Κράτος και νέο δημόσιο μάνατζμεντ | Μέρος Δεύτερο

Κράτος και νέο δημόσιο μάνατζμεντ | Μέρος Δεύτερο

  • |

Η προνοιακή απορρύθμιση μέσα από την επιχειρηματική διακυβέρνηση,
τις «καλές πρακτικές» και την ISO προτυποποίηση

Το άρθρο συζητά την αυξανόμενη επιρροή του ιδιωτικοοικονομικού μάνατζμεντ στην κρατική πολιτική καθώς και μια σειρά από μοντέλα απορρύθμισης της ευρύτερης δημόσιας διοίκησης. (Δείτε το πρώτο μέρος ΕΔΩ)

5.Το υπευθυνοποιητικό κράτος

Ένα πρώτο ζήτημα που ανακύπτει από τα παραπάνω μοντέλα είναι ο ρόλος του κράτους και η κατεύθυνση προς την οποία μεταβάλλονται οι παραδοσιακοί τρόποι λειτουργίας του ως προς τη γραφειοκρατία και την κοινωνική πολιτική. Παρότι το παραδοσιακό βεμπεριανό υπόδειγμα της γραφειοκρατίας (διαχωρισμός λειτουργιών, ιεραρχία αξιωματούχων, υπακοή σε τυπικούς κανόνες, πειθαρχία σε εντολές, υπαγωγή της διοίκησης στο κράτος) επικρατεί ακόμα στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες, ζήτημα αντιπαράθεσης έχει αποτελέσει το κατά πόσον το ΝΔΜ και η επιχειρηματική διακυβέρνηση εισάγουν μια δέσμη καινοτομιών και αλλαγών στις ισχύουσες πρακτικές, ώστε να μπορεί να γίνει λόγος για μια μετάβαση «από τον Μαξ Βέμπερ στο ΝΔΜ» ( Reichard 1995). Στο πλαίσιο μιας τέτοιας μετάβασης, υποστηρίζεται ότι οι ορθολογικότητες βεμπεριανού τύπου τείνουν να αντικατασταθούν από άλλες, π.χ. εξαιτίας της τάσης αυτονόμησης και μερικής ιδιωτικοποίησης της διοίκησης και στελέχωσής της από ένα προσωπικό που βρίσκεται πιο κοντά στην αγορά απ ’ ότι στο κράτος ( Exworthy / Halford 1999: 11). Αντίθετα, συγγραφείς όπως ο Lynn (2001: 144) υποστηρίζουν ότι σε αντίθεση με το Παλιό Δημόσιο Μάνατζμεντ βεμπεριανού τύπου, στην πράξη δεν έχει εφαρμοστεί ένα πλήρως Νέο Δημόσιο Μάνατζμεντ και κάθε χώρα προσαρμόζει επιμέρους πρακτικές σε ένα κατά τα άλλα σταθερά κρατοκεντρικό μοντέλο διοίκησης.

Η άποψη που βλέπει το ΝΔΜ να κλονίζει τη βεμπεριανή προσέγγιση της υπαγωγής της διοίκησης στο κράτος φαίνεται πως ευσταθεί μόνο ως προς τη ρητορική του ΝΔΜ. Πρόκειται για μια ρητορική που περιορίζει το ρόλο του κράτους απλώς στο γενικό σχεδιασμό της διοίκησης και προτάσσει το διαχωρισμό των πεδίων πολιτική και διοίκηση. Ωστόσο, μολονότι οι ρητορικές του ελάχιστου κράτους, της αποκέντρωσης και της αυτοδιοίκησης πράγματι κερδίζουν σε επιρροή, στην πράξη το κράτος συνεχίζει να εργαλειοποιεί τη διοίκηση ανάλογα με την οικονομική του μορφή (π.χ. κεϋνσιανή ή μονεταριστική). Ως προς αυτή την εργαλειοποίηση, η λογική των μεταρρυθμίσεων στην κατεύθυνση της λειτουργίας της διοίκησης με κριτήρια αγοράς ( marketization ) δεν αντιβαίνει στη βεμπεριανή ερμηνευτική.

Επιπρόσθετα, το ΝΔΜ βρίσκεται πιο κοντά στις αρχές του μεθοδολογικού ιντιβιντουαλισμού και στη βεμπεριανή πρόσληψη της δράσης ως ορθολογικής ως προς το σκοπό. Δεν είναι τυχαίο ότι θεωρίες ορθολογικής επιλογής, οι οποίες αντλούν απ ’ το βεμπεριανό σχήμα, αποτελούν τη θεωρητική βάση του ΝΔΜ. Με αυτή την έννοια, φαίνεται πως το ΝΔΜ όχι μόνο επανα-επιβεβαιώνει τη βεμπεριανή προσέγγιση ως προς τη σχέση κράτους-διοίκησης και την ανανεώνει στη συγκυρία της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης, αλλά εμβαθύνει σε αυτήν μέσα από τη θεωρητική επεξεργασία μοντέλων ορθολογικής επιλογής, συμπεριφορισμού και αναλύσεων κόστους-οφέλους. Με άλλα λόγια, η διοίκηση (παραδοσιακά) υφίσταται διαρκώς αλλαγές, αλλά επηρεάζεται ευθέως από την οικονομική μορφή του κράτους και υπόκειται σε ρύθμιση. Κατά συνέπεια, επιδιώκεται η εντατικοποίηση του «πολιτικού εκσυγχρονισμού», όχι με την έννοια του περιορισμού του κράτους, αλλά με την έννοια ενός πολιτικά ελεγχόμενου και εξουσιαστικού συντονισμού της προνοιακής απορρύθμισης.

Σε αυτό το πλαίσιο, η απορρύθμιση δηλώνει, όπως αναφέρει η Krasmann (1999: 112) «μια διαδικασία μεταβίβασης άλλοτε κρατικών αρμοδιοτήτων και μια συνακόλουθη στρατηγική υπευθυνοποίησης». Το αποτράβηγμα του κράτους από την προνοιακή πολιτική αύξησε τον κοινωνικό ρόλο ιδιωτικών φορέων της αγοράς, κοινοτήτων, κοινωνικών συνδέσμων, εθελοντικών οργανώσεων αλλά και των ατόμων. Δεν είναι συμπτωματική η έμφαση στην έννοια της «εταιρικής κοινωνικής ευθύνης» ( corporate social responsibility ). Με κριτήρια εταιρικής συμπεριφοράς που «συγκρίνονται με στάνταρντ όπως αυτά που πιστοποιούνται από το νόμο ή από διεθνείς οργανισμούς» ( Campbell 2006: 928), δηλαδή όπως τα κριτήρια τύπου ISO, η «κοινωνική εταιρική ευθύνη» σηματοδοτεί τη συμμετοχή των εταιρειών στην επίλυση κοινωνικών προβλημάτων, σε περιβαλλοντικά ζητήματα, ενάντια στην παγκόσμια φτώχεια, υπέρ των δικαιωμάτων των παιδιών κ.α. Μαζί με την «εταιρική ευθύνη» διευρύνεται και το «κοινωνικό μάρκετινγκ» ( social marketing ), το οποίο επιτάσσει την υιοθέτηση στρατηγικών μάρκετινγκ από μάνατζερς για την επιδίωξη οριζόμενων ως μη εμπορικών στόχων που αφορούν την κοινωνική ζωή.

Στο ίδιο πνεύμα, κάθε λογής αγαθοεργίες και πρωτοβουλίες αναλαμβάνονται από πολυεθνικές ή μεγάλους επιχειρηματίες, οι οποίοι από τη μια αποτελούν προϊόντα του νεοφιλελευθερισμού και από την άλλη πρεσβεύουν μια οικουμενική, μεταμοντέρνα ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης στην κατεύθυνση ενός «καπιταλισμού χωρίς τριβές» (βλ. Zizek 2009: 28). Σε αυτό το πλαίσιο, επανέρχονται ανανεωμένες διάφορες μορφές φιλανθρωπίας από φορείς όπως η εκκλησία και οι μη-κερδοσκοπικοί σύλλογοι (πολιτιστικά ιδρύματα, ενώσεις εθελοντών, ομάδες επαγγελματιών που οργανώνουν εράνους κτλ.). Στο κοινωνικό επίπεδο αυξάνονται οι δράσεις «κοινωνικής ευθύνης» μέσα από κινήματα «ενός αιτήματος» και πρωτοβουλίες πολιτών, που δεν παρουσιάζουν ιδεολογική ή ταξική ομοιογένεια και αποσκοπούν στη διόρθωση μεμονωμένων ζητημάτων.

Το κυριότερο όμως είναι ότι ακολουθούνται μια σειρά από πολιτικές «αυτο-ευθύνης» ( self – responsibility ), «υπευθυνοποίησης» ( responsibilisation ) και «ενεργοποίησης» ( activation ) των πολιτών. Αυτό το υπευθυνοποιητικό και «ενεργοποιητικό κράτος» ( aktivierender Staat ) ( Eick 2003) βρίσκεται στο κέντρο των κοινωνικών διαδικασιών και λειτουργεί ως ο από απόσταση συντονιστής τους. Μέσα από την πολιτική εξατομίκευση μεγιστοποιείται το κοινωνικό κεφάλαιο «ατομική ευθύνη» και παραμετροποιούνται συλλογικά διακυβεύματα. Μέχρι και η έννοια «κοινωνία» παύει να δημιουργεί συνειρμούς συλλογικότητας και αρχίζει να γίνεται κατανοητή ως ένας κατακερματισμένος, μη-συστημικός χώρος, ως κάτι που «δεν υπάρχει», καθώς, όπως τόνιζε και η Θάτσερ ήδη το 1987, «υπάρχουν μόνο άτομα». Κατά την Θάτσερ, τα άτομα αυτά, που ως τότε συνέδεαν τα προβλήματά τους με το κράτος και αναζητούσαν σε αυτό λύσεις, θα έπρεπε να φροντίζουν για τον εαυτό τους χωρίς «να σκέφτονται συνεχώς τις κοινωνικές παροχές», αλλά να τηρούν τις «υποχρεώσεις» τους:

Πάρα πολλοί άνθρωποι έχουν αφεθεί να πιστεύουν ότι αν έχουν ένα πρόβλημα, είναι δουλειά της κυβέρνησης να το αντιμετωπίσει. «Έχω ένα πρόβλημα, θα πάρω ένα δάνειο». «Είμαι άστεγος, η κυβέρνηση πρέπει να με στεγάσει». Στρέφουν το πρόβλημά τους στην κοινωνία. Όπως ξέρετε, δεν υπάρχει κοινωνία, υπάρχουν άντρες, γυναίκες και οι οικογένειές τους και καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να κάνει τίποτα παρά μόνο μέσω των ανθρώπων και οι άνθρωποι κοιτάζουν πρώτα τον εαυτό τους (…). Η ζωή είναι μια υπόθεση αμοιβαιότητας και οι άνθρωποι σκέφτονται συνεχώς τις παροχές, χωρίς να σκέφτονται τις υποχρεώσεις (Thatcher, 31.10.1987).11

Παρομοίως (και σε αρμονία με τη θατσερική λογική), ένας από τους δριμύτερους επικριτές του κράτους πρόνοιας στις ΗΠΑ, τόνιζε ότι «αντί (η κυβέρνηση) να μέμφεται όσους παρεκκλίνουν, θα πρέπει να πείσει τους ανθρώπους να μέμφονται τον εαυτό τους . Αυτή η αίσθηση της ευθύνης δεν είναι κάτι που τα άτομα μπορούν να παράγουν από μόνα τους. Έγκειται εν τέλει στις δημόσιες νόρμες και τη συλλογική επιβολή» ( Mead 1986: 10, έμφαση Mead ). Για τον Mead (ό.π.: 5), βασική αδυναμία του κράτους πρόνοιας είναι η «επιτρεπτικότητά» του, καθώς και το γεγονός ότι αυτό «δεν ζητάει πολλά από τους φτωχούς» και τους πριμοδοτεί με περισσότερη ελευθερία απ ’ ότι θα έπρεπε. Σε αυτό το πλαίσιο, κυρίαρχο ζήτημα είναι η υπευθυνοποίηση αυτών των ομάδων, ώστε να μη θεωρείται «ότι η ευθύνη για τους φτωχούς και τα προβλήματά τους βρίσκεται έξω απ ’ αυτούς, στην κυβέρνηση και την κοινωνία» (ό.π.: 46).

Προτείνοντας ένα πολιτικό μοντέλο που ωθεί τα άτομα να μειώνουν τις προσδοκίες τους από το κράτος και να νιώθουν τα ίδια υπεύθυνα για την κατάσταση και τα προβλήματά τους, ο Mead δεν κάνει άλλο από το να θεωρητικοποιεί και να ηθικοποιεί τις αξίες της νεοφιλελεύθερης οικονομίας. Σε αυτό το πλαίσιο, η έννοια της κοινωνικής συμμετοχής αποκτά το χαρακτήρα ενός πολιτικού πλουραλισμού βασισμένου λιγότερο σε συλλογικές διεκδικήσεις και περισσότερο σε ένα μάνατζμεντ κατατμηματισμού της ευθύνης, το οποίο απαντά σε αυτό που ο Offe (1987: 506) χαρακτήριζε το 1987 ως «ηθική κρίση του κράτους πρόνοιας». Η «επανα-ηθικοποίηση του κράτους» (ό.π.: 507) πραγματοποιείται μέσα από το όραμα ενός αυτεξούσιου «λειτουργικού πολίτη», ο οποίος μέσα από τη συμμετοχή του, όχι μόνο αναπαράγει τις νέες οικονομικές νόρμες και τον πολιτικό ιντιβιντουαλισμό, αλλά αισθάνεται και ένοχος για τις δυσλειτουργίες του συστήματος.

Προφανώς, η κατασκευή του «λειτουργικού πολίτη» δεν είναι καινούργιο ζητούμενο, αλλά αποτελεί μια σύμφυτη με τη νεωτερικότητα διαδικασία, την κατασκευή αυτού που ο Foucault χαρακτήρισε ως «υπάκουο υποκείμενο» μέσα από την κυβερνητικότητα ( governmentality ) και τη «διακυβέρνηση του εαυτού» ( Foucault 1998: 428). Στο πλαίσιο της φουκωϊκής κυβερνητικότητας, οι τρόποι διάχυσης, πειθάρχησης, διάδοσης, εσωτερίκευσης και καθημερινοποίησης του κοινωνικού ελέγχου, δεν κατευθύνονται απλώς από ένα κέντρο εξουσίας και την ηθική του επιταγή, αλλά αποτελούν το σύνολο λιγότερο ή περισσότερο οργανωμένων σχέσεων μεταξύ υποκειμένων, τα οποία, εντός της διαδικασίας καθυπόταξης, πειθάρχησης και ταξινόμησής τους είναι ταυτόχρονα πομποί και δέκτες μιας εξουσίας που συντίθεται πλεγματικά ( Foucault 1991:107). Τούτο σημαίνει πως ο «λειτουργικός πολίτης» του νεοφιλελευθερισμού περισσότερο από το να είναι απλώς το παθητικό υποκείμενο του κράτους, ή «ο αδρανής και συναινών στόχος της εξουσίας» ( Foucault 1991: 107), μέσα από την υπευθυνοποίηση και ενεργοποίησή του, κατασκευάζεται ως «το στοιχείο άρθρωσης της (εξουσίας)» (ό.π.). Με τον τρόπο αυτό, το υπευθυνοποιητικό κράτος «διοικεί από απόσταση» ( Garland 1996: 469), χωρίς να πρέπει να παιδαγωγεί ανά πάσα στιγμή τα άτομα στις επιταγές της εξουσίας. Εκείνο που θα πρέπει να τονιστεί είναι ότι αυτή η υπευθυνοποιητική, νεοφιλελεύθερη κυβερνητικότητα την οποία συζητά ο Foucault δεν συνεπάγεται την υποχώρηση του κράτους από τη διακυβέρνηση, αλλά μια μεταβολή της πολιτικής με στόχο την αναδιάρθρωση των κοινωνικών σχέσεων εξουσίας. 12

Οι μετατοπίσεις/επεκτάσεις της κρατικής εξουσίας προς τα πάνω (προς υπερεθνικούς οργανισμούς, διεθνείς αξιολογητές κ.α.) και προς τα κάτω (προς τις κοινότητες και τις άτυπες οργανώσεις), αλλά και οριζόντια μέσα από τη δημόσια διοίκηση, αντανακλούν τη νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση και ωθούν στη διάχυση πρακτικών πολιτικού ιντιβιντουαλισμού, χωρίς να υποκαθιστούν τις λειτουργίες κρατικής ρύθμισης ή και καταστολής. Με άλλα λόγια η μεταπρονοιακή πολιτική υπευθυνοποίησης θα πρέπει πράγματι να εκληφθεί ως «διακυβέρνηση από απόσταση» όπως περιγράφει ο Garland, αλλά όχι αντίστροφα, ως «απόσταση από τη διακυβέρνηση». Το ΝΔΜ και οι συναφείς ρητορικές επιχειρηματικής και καλής διακυβέρνησης, αλλά και οι στρατηγικές προτυποποίησης όπως το ISO, στοιχειοθετούν και αντανακλούν ακριβώς αυτή την «από απόσταση διακυβέρνηση». Υπευθυνοποιώντας τα άτομα στην κατεύθυνση της νεοφιλελεύθερης αναπροσαρμογής επιδιώκουν – παρά τις αντιφάσεις και διαφοροποιήσεις τους – τη δημιουργία «λειτουργικών» και «αποτελεσματικών» υποκειμένων, των οποίων η δράση είναι τυποποιήσιμη και αξιολογήσιμη, ενώ ταυτόχρονα είναι ευέλικτη και εξατομικευμένη, είτε πρόκειται για παρόχους είτε για λήπτες δημόσιων υπηρεσιών.

Ενδεικτική των αντινομιών των νέων μοντέλων είναι η μεταβολή σχετιζόμενων με τη διοίκηση κοινωνικών ταυτοτήτων. Αν στη γραφειοκρατία του κράτους πρόνοιας οι ταυτότητες βασίζονταν σε μια διάκριση ανάμεσα στον εργάσιμο και τον ελεύθερο χρόνο ή ακόμα και στην ιδέα ότι οι γραφειοκράτες της διοίκησης είχαν έναν δικό τους «αληθινό εαυτό» πίσω από τα μηχανιστικά τους καθήκοντα (βλ. Halford / Leonard 1999: 108), τα νέα ζητούμενα διαφέρουν. Μέσα από το θόλωμα των ορίων ανάμεσα σε δημόσιο-ιδιωτικό, π.χ. μέσα από τη μερική ιδιωτικοποίηση των δημόσιων οργανισμών, την ευελικτοποίηση (π.χ. μέσα από τις στρατηγικές flexicurity ), οι κοινωνικές ταυτότητες κατασκευάζονται εκ νέου και γίνονται ευέλικτες, ευμετάβλητες και καταστασιακές (ό.π.), σε αναλογία με την αναδιάρθρωση των σχέσεων εξουσίας του νεοφιλελευθερισμού.

6.Τελικές παρατηρήσεις

Οι κατευθύνσεις που συζητήθηκαν παραπάνω, το ΝΔΜ, η «επιχειρηματική διακυβέρνηση», η «καλή διακυβέρνηση/καλές πρακτικές» και η ISO προτυποποίηση διατρέχουν τα Μνημόνια Ι ως ΙΙΙ εν όψει της «έκτακτης ανάγκης» της ελληνικής οικονομικής κρίσης. 13 Μάλιστα, στην πορεία αναζήτησης τρόπων δικαιολόγησης και εμπέδωσης των μεταρρυθμίσεων φαίνεται πως τα μοντέλα αυτά χαίρουν ολοένα και μεγαλύτερης διάδοσης και τείνουν να λειτουργήσουν ως το θεωρητικό υπόβαθρο της μεταρρύθμισης. Στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης, τα μέτρα που λαμβάνονται από τον Απρίλιο του 2010 και μετά δεν θα μπορούσαν να έχουν επιβληθεί από μια αποκλειστικά εθνική κυβερνητική ρύθμιση. Η σφοδρότητα και το εύρος των μέτρων, η επίθεση στην μισθωτή εργασία με δηλωμένο στόχο τον αποπληθωρισμό της οικονομίας και την ανταγωνιστικότητα μέσα από τη μείωση μισθιακού κόστους, η ταχεία απορρύθμιση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, οι περικοπές και η πρωτοφανής φιλελευθεροποίηση μαζί με μια σειρά διοικητικές μεταρρυθμίσεις στο τοπικό και περιφερειακό επίπεδο με σκοπό συγχωνεύσεις, απολύσεις, μεταρρυθμίσεις προς όφελος της «επιχειρηματικότητας» και του «ανοίγματος» της οικονομίας, αποτέλεσαν μέτρα που δύσκολα θα μπορούσαν να έχουν εφαρμοστεί δίχως την υπογραφή του Μνημονίου και την εμπλοκή της ΕΚΤ και του ΔΝΤ. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια, ότι οι μεταρρυθμίσεις αυτές επιβλήθηκαν απλώς εκ των άνω, πάνω σε ένα «αδύναμο» έθνος-κράτος, έρμαιο ακαθόριστων παγκόσμιων αγορών και κερδοσκοπικής σπέκουλας. Αντίθετα, οι αποφάσεις που έπονταν της κρίσης έδειξαν ότι το κράτος δρομολόγησε εν όψει της οικονομικής κρίσης χρέους την εμπλοκή των οργανισμών αυτών, προκειμένου να στερεοποιήσει μεταρρυθμίσεις που στον έναν ή στον άλλο βαθμό θα επιδιώκονταν και που επιτάσσονταν από τον ήδη νεοφιλελεύθερο προσανατολισμό του.

Αξιοσημείωτο είναι, ότι εκείνο που προωθείται στο όνομα της «δημοσιονομικής πειθαρχίας» μέσα από την απορρύθμιση του δημόσιου χαρακτήρα της διοίκησης δεν είναι κάποιου είδους εκσυγχρονιστικό «κοινό καλό», όπως υποστηρίζουν οι οργανωτές της μεταρρύθμισης, αλλά μια σειρά από ταξικά καθορισμένες και στρατηγικά επιλεκτικές νέες μορφές κοινωνικής πειθαρχίας. Στη νέα κοινωνική πειθάρχηση, οι προτεραιότητες επιχειρηματικών ομάδων και αστικών στρωμάτων που είχαν ήδη απαγκιστρωθεί από τις δημόσιες παροχές, επειδή είχαν τα μέσα να στραφούν π.χ. στην ιδιωτική αγορά υπηρεσιών, γίνονται πολιτικά ζητούμενα. Αντίθετα, κατώτερα ταξικά στρώματα που είχαν ανάγκη το κράτος πρόνοιας και επωφελούνταν από το δημόσιο χαρακτήρα των οργανισμών και της διοίκησης όχι μόνο πιέζονται από τη συγκυρία του χρέους, αλλά ενοχοποιούνται για τη συγκυρία αυτή (για τα δημόσια ελλείμματα, το χρέος, την κακοδιαχείριση του δημοσίου κ.α.) και υπευθυνοποιούνται στην κατεύθυνση της ιδιωτικής διαχείρισης των ζητημάτων και προβλημάτων τους.

Ενδεικτικές της διαδικασίας ενοχοποίησης/υπευθυνοποίησης των ταξικών ομάδων που επωφελούνταν από τον δημόσιο ή προνοιακό χαρακτήρα της διοίκησης είναι οι ηθικές και συμπεριφορικές αιτιάσεις που δίνονται από κυβερνητικά στελέχη και διάφορους οικονομικούς αναλυτές για την κρίση. Μια τέτοια χαρακτηριστική αιτιολόγηση παρείχε σε ομιλία του ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γ. Προβόπουλος (2010). Όπως εξήγησε ο Προβόπουλος, η Ελλάδα έφτασε στην κρίση εξαιτίας της εσφαλμένης συμπεριφοράς των οικονομικών υποκειμένων, π.χ. λόγω «μιας καταναλωτικής συμπεριφοράς στα όρια της πολυτέλειας» και μιας «κουλτούρας του μικροπρόθεσμου και του εύκολου πλουτισμού», ή για ηθικούς λόγους, π.χ. εξαιτίας «μιας επιλεκτικής και κατά βούληση συμμόρφωσης με το νόμο και τους κανονισμούς». Επίσης, ανέφερε λόγους ενδογενών νοοτροπιών, όπως «οι δογματικές ερμηνείες της πραγματικότητας», ή «η διατήρηση κεκτημένων προνομίων ενάντια στο γενικό κοινωνικό συμφέρον», και «μια άρνηση να γίνει έστω και η μικρότερη προσπάθεια προς την οικοδόμηση της συναίνεσης» και βέβαια, λόγους ανεπαρκούς υπευθυνοποίησης, όπως η «μετατόπιση της ευθύνης σε άλλους». 14

Η εξάλειψη τέτοιων στοιχείων θα αποτελεί σύμφωνα με την άποψη των μεταρρυθμιστών τη βασική μέθοδο για να ξανακερδηθεί η «εμπιστοσύνη των αγορών». Ωστόσο, εκείνο που τελικά φαίνεται να «εμπιστεύονται» οι αγορές είναι η αποτελεσματικότητα κρατών τα οποία, στο όνομα της δημοσιονομικής πειθαρχίας θα μπορούν να επιβάλλουν μορφές κοινωνικής πειθάρχησης στις επιταγές της νεοφιλελεύθερης ταξικής αναδιάρθρωσης. Ο «εκσυγχρονισμός» της δημόσιας διοίκησης, το ΝΔΜ, τα μοντέλα επιχειρηματικής πολιτικής, καλών πρακτικών και η ISO -Διακυβέρνηση, παρά το μανδύα τους ως τα τεχνοκρατικά, προσανατολισμένα στην αποτελεσματικότητα μοντέλα ενός μη-παρεμβατικού κράτους, συνιστούν – παρά τις αντιφάσεις και τον (προσώρας) αποσπασματικό τρόπο εφαρμογής τους – τους νέους ιδεολογικούς άξονες του (νεοφιλελεύθερου) κράτους, που, όπως κάθε άλλη μορφή καπιταλιστικού κράτους, στοχεύει στην αναπαραγωγή των σχέσεων ταξικής εξουσίας, εργαλειωποιώντας με τα διοικητικά μέσα στη διάθεσή του το «εθνικό συμφέρον».


 

9 Για παράδειγμα, πιστοποιημένοι με διάφορα ISO δημόσιοι οργανισμοί είναι ανάμεσα σε άλλους: το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ για το πεδίο εφαρμογής «Παροχή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Προγραμματισμός, Σχεδιασμός και Ωρίμανση, Υλοποίηση, Παρακολούθηση και Διαχείριση Συγχρηματοδοτούμενων Έργων» (Δείτε ΕΔΩ http://www.ika.gr/gr/infopages/iso_policy.cfm) και η Διεύθυνση Μεγάλων Έργων της Εθνικής Τράπεζας. Η εν λόγω Διεύθυνση «προσφέρει εξειδικευμένες λύσεις κατά το στάδιο δόμησης της συμφωνίας χρηματοδότησης των έργων και συμμετέχει στην οργάνωση/διαχείριση μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων κοινοπρακτικών ή και ομολογιακών δανείων» (Δείτε ΕΔΩ). Επίσης, η ΔΕΗ με την πιστοποίηση Περιβαλλοντικής Διαχείρισης σε διάφορες μονάδες παραγωγής ανά την Ελλάδα (Δείτε ΕΔΩ ), αλλά και κάποια Τμήματα της Βουλής. Η πιστοποίηση της Βουλής «αφορούσε την υπηρεσία εφαρμογής Ευρωπαϊκών προγραμμάτων σχετικά με τον προγραμματισμό, τη διαχείριση των συμβάσεων, την παρακολούθηση & πιστοποίηση φυσικού αντικειμένου, την οικονομική διαχείριση και τη λειτουργία Ευρωπαϊκών προγραμμάτων» (Δείτε ΕΔΩ).

10 Βλ . «Relation ENQA-ISO: Application of standard systems to Higher Education», European Association for Quality Assurance in Higher Education (ENQA), EEGECS, Thematic Network . (Δείτε ΕΔΩ)

11 Από τη συνέντευξη της Θάτσερ στο Women’s Own, βλ. Margaret Thatcher Foundation, (Δείτε ΕΔΩ)

12 Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ο Lemke, σε αντίθεση με άλλες αναγνώσεις αυτής της φουκωϊκής θέσης, υποστηρίζει ότι η προσέγγιση του Foucault για τη νεοφιλελεύθερη κυβερνητικότητα αναδεικνύει τις μετατοπίσεις της κρατικής εξουσίας, καθώς και ότι η λεγόμενη υποχώρηση του κράτους είναι ουσιαστικά μια επέκταση της νεοφιλελεύθερης διακυβέρνησης: «Εκείνο που παρατηρούμε σήμερα δεν είναι την ελάττωση της κρατικής κυριαρχίας και του κρατικού σχεδιασμού, αλλά τη μετατόπιση από επίσημες σε ανεπίσημες τεχνικές διακυβέρνησης και την εμφάνιση νέων φορέων στο σκηνικό της διακυβέρνησης που σηματοδοτούν ουσιώδεις μεταβολές στην κρατικότητα (statehood ) [ … ]. Αυτό περιλαμβάνει απ ’ τη μια πλευρά τη μετατόπιση πρακτικών που πριν καθορίζονταν από το έθνος-κράτος σε υπερεθνικά επίπεδα, και απ ’ την άλλη μεριά την ανάπτυξη μορφών υποπολιτικής “ κάτω ” απ ’ την πολιτική με την παραδοσιακή της έννοια. Με άλλα λόγια, η διάκριση ανάμεσα σε κράτος και κοινωνία και ανάμεσα σε πολιτική και οικονομία δεν λειτουργεί σαν βάση ή σαν όριο, αλλά σαν στοιχείο και αποτέλεσμα ειδικών νεοφιλελεύθερων τεχνολογιών διακυβέρνησης» Lemke (2010: 58).

13 Στο εδάφιο «Η μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης» του Μνημονίου προβλέπονται: η αναδιοργάνωση της δημόσιας διοίκησης (έλεγχος «κατά τρόπο οριζόντιο για ζητήματα που σχετίζονται με λειτουργίες σχεδιασμού, οργάνωσης, στελέχωσης και ελέγχου»), μείωση δαπανών (δημιουργία ενιαίας αρχής πληρωμών, λειτουργικές δαπάνες), αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας και καταλληλότητας των υφιστάμενων κοινωνικών προγραμμάτων και μεταρρύθμιση ή ακύρωση των λιγότερο αποτελεσματικών, έλεγχος από «διεθνώς αναγνωρισμένους εξωτερικούς εμπειρογνώμονες», ποσοτικοποίηση (αποτελεσμάτων, εξοικονόμησης δημοσίων δαπανών), εξορθολογισμός (μεταρρύθμιση του «συστήματος διαχείρισης ανθρωπίνων πόρων», έτσι ώστε «η αμοιβή να αντανακλά την παραγωγικότητα και τα καθήκοντα» με στόχο «το σχεδιασμό των επιχειρησιακών βημάτων, την αύξηση της αποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης») (βλ. Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, τ. 1, Αριθμός Φύλλου 65, 06.05.2010).

14 Provopoulos, G.: The state and prospects of the Greek economy and economic policy challenges, ομιλία στο Annual Meeting of Shareholders of the Bank of Greece, Athens, 27 April 2010, (Δείτε ΕΔΩ)


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Campbell, John L., Institutional Analysis and the Paradox of Corporate Social Responsibility, στο American Behavioral Scientist, τ. 49, Νούμ. 7, 2006.

Clarke, John, Gewirtz, Sharon, McLaughlin, Eugene (επιμ.), New Managerialism, New Welfare?, Sage Publications, London 2000.

Eick, Volker, Und das ist auch gut so…: Polizieren im Berlin des 21. Jahrhunderts, στο: Nissen, Sylke (επιμ.), Kriminalität und Sicherheitspolitik, Leske und Budrich, Opladen, 2003.

Exworthy, Mark, Halford, Susan, Professionals and Managers in a Changing Public Sector: Conflict, Compromise or Collaboration?, στο Exworthy, Mark, Halford, Susan (επιμ.), Professionals and the New Managerialism in the Public Sector, Open University Press, Philadelphia, 1999.

Ferlie, Ewan, Pettigrew, Andrew, Ashburner, Lynn, Fitzgerald, Louise, The New Public Management in Action, Oxford University Press, Oxford, 1996.

Foucault, Michel, Η Μικροφυσική της Εξουσίας, Ύψιλον, Αθήνα, 1991.

Foucault, Michel, Foucault: Ausgewählt und vorgestellt von Pravu Mazumdar, Peter Sloterdijk, Diederichs, München, 1998.

Friedrichsmeier, Helmut, New Public Management: eine Standortbestimmung, στο Friedrichsmeier, Helmut (επιμ.), New Public Management: Entwicklungen, Standortbestimmungen, kritische Betrachtungen, Bohnmann Buchverlag in Verlagsgemeinschaft mit MANZ Verlag Schulbuch, Wien, 2000.

Grüning, Gernod, Grundlagen des New Public Management: Entwicklung, theoretischer Hintergrund und wissenschaftliche Bedeutung des New Public Management aus Sicht der politisch-administrativen Wissenschaften der USA, LIT Verlag, Münster- Hamburg- London, 2000.

Halford, Susan, Leonard, Pauline, Professionalism, Managerialism and the Construction of Self, στο Exworthy, Mark, Halford, Susan (επιμ.), Professionals and the New Managerialism in the Public Sector, Open University Press, Philadelphia, 1999.

Kiely, R, Neoliberalism Revised?: A critical account of World Bank concepts of Good Governance and Market-Friendly Intervention, στο Capital and Class, τ. 64, 1998.

König, Klaus, Institutionelle Aspekte der Modernisierung: Die Sphäre der öffentlichen Verwaltung, στο Hill, Hermann (επιμ.), Modernisierung – Prozess oder Entwicklungsstrategie?, Campus Verlag, Frankfurt/New York, 2001.

Lemke, Thomas, Foucault, Governmentality and Critique, Rethinking Marxism, τ. 14, νούμ. 3, 2002.

Lorig, Wolfang, H., Modernisierung des öffentlichen Dienstes: Politik und Verwaltungsmanagement in bundesdeutschen Parteiendemokratie, Leske und Budrich, Opladen, 2001.

Lynn, Laurence E., The Myth of the Bureaucratic Paradigm: What Traditional Public Administration Really Stood For, στο Public Administration Review, τ. 61.2: 144-160, 2001.

McLaughin, Eugene, Muncie, John, Hughes, Gordon, The permanent Revolution: New Labour, New Public Management and the Modernization of Criminal Justice στο Criminal Justice, τ. 1 (3): 301-318, 2001.

Murphy, Craig N., Yates, JoAnne, The International Organization for Standardization (ISO): Global governance through voluntary consensus, Routledge, New York, 2009.

Peet, Richard, Ανόσια Τριάδα: ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, ΠΟΕ, Λιβάνης, Αθήνα, 2009.

Offe, Claus, Democracy against the Welfare State? Structural Foundations of Neoconservative Political Opportunities, στο Political Theory, τ. 15.4, 1987.

Offe, Claus, Was ist „Sozialliberalismus“?: Charakteristik einer neuen Gesellschaftspolitik, Neue Gesellschaft-Frankfurter Hefte, τ. 3, 2007.

Osborne, David, Gaebler, Ted, Reinventing Government: How the Entrepreneurial Spirit is Transforming the Public Sector, A William Patrick Book, New York, 1992.

Mead, Lawrence M., Beyond Entitlement: The Social Obligations of Citizenship, Simon and Schuster, London, 1986.

Rhodes, R. A, W., The New Governance: Governing Without Government, στο Political Studies, XLIV, 1996.

Reichard, Christoph, Von Max Weber zum «New Public Management» – Verwaltungsmanagement im 20. Jahrhundert. στο P. Hablützel u.a. (επιμ.), Umbruch in Politik und Verwaltung: Ansichten und Erfahrungen zum New Public Management in der Schweiz, 1995.

Sumner, Colin, The Decline of Social Control and the Rise of Vocabularies of Struggle στο Bergalli, Roberto und Sumner, Colin (επιμ.), Social Control and Political Order: European Perspectives at the End of the Century, Sage Publications, London, 1997.

Zizek, Slavoj, Βία: Έξι Λοξοί Στοχασμοί, Scripta, Αθήνα, 2009.


Περιοδικό Θέσεις, Τεύχος 116, περίοδος: Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2011

Εκτρωφείο Λαγων Καρφής Ευαγγελος