Κάποιος είπε δεν αντέχει να με βλέπει.
Θλίψη λέει του προκαλώ και πόνο.
Δάκρυα λέει έρχονται στα μάτια και βόμβες θαρρεί πως φτάνουν στ’ αυτιά του.
Κάποιος είπε μη με δείχνουν.
Γιάννα Κουκά
Έτσι νεκρή που είμαι.
Δεν αντέχει λέει, δεν αντέχει. Μη, μη τη δείχνετε, φωνάζει. Άλλο δεν μπορώ να την κοιτώ.
Να με θωρεί δύσκολο είναι.
Έτσι πεσμένη. Ανάμεσα σε πέτρες και χαλάσματα και σκόνες και γκρεμίσματα κι άλλους σαν εμένα δίπλα.
Μοιάζουμε. Μοιάζουν οι νεκροί…
Η μάνα. Ο πατέρας. Ο αδελφός. Ο Αμπντουλάχ.
Σου έχω πει για τον Αμπντουλάχ; Τον συμμαθητή από το σχολειό; Μου είπε μια μέρα θα με παντρευτεί. Μια ζωγραφιά μου χάρισε που είχε πάνω μια καρδιά κι ένα λευκό περιστέρι.
[Θ’ ανοίγαμε ένα σπίτι, θα κάναμε μωρά…]Κάποιος είπε άλλο να με βλέπει δεν μπορεί.
Να την σεβαστείτε φώναξε.
Έτσι μικρή. Έτσι νεκρή.
Δεν τον κατηγορώ.
Είναι σκληρή η εικόνα μου, ξέρω. Άλλο δε μοιάζει μ’ εκείνη που ήμουν.
Τότε που το ύψος μου γύρω στο μέτρο ήταν και μπορούσε να με βλέπει. Και τα κιλά μου λίγα ήταν. Κι ένα στόμα με πιπίλα είχα. Και κάτι μικρά παπούτσια σε μέγεθος κούκλας στα πόδια μου φορούσα. Κι ένα μικρό κρεβάτι με κάγκελα για να μην πέφτω είχα.
Καμιά φορά τσίσα έκανα το βράδυ, όπως κάνουν τα παιδιά όταν βλέπουν εφιάλτες… όταν ζουν εφιάλτες.
[Φοβάμαι…Η μαμά γρήγορα-γρήγορα με σηκώνει. Με παρηγορεί. Τσίσα δεν πρόλαβα να κάνω. Μου κλείνει τ’ αυτιά να μην ακούω. Τρέχουμε. Φεύγουμε όλοι. Χωρίς τίποτα μαζί να πάρουμε. Σ’ ένα σκοτεινό μέρος πάμε. Σκαλιά κατεβαίνουμε. Εκείνη όλο κλαίει με μένα αγκαλιά με τ’ αυτιά μου τα κλειστά. Εγώ τσίσα τώρα έκανα κι η μαμά έκανε κι ο μπαμπάς έκανε κι ο αδελφός έκανε κι ο Αμπντουλαχ έκανε.]
Κάποιος είπε δεν αντέχει να με βλέπει.
Θλίψη λέει του προκαλώ και πόνο.
Και για μένα έτσι δεν αντέχει άλλο να μιλά.
Έτσι νεκρή που είμαι. Με τα τσίσα λερωμένη και τις πέτρες πάνω στα πόδια που φορούν κάτι παπούτσια σε μέγεθος κούκλας.
Στην Αμίνα από τη Δαμασκό, που πρόσφυγας υπάρχει, μα είναι που μια μέρα θ’ ανοίξει ένα σπίτι και μωρά θα κάνει. Έτσι όμορφα ζωντανή που είναι.
artinews.gr