Ξανά για τον Παντελή Πουλιόπουλο

Ξανά για τον Παντελή Πουλιόπουλο

  • |

Ηδη το 1987 ασχολήθηκα με τον «Σπάρτακο» (κείμενα των ετών 1930-1932), στην επιστημονική μας επετηρίδα Δωδώνη, ενώ στους τόμους Ββ και Γ της «Σοσιαλιστικής σκέψης στην Ελλάδα» (1992,1993) πραγματεύθηκα διεξοδικά τη δράση και τη σκέψη του Π. Πουλιόπουλου. Μετείχα σε εκδήλωση μνήμης (1993) στη Θήβα, όπως τις παρουσίασε πρόσφατα («Εφημερίδα των Συντακτών», 23.2.2018) ο Θανάσης Βασιλείου που επίσης μας θύμισε ότι τον Σεπτέμβριο του 2016 «εκλάπη από αγνώστους» η προτομή του γεννημένου στη Θήβα (1900) και εκτελεσμένου από τους Ιταλούς στο Νεζερό το 1943 Πουλιόπουλου. Ως συμβολή στο έργο που παράγει η «Ανοικτή Επιτροπή Μνήμης» είναι το κείμενο που ακολουθεί. Δηλαδή:

Παναγιώτης Νούτσος *

  • 1) Ο αυτοπροσδιορισμός της ταυτότητας του «Σπάρτακου» έχει ως αφετηρία την επισήμανση των κενών στις αποφάσεις του τρίτου τακτικού συνεδρίου του ΚΚΕ, τα οποία χρεώνονται στην «ψευτολενινιστική» του διοίκηση, με την αγνόηση της «συστηματικότερης οργάνωσης» που έλαβε η εγχώρια κεφαλαιοκρατία, της ανάδυσης χρηματιστικού κεφαλαίου με την ξένη συνδρομή, της ύφεσης των ανταγωνισμών στις πολιτικές μερίδες της άρχουσας τάξης, της όξυνσης των επιθέσεων που δέχονται η εργατική τάξη και το κόμμα της καθώς και της ανάγκης να προβληθεί πειστικά το περιεχόμενο της «εργατοαγροτικής κυβέρνησης» σε αντιπαράθεση με τον κυβερνητικό σχεδιασμό «σταθεροποίησης» της οικονομικής και κοινωνικής ζωής του τόπου.
  • 2) Το περιοδικό παρέχει την άλλη όψη της παρουσίας του ΚΚΕ. Είτε στις διεξοδικές εκθέσεις της ομάδας είτε στις επώνυμες αναλύσεις των πρωτεργατών της στοιχειοθετείται η κριτική στάση (χωρίς να ολισθαίνει σε άγονη πολεμική) προς την πολιτική που αναπτύσσει κατά τον Μεσοπόλεμο η ισχυρότερη δύναμη της εγχώριας κομμουνιστικής Αριστεράς. Με την ίδια σκοπιμότητα αρθρώνονται οι μικροσκοπικές προσεγγίσεις, στη μόνιμη στήλη «Στο φως του μαρξισμού», των λεπτομερειών της καθημερινής πρακτικής του ΚΚΕ. Εννοείται ότι διατηρείται ανοιχτό το μέτωπο και προς το εσωτερικό τής ολοένα διευρυνόμενης «αντιπολίτευσης».
  • 3) Σύντονη και συνεχής υπήρξε η παρακολούθηση των συγκεκριμένων εκδηλώσεων του ελληνικού εργατικού κινήματος, όπως το μορφοποιούν οι αγώνες των οικοδόμων, των τροχιοδρομικών, των τυπογράφων, των καπνεργατών, των σιδηροδρομικών, των τσαγκαράδων, των εργατών δέρματος και των ανέργων.
  • Παρά την προφανή «εργατιστική» συνιστώσα αυτών των εκθέσεων (από την αρθρογραφία σχεδόν απουσιάζει η πολιτιστική κίνηση, αν δεν προσμετρηθούν κάποιες βιβλιοκρισίες) και την επιμονή του «Σπάρτακου», ως αντιπολίτευσης του ΚΚΕ, να αποσκοπεί στην αναζωογόνηση (και όχι στην κατάργηση) της «Ενωτικής ΓΣΕΕ», αναδεικνύεται η δυναμική των αγώνων που διεξάγουν οι εργαζόμενοι στην εποχή της διακυβέρνησης της χώρας από τον «ύστερο» Βενιζέλο. Οταν δηλαδή γίνονται και εδώ αντιληπτές οι επιπτώσεις της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και δεν αρκούν για την αντιμετώπισή της τα ιδεολογήματα του «παν-φασισμού» και της «τρίτης περιόδου» της φθίνουσας πορείας του καπιταλισμού. Σημαντική τέλος είναι η θεώρηση του αγροτικού ζητήματος, με τη διατύπωση του ερωτήματος αν η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις αγροτικές χώρες και με την πρόταση να ανευρεθεί ο κρίκος που θα συνδέσει «το προλεταριακό κίνημα της πόλης με την ύπαιθρο».
  • 4) Η ανάλυση του ευρωπαϊκού φασισμού και της «φασιστικοποίησης» της χώρας έδωσε την ευκαιρία στον «Σπάρτακο» να οριστικοποιήσει τη φυσιογνωμία του, αλλά και να ενδυναμωθούν οι φυγόκεντρες τάσεις στους κόλπους του μετά τη συζυγία της επικράτησης του εθνικοσοσιαλισμού στη Γερμανία με την πλήρη χρεοκοπία της Κομμουνιστικής Διεθνούς και επομένως με την αξίωση μιας «Νέας Διεθνούς».

Υπενθυμίζονται οι θέσεις του τετάρτου συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς, τις οποίες επεξεργάστηκε ο «μαρξιστικός» της εγκέφαλος, ο Λένιν και ο Τρότσκι, καθώς και οι πρόσφατες προτάσεις του τελευταίου για τους τρόπους επαρκούς απόκρουσης του φασιστικού κινδύνου. Με αυτές τις συντεταγμένες θεωρείται ότι φασισμός και κοινοβουλευτική δημοκρατία συνδέονται με μια «διαλεχτική αλληλεπίδραση» χωρίς να ταυτίζονται, όπως διατείνεται ο «σταλινισμός» που εγκαταλείπει την «επαναστατική πρωτοπορία» άοπλη «ιδεολογικώς, παρ’ όλο τον φωνακλάδικο αντιφασισμό».

Πρόκειται, ακριβέστερα, για δύο διαφορετικούς δρόμους κατάκτησης και «συσσωμάτωσης μαζών» που ως προς τον φασισμό κορυφώνονται η συγκέντρωση της κρατικής εξουσίας και η «ένταση της πολιτικής αντίδρασης» που επιπλέον στηρίζεται σε ένα κίνημα «μικροαστικών κυρίως μαζών», υπό τη νάρκωση μιας «αντικαπιταλιστικής» δημαγωγίας εναντίον των θεμελίων της «τυπικής» δημοκρατίας και με τη συνδρομή των ένοπλων «αντεπαναστατικών οργανώσεων λευκών φρουρών».

Τα ελληνικά επομένως δεδομένα δεν αποδεικνύουν ότι η κυβέρνηση Βενιζέλου είναι φασιστική, αλλά ότι τα αντεργατικά της μέτρα απλώς συντελούν στην προπαρασκευή της «φασιστικής δικτατορίας». Στο ίδιο συμπέρασμα με τον Πουλιόπουλο απολήγει και ο Μάξιμος σε άρθρο του με τον σημαδιακό τίτλο «Τι Μπρύνιγκ, τι Χίτλερ», στο οποίο υπογραμμίζει πως όταν αποκαλείται η κυβέρνηση του Κόμματος Φιλελευθέρων «φασιστική» αποκρύπτονται συνάμα η πηγή και η έκταση του φασιστικού κινδύνου, ο πραγματικός του χαρακτήρας απωθείται και παρουσιάζεται για φασισμός μια κατάσταση που τείνει στην επιβολή του.

* ομότιμος καθηγητής Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας του Παν/μίου Ιωαννίνων

efsyn.gr

Εκτρωφείο Λαγων Καρφής Ευαγγελος