αποτέλεσμα.
Κι ενώ η απερχόμενη κυβέρνηση προτάσσει τη μείωση της ανεργίας στο 20,1%, τα στοιχεία δείχνουν ότι το 90% των νέων συμβάσεων εργασίας αφορούν «συμβάσεις-σκουπίδια».
«Σε προσλαμβάνουν, σε απολύουν και μετά σε προσλαμβάνουν πάλι για να σε απολύσουν ξανά…» λέει στο Γαλλικό Πρακτορείο η νεαρή Ελένα Μάρτιν, περιγράφοντας τη δυσκολία να βρει κάποιος σταθερή δουλειά.
Έπειτα από επτά χρόνια κρίσης η κεντροδεξιά κυβέρνηση του Μαριάνο Ραχόι υποστηρίζει ότι η χώρα επέστρεψε στην ανάπτυξη από το 2014 και έχει καταφέρει να μειώσει την ανεργία που ήταν στο 26,9% στις αρχές του 2013.
Εκτός του ότι το ποσοστό είναι το δεύτερο μεγαλύτερο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μετά τα θλιβερά πρωτεία της Ελλάδας, στην ουσία δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Όταν ο Ραχόι διακηρύσσει ότι εάν ξανακερδίσει την εξουσία θα δημιουργήσει 500.000 θέσεις εργασίας τον χρόνο, οι αντίπαλοί του τον επικρίνουν λέγοντας ότι η Ισπανία είναι πλέον η χώρα της «διαδεδομένης ανασφάλειας», «των συμβάσεων – σκουπιδιών» και των «φτωχών εργαζομένων». Και όχι άδικα.
Είναι «ισχυρή η ανάκαμψη» λέει ο οικονομολόγος Ρέιμοντ Τόρες, ειδικός σύμβουλος στον Διεθνή Οργανισμό Εργασίας, αλλά, συμπληρώνει, «η Ισπανία ακόμα δημιουργεί κυρίως επισφαλείς, προσωρινές και ανεπιθύμητες θέσεις προσωπικής απασχόλησης».
Και βεβαίως το υπουργείο Εργασίας της χώρας επιβεβαιώνει την εκτίμηση: τα στοιχεία του δείχνουν ότι το 90% των συμβάσεων που έχουν συναφθεί από τις αρχές του χρόνου αφορούν προσωρινές θέσεις εργασίας.
Ακόμα και ο υπουργός Οικονομικών του Ραχόι, Λουίς ντε Γκίντος, έκανε λόγο για «μάστιγα» προσωρινών συμβάσεων.
«Η γενική αστάθεια στον χώρο της απασχόλησης προκαλεί δομικά προβλήματα στην Ισπανία» επισημαίνει ο Τόρες.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Οικονομικών στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης, Μαρσέλ Γιάνσεν, η οικονομία της χώρας βασίζεται όλο και περισσότερο στις κακοπληρωμένες θέσεις ανειδίκευτων, σε τομείς όπως ο τουρισμός και το telemarketing.
Και το πλέον σημαντικό είναι -συμπληρώνει ο καθηγητής- ότι οι Ισπανοί επιχειρηματίες έχουν αποκτήσει πλέον τη συνήθεια «να χρησιμοποιούν και μετά να πετάνε σαν βρώμικα χαρτομάντιλα τους εργαζομένους τους».
«Είναι πολλές οι συμβάσεις που διαρκούν μια εβδομάδα και πρόσφατα λέγεται ότι σημειώνεται μεγάλη έξαρση στις… συμβάσεις της μιας ημέρας (!)», συμπληρώνει.
«Ολοκληρωτική εκμετάλλευση»
Ο μέσος όρος των συμβάσεων εργασίας έχουν μειωθεί από 79 ημέρες που ήταν το 2006 στις 53,4 ημέρες πέρυσι, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία.
Όπως λέει στο AFP η 26χρονη Ελένα Μαρτίν, στο βιογραφικό της -που έχει καταθέσει στο γραφείο ευρέσεων εργασίας- αναφέρει ότι είναι «εντελώς διαθέσιμη».
Αλλά από το 2008, που ψάχνει για δουλειά, έχει καταφέρει να βρει μόνο περιστασιακά εργασία και αυτή σε καθεστώς «ολοκληρωτικής εκμετάλλευσης», σε τηλεφωνικό κέντρο, κατάστημα ρούχων, σερβιτόρα σε καφέ.
Η μερική απασχόληση κυριαρχεί και σε άλλους πιο ζωτικούς τομείς, όπως αυτόν της δημόσιας υγείας.
Όπως λέει ο Λανουέλ Λάγκο, οικονομολόγος στο μεγαλύτερο συνδικάτο της χώρας, γιατροί και νοσοκόμες συχνά προσλαμβάνονται με καθεστώς μερικής απασχόλησης, ορισμένες φορές μόνο για τα Σαββατοκύριακα.
«Την τελευταία δεκαετία», επισημαίνει, «161 εκατομμύρια συμβάσεις εργασίας έχουν υπογραφεί σε μια χώρα που διαθέτει κατά μέσο όρο 14,5 εκατ. εργαζόμενους. Αυτό σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι προσλαμβάνονται και φεύγουν, αλλάζουν πόστα και δραστηριότητες με φρενήρεις ρυθμούς».
Η εργασιακή μεταρρύθμιση που υιοθέτησε η συντηρητική κυβέρνηση Ραχόι το 2012, όχι μόνο δεν έλυσε το πρόβλημα, αλλά πιθανότατα το επιδείνωσε.
Για παράδειγμα καθιέρωσε συμβάσεις μόνιμης εργασίας με δοκιμαστική περίοδο ενός έτους για επιχειρήσεις που έχουν λιγότερους από 50 εργαζόμενους, με τη λήξη των οποίων ο εργοδότης είχε δικαίωμα απόλυσης του υπαλλήλου του χωρίς εξηγήσεις και χωρίς αποζημίωση.
Η συνεχής συρρίκνωση των μισθών είναι ένα δεύτερο πρόβλημα, το οποίο επίσης κυριαρχεί προεκλογικά.
«Υπάρχει μια αξιοσημείωτη αύξηση των φτωχών εργαζομένων που κερδίζουν λιγότερα από 690 ευρώ τον μήνα» λέει ο Τόρες.
Και για να αντισταθμίσει τη ζημιά, επισημαίνει ο ILO, η Μαδρίτη θα μπορούσε να αυξήσει τον κατώτατο μισθό -που το 2015 ήταν 757 ευρώ τον μήνα για 12 μήνες- κατά 10% την επόμενη τριετία, χωρίς να βλάψει την ανταγωνιστικότητα και τη δημιουργία θέσεων εργασίας.