Σήκω μπεμπάκο…
Ξύπνα…
Ο μπαμπάς είναι ήδη έτοιμος!!!!
Καζανάκι, νερό βρύσης, χέρια βρεγμένα που τρίβουν πρόσωπο, το συρτάρι με τις κάλτσες, φερμουάρ παντελονιού, διακόπτης για φως στη σκάλα…
- του Σ.Κ.
Ωχ τα κλειδιά μου…
Έ, που πάτε ξεχάσατε την τσάντα σας!!!
Ίδιες ακούσιες κινήσεις κάθε πρωί. Αυτό το «ξεχνάω την τσάντα» κατάφερε να περάσει από γενιά σε γενιά, ακούω πότε την φωνή της γυναίκας μου και πότε την φωνή της μάνας μου να μου την δίνει με το ίδιο σοβαρό ύφος και χέρι, γεμάτο σιγουριά, σαν αλλαγή λαμπαδηδρόμων.
Ανοίγω την πόρτα του συνοδηγού και αμέσως ο μικρός «μόγλης», σκαρφαλώνει και χαμογελώντας περιμένει να του βάλω την ζώνη ασφαλείας. Μπαίνω στ’ αμάξι και γυρνώντας το κλειδί ακούγονται ταυτόχρονα δυο ήχοι: Μία του γερμανού καθώς ξυπνά τα πιστόνια του και μια της Πόπης Βάγγερ στο δεύτερο πρόγραμμα. Διαλέγουμε της Πόπης και δυναμώνουμε το ραδιόφωνο. Για τα επόμενα 5 λεπτά ταξιδεύουμε αμίλητοι μπαμπάς και γιός, εγώ με το ύφος του Δον Κιχώτη στο πιο νυσταγμένο και ο μικρός μου Σάντσο Πάντσα με γουρλωμένα μάτια να κοιτά το χέρι μου, καθώς άλλαζει τις ταχύτητες στο αυτοκίνητο .
Φτάνουμε πάντα την ίδια ώρα στο σχολείο με το ίδιο αυτοκίνητο να μας ακολουθεί. Σταματάμε στο ίδιο σημείο, το οποίο έχουμε προσεκτικά διαλέξει από την αρχή της σχολικής χρονιάς, ξέροντας ότι εκεί κανείς δεν θα μας ενοχλήσει ή θα ενοχληθεί και προχωρούμε προς το σχολείο μας. Στα μισά του, προσπερνάμε καλημερίζοντας τον οδηγό του κόκκινου αυτοκινήτου, που μας ακολουθούσε, ελπίζοντας ότι αυτή την φορά θα μας πει ,καλημέρα. Αλλά όχι… Για άλλη μια φορά η ίδια σπαστική λέξη, σαν να το κάνει επίτηδες:
«Έϊ, αλανάκοοο»! Με την ίδια εκείνη πάντα χοντρή φωνή, που είχε πίσω από τα μπαρ που δούλευε.
Αυτή η φωνή μου θύμιζε πολλά άσχημα πράγματα, που έκανα στην εφηβική και μετεφηβική ηλικία. Βασικά μέχρι πριν λίγα χρόνια. Τέσσερα για την ακρίβεια, όταν η μητέρα του μικρού «μόγλη» μου έδειξε τα χνάρια του στο τεστ εγκυμοσύνης.
Σπαστική λέξη το αλανάκος. Θύμιζε πολλές άλλες λέξεις. Έφερνε στο μυαλό συνειρμούς, όπως: ΑΝΕΜΕΛΙΑ, ΘΑΛΑΣΣΑ, ΜΠΥΡΑ, ΣΦΗΝΑΚΙΑ, ΜΗΧΑΝΕΣ ΤΣΟΠΕΡ, ΠΑΡΤΥ, ΠΑΡΑΛΙΑ ΓΙΑ ΜΕΡΕΣ, ΚΟΡΙΤΣΙΑ, ΤΣΙΓΑΡΑ, ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΤΣΙΓΑΡΑ, ΕΚΔΡΟΜΕΣ. Και ενώ σκεφτόμουν όλες αυτές τις λέξεις κρατώντας την σχολική τσάντα με το σπάιντερμαν, ο μικρός «μόγλης» φώναξε δυνατά την απορία του!!! Μπαμπά, γιατί αυτός ο κύριος σε λέει αλανάκο;
Τον έσπρωξα με τα δάχτυλα του χεριού μου απαλά, λέγοντάς του: «Έλα αργήσαμε «μόγλη», η ζούγκλα σε περιμένει», κάνοντάς τον να ξεχάσει την ερώτηση του. Ελπίζω να μην το θυμηθεί αύριο…