Αλλοι υποστηρίζουν ότι πρόκειται για μια εξέλιξη που δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αναπάντεχη, αφού σε όλη την ανθρώπινη ιστορία τα υψηλά εισοδήματα αυξάνονται διαρκώς, ενώ τα χαμηλά και τα -ιστορικώς πιο πρόσφατα- μεσαία εισοδήματα μειώνονται ή παραμένουν στάσιμα. Αλλοι την εμφανίζουν ως φυσική συνέπεια της επικράτησης των δυνάμεων της αγοράς, η οποία προάγει το κοινό συμφέρον.
Υπάρχουν και εκείνοι που δίνουν έμφαση στις διανεμητικές συνέπειές της και υποστηρίζουν ότι ιστορικά τα οφέλη της οικονομικής δραστηριότητας συγκεντρώνονται αποκλειστικά σε μια ολιγάριθμη οικονομική ελίτ και οι υπόλοιποι εγκαταλείπονται. Τέλος, πολλοί είναι εκείνοι που συνδέουν τη συγκέντρωση του πλούτου και τη γιγάντωση της ανισότητας με τις κυβερνητικές πολιτικές με τις οποίες δίνεται η δυνατότητα στους πλούσιους να καρπώνονται το μεγαλύτερο μέρος από τα οφέλη της οικονομικής ανάπτυξης.
«Και τι μας νοιάζει τι λένε οι σοφοί. Εμείς σε λίγο δεν θα αγοράζουμε το λάδι με το λίτρο αλλά με τα γραμμάρια» θα παρατηρήσουν κάποιοι και θα έχουν δίκιο. Και όμως! Η ακρίβεια που έχει γονατίσει τους πάντες, εκτός από τους πλούσιους, είναι το πιο άμεσο και χειροπιαστό παράδειγμα τόσο για τον τρόπο που τα «λεφτά πάνε στα λεφτά» όσο και για την απροκάλυπτη επιθυμία -που γίνεται πράξη- της κυβέρνησης να διευκολύνει αυτούς που έχουν τα λεφτά να αρπάξουν όσο το δυνατόν περισσότερα από τους υπόλοιπους.
Το κόλπο για να το πετύχουν είναι ιδιοφυές στην απλότητά του. Η διάκριση ανάμεσα στον πληθωρισμό (η γενικευμένη αύξηση των τιμών των αγαθών και των υπηρεσιών) και στην ακρίβεια (αύξηση των τιμών σε επιμέρους αγαθά) είναι ένα τρικ που στέλνει τα λεφτά κατευθείαν στα θησαυροφυλάκια των ισχυρών. Πώς; Ο πληθωρισμός χρησιμοποιείται ως βάση για τη διαμόρφωση του κόστους εργασίας, των επιτοκίων και της αποδοτικότητας των επενδύσεων, ενώ η ακρίβεια είναι το μέσο για την αύξηση της κερδοφορίας και δεν επηρεάζει κανένα κρίσιμο οικονομικό δείκτη.
Τι σημαίνει αυτό; Οτι οι μεγάλες επιχειρήσεις που ελέγχουν την αγορά μπορούν να αδειάζουν τις τσέπες των πολλών και η κυβέρνηση, με άλλοθι τον δείκτη τιμών καταναλωτή, να ισχυρίζεται ότι «οι απώλειες πραγματικού εισοδήματος είναι πολύ μικρότερες» και να εμφανίζει τα ψίχουλα ως καρβέλι. Μονά-ζυγά δικά τους, δηλαδή.
Ετσι δίνει τη δυνατότητα στους παρόχους ηλεκτρικού ρεύματος (ο ορισμός του ολιγοπωλίου), στους λαδάδες (η αγορά ελαιόλαδου ελέγχεται από πολυεθνικές), στους ζωέμπορους (η συγκεκριμένη αγορά τα τελευταία χρόνια εμφανίζει υψηλότερους βαθμούς συγκέντρωσης) και σε όλους τους υπόλοιπους που λεηλατούν τις τσέπες μας να αυξάνουν ανεξέλεγκτα τις τιμές, να φουσκώνουν τα κέρδη τους και να διατηρούν αμετάβλητο το κόστος εργασίας.
Και φυσικά δεν είναι το μοναδικό τρικ που χρησιμοποίησαν οι πρόσφατες κυβερνήσεις για να μεταμορφώνουν τους πλούσιους σε ευεργέτες, σωτήρες, στυλοβάτες, ώστε να τους εμφανίζουν ως υπεύθυνους κοινωνικούς «εταίρους». Αυτή όμως είναι η εικόνα μιας μη υγιούς κοινωνίας στην οποία η πολιτική πόλωση, η καχυποψία, η άρνηση και ο διχασμός ανάμεσα στους έχοντες και τους μη στρεβλώνει το δημοκρατικό πολιτικό σύστημα.
«Ανέκαθεν οι ακολουθούμενες πολιτικές δεν μεροληπτούσαν υπέρ των ισχυρών; Η φορολογική ασυλία με τις φοροαπαλλαγές και τις ελαφρύνσεις, η απροκάλυπτη ατιμωρησία (η περίπτωση των τραπεζιτών είναι κρίκος μιας μακράς αλυσίδας ανάλογων ρυθμίσεων), οι φωτογραφικές νομοθετικές ρυθμίσεις, οι απευθείας αναθέσεις, τα υπερτιμολογημένα δημόσια έργα δεν είναι φαινόμενα που επαναλαμβάνονται από συστάσεως του σύγχρονου ελληνικού κράτους;» θα επισημάνουν δικαίως πολλοί.
Ομως η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην τωρινή στάση του πολιτικού συστήματος σε σχέση με ό,τι ίσχυε πριν από τα μνημόνια εντοπίζεται στις… προφάσεις. Η πολιτική ιδεολογία και η δημόσια πολιτική αντίληψη που επιβλήθηκαν και επικράτησαν (αξίζει τον κόπο να αναλογιστεί κανείς τη διαδικασία και τις μεθοδεύσεις) τα τελευταία χρόνια ανέδειξαν τον πλούτο σαν τον μοναδικό φορέα ανάπτυξης και υποβάθμισαν την εργασία σε ρόλο απαραίτητου κομπάρσου. Να η ρίζα του κακού: οι ηγέτες και οι πολιτικές που με προθυμία υιοθετούν και εφαρμόζουν, τις οποίες πρωτύτερα όχι μόνο δεν θα υιοθετούσαν, αλλά ούτε και θα σκέφτονταν. Πώς συνέβη αυτό:
● ανατρέποντας την ισορροπία ισχύος μεταξύ εργασίας και εργοδοσίας,
● εφαρμόζοντας μεροληπτική φορολογική πολιτική,
● αποδυναμώνοντας τους ελεγκτικούς μηχανισμούς,
● καθιστώντας τις τράπεζες συστατικό του κράτους,
● νομιμοποιώντας την κερδοσκοπία αφού με θεσμικές παρεμβάσεις ελαχιστοποίησαν το επενδυτικό ρίσκο (πλέον οι «επενδυτές» δεν ρισκάρουν τα δικά τους λεφτά),
● αναδεικνύοντας τη σκοπιμότητα ως μείζον κριτήριο για την αξιολόγηση ακόμα και αδιανόητων πολιτικών αποφάσεων.
Στην πράξη οι κυβερνήσεις στην τελευταία δωδεκαετία δεν αντικατέστησαν την παλαιά πολιτική με μια καινούργια που είχε ως βάση την ισονομία, αλλά με μια άλλη που βασιζόταν στην απροκάλυπτη διεύρυνση των ανισοτήτων. Επομένως η απώλεια της συνοχής και του κύρους τους, που παρατηρούμε σήμερα, δεν συνδέεται με το πεπρωμένο, αλλά είναι το αναπότρεπτο αποτέλεσμα συνειδητών πολιτικών επιλογών.
Αυτή η απογοητευτική και αποκρουστική πραγματικότητα μπορεί να γίνει εργαλείο που, αν χρησιμοποιηθεί, θα βοηθήσει για να αξιολογηθούν αυτά που λένε, εκείνα που υπόσχονται και όσα αποσιωπούν οι επίδοξοι «σωτήρες» οι οποίοι εμφανίζονται από το πουθενά, ενδεδυμένοι τον θελκτικό μανδύα της Αριστεράς.
Δημοσιογράφος, συγγραφέας
efsyn.gr