Οι Cédric Durand και Γιάνης Βαρουφάκης υποστήριξαν πρόσφατα ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής αντικαθίσταται από έναν πιο εκμεταλλευτικό και λιγότερο παραγωγικό τρόπο, τον οποίο ονομάζουν «τεχνοφεουδαρχία» (technofeudalism). Ωστόσο, το επιχείρημά τους στηρίζεται σε αβάσιμους ισχυρισμούς σχετικά με τη συγκρότηση των τάξεων, το καθεστώς των χρηστών των διαδικτυακών πλατφορμών και τις πηγές άντλησης προσόδων. Ο καπιταλισμός, αναμφίβολα, χαίρει άκρας υγείας!
*Του Νικόλα Βρούσαλη (μετάφραση Παναγιώτης Δήμας, Κώστας Παπαβασιλείου)
Η έννοια της «τεχνοφεουδαρχίας» φέρνει στο νου προ-θεωρητικές εικόνες ενός κόσμου τύπου Mad Max, όπου οι φεουδάρχες ελέγχουν την εργατική δύναμη των δουλοπαροίκων μέσω συνδυασμού άμεσου εξαναγκασμού και ελέγχου κάποιου εξαιρετικά σπάνιου παραγωγικού πόρου. Οι οικονομολόγοι Cédric Durand και Γιάνης Βαρουφάκης,στην πραγματικότητα, προτείνουν ηπιότερες εκδοχές αυτής ακριβώς της ιδέας.
Η αφήγησή τους έχει, περίπου, ως εξής: οι «τεχνοφεουδάρχες» είναι καπιταλιστές ενδυναμωμένοι από τη συλλογή δεδομένων – όπως οι Amazon, Facebook και Google – που, μέσω της ατομικής ιδιοκτησίας πάνω στο υπολογιστικό «νέφος» (cloud), ιδιοποιήθηκαν το μεγαλύτερο μέρος του ψηφιακού χώρου που απαιτείται για να εργαζόμαστε, να επικοινωνούμε, να μετακινούμαστε και να οργανωνόμαστε. Δυνάμει αυτού του ελέγχου, μπορούν να αποσπούν μαζικές προσόδους από τους χρήστες των πλατφορμών τους και από καπιταλιστές που κερδίζουν χρήματα αναπτύσσοντας εφαρμογές οι οποίες πωλούνται στα ψηφιακά τους «φέουδα». Σε αυτή τη δομή ιδιοκτησίας αντιστοιχούν δύο τάξεις: οι «προλετάριοι του νέφους» (cloud proles) και οι «δουλοπάροικοι του νέφους» (cloud serfs). Οι πρώτοι είναι οι εργαζόμενοι χωρίς ιδιοκτησία (κλήρο) που υφίστανται την εκμετάλλευση μέσω της χρήσης αλγορίθμων – σκεφτείτε τους εργαζομένους εταιρειών όπως οι Uber, Lyft και Grubhub. Η δεύτερη κατηγορία, κατά το Βαρουφάκη, συγκροτείται με «τη μετατροπή δισεκατομμυρίων από εμάς σε πρόθυμους δουλοπάροικους του νέφους, που “εθελοντικά” εργάζονται άμισθα για να αναπαράγουν το κεφάλαιο του νέφους (νεφοκεφάλαιο) προς όφελος των ιδιοκτητών του». Το νεφοκεφάλαιο εκμεταλλεύεται, λοιπόν, τόσο τον προλετάριο του νέφους (τον υπάλληλο ή υπεργολάβο του) όσο και τον δουλοπάροικο του νέφους (τον καταναλωτή).
Αυτή η εξέλιξη, μας λένε, καθοδηγήθηκε από τον πανικό των κεντρικών τραπεζών, όπου μετά την ύφεση του 2007-08, τόσο η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, όσο και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) άρχισαν να αυξάνουν την προσφορά χρήματος και να μειώνουν τα επιτόκια. Αυτή η μαζική “ένεση κεφαλαίου” (ΣτΜ: ένεση ρευστότητας) κατέληξε στα χέρια των «καπιταλιστών του νέφους», διογκώνοντας την καθαρή τους αξία (net worth) και επιτρέποντάς τους να αντλούν σταθερά υπερκέρδη. Αντικαθιστώντας το κέρδος με την «πρόσοδο του νέφους» (cloud rent), η τεχνοφεουδαρχία «σκότωσε τον καπιταλισμό» και τον αντικατέστησε με κάτι λιγότερο παραγωγικό και περισσότερο παρασιτικό. Ή τουλάχιστον έτσι ισχυρίζεται η εν λόγω αφήγηση.
Αυτή η αφήγηση αποτυπώνει, μέσω συνοπτικών και απλουστευμένων εμπειρικών παρατηρήσεων, ορισμένες κρίσιμες τάσεις: τη μετατροπή του -μετα το 2008- καπιταλισμού στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ σε ένα σύστημα γενικευμένου ραντιερισμού [1] μέσω του εκτοπισμού της παραγωγικής, κερδοφόρας επένδυσης [2]· τη διατήρηση αναποτελεσματικών επενδύσεων σε ορυκτά καύσιμα που καίνε τον πλανήτη [4]· τη συστηματική επίθεση κατά της κρατικής ιδιοκτησίας και όσων απομένουν από το κράτος πρόνοιας· την άνοδο της χρηματοπιστωτικής σφαίρας και των Big Tech στην ηγεμονία της παγκόσμιας οικονομίας και τη συνακόλουθη ολιγαρχική διολίσθηση προς έναν ολοένα και περισσότερο στρατιωτικοποιημένο κόσμο. Όλα αυτά φαίνεται να συνηγορούν υπέρ της ιδέας της τεχνοφεουδαρχίας. Αν η υπόθεση της τεχνοφεουδαρχίας είναι ορθή, τότε η πολιτική της αριστεράς δεν αφορά πλέον θεμελιωδώς την ταξική προνομιακή θέση ή την οικοδόμηση συμμαχίας κομμάτων, συνδικάτων και πολυ-φυλετικών οργανώσεων της εργατικής τάξης για την εξουδετέρωση της καπιταλιστικής ισχύος και την οικοδόμηση του δημοκρατικού σοσιαλισμού· αντίθετα, αφορά τη συγκρότηση συμμαχίας με ορισμένους καπιταλιστές εναντίον των νέων τεχνοφεουδαρχικών αφεντικών μας.
Δυστυχώς, το σχήμα της τεχνοφεουδαρχίας δεν «στέκει». Αν έχω δίκιο, τότε και η πολιτική του ανάλυση επίσης αστοχεί. Εδώ εστιάζω σε τρεις βασικούς ισχυρισμούς που προβάλλουν οι υποστηρικτές της τεχνοφεουδαρχικής υπόθεσης:
Με την εμπορευματοποίηση της προσοχής των χρηστών τους (user attention), οι ψηφιακές πλατφόρμες εκμεταλλεύονται αυτούς τους χρήστες. Επομένως, όλοι οι χρήστες του νέφους είναι «δουλοπάροικοι του νέφους».
Μέσω της μαζικής ραντιεροποίησης της παραγωγής, οι καπιταλιστές του νέφους δεν δρουν πλέον ως καπιταλιστές αλλά ως ένας νέος τύπος τάξης: οι «cloudalists».
Οι «cloudalists» μπορούν, μέσω συνδυασμού πολιτικής διαφθοράς και φθηνού χρήματος, να διατηρήσουν την κυριαρχία τους χωρίς να καταστρέψουν πλήρως τη βάση της καπιταλιστικής αναπαραγωγής.
Κανένας από αυτούς τους ισχυρισμούς δεν είναι βάσιμος.
Ξεκινώ με τον Ισχυρισμό 1. Δεν διαφωνώ με την παραδοχή – ότι δηλαδή οι ψηφιακές πλατφόρμες εμπορευματοποιούν την προσοχή των χρηστών (user attention). Αλλά η εμπορευματοποίηση της προσοχής δεν συνεπάγεται εκμετάλλευση. Και σίγουρα δεν συνεπάγεται ότι οι χρήστες του νέφους (cloud users) είναι δουλοπάροικοι.
Ας εξετάσουμε πρώτα το άλμα από την εμπορευματοποίηση στην εκμετάλλευση. Ο Βαρουφάκης επιμένει ότι «στην περίπτωση μιας εταιρείας όπως η Meta, μεγάλο μέρος του κεφαλαιακού της αποθέματος παράγεται όχι από τους υπαλλήλους της αλλά από τους χρήστες της στην κοινωνία – από απλήρωτους ανθρώπους που, ως σύγχρονοι “δουλοπάροικοι του νέφους”, έρχονται σε επαφή με τους αλγόριθμους και εργάζονται δωρεάν ώστε να τους προσδώσουν μεγαλύτερη ικανότητα να προσελκύουν άλλους δουλοπάροικους του νέφους» [4]. Όμως η προσοχή (attention) δεν είναι παραγωγική δραστηριότητα· η δραστηριότητά μου στο Facebook δεν συνιστά εργασία. Σκεφτείτε την εξής αναλογία: η προσοχή που δίνει ο δουλοκτήτης στην εργασία του δούλου δεν προσθέτει τίποτα στο κεφαλαιακό απόθεμα του δουλοκτήτη, ακόμη κι αν αυτό το απόθεμα συνίσταται σε φωτογραφίες δουλοκτητών που προσέχουν τους δούλους. Η προσοχή του δουλοκτήτη πράγματι εμπορευματοποιείται όταν πωλείται η εικόνα του. Αλλά αυτό δεν συνεπάγεται -και είναι ψευδές- ότι ο δουλοκτήτης εκτελεί απλήρωτη εργασία για όσους πωλούν τη φωτογραφία. Με κάθε σεβασμό στην άποψη του Βαρουφάκη, η κλοπή της προσοχής (attention theft) δεν ταυτίζεται με την κλοπή της εργασίας (labor theft).
Επιπλέον, υπάρχει μια σημαντική διάκριση μεταξύ κλοπής και εκμετάλλευσης. Έχω υποστηρίξει αλλού [5] ότι η κλοπή είναι κατ’ ανάγκη μηδενικού αθροίσματος (zero-sum) και ακούσια· η εκμετάλλευση, αντίθετα, δεν είναι κατ’ ανάγκη ούτε το ένα ούτε το άλλο. Κάποτε είναι και τα δύο (π.χ. η αρχαία δουλεία), κάποτε είναι μόνο το ένα (π.χ. ο ραντιέρικος καπιταλισμός) και κάποτε δεν είναι κανένα (π.χ. ο βιομηχανικός καπιταλισμός). Επομένως, η εμπορευματοποίηση της προσοχής (commodification of attention) και της πληροφορίας (info) από το νέφος δεν συνεπάγεται ότι οι χρήστες υφίστανται εκμετάλλευση. Βεβαίως, κατά πάσα πιθανότητα υφίστανται την αδικία με άλλους τρόπους – χειραγωγούνται, υφίστανται κυριαρχικές πρακτικές, αποστερούνται των δεδομένων τους – αλλά δεν υφίστανται εκμετάλλευση. Μόνο οι προλετάριοι του νέφους υφίστανται εκμετάλλευση, εν προκειμένω από τους «cloudalists».
Συνάγεται επίσης ότι, εμείς, οι χρήστες του νέφους δεν είμαστε δουλοπάροικοι. Για λόγους εννοιολογικής σαφήνειας, αξίζει να το διευκρινίσουμε: η δουλοπαροικία προϋποθέτει καταναγκαστική απόσπαση απλήρωτης εργασίας (δουλείας – corvée) από τον άμεσο παραγωγό. Το κεφάλαιο του νέφους δεν επιδίδεται σε τέτοια απόσπαση. Φυσικά, ο όρος «φεουδαρχία» ή φεουδαλισμός δηλώνει έναν τρόπο παραγωγής που υπερβαίνει τη δουλοπαροικία. Οι τελευταίες ιστορικά φεουδαρχικές πρόσοδοι, λ.χ., δεν αποσπώνταν πλέον ως καταναγκαστικής εργασία (δουλεία – corvée) και συνήθως μετατρέπονταν σε χρηματικές προσόδους. Όμως ο ύστερος φεουδαλικός αγρότης (peasant) δεν απολάμβανε εργασιακή κινητικότητα ούτε πρόσβαση σε αγορές εργασίας, και οι άρχοντες μπορούσαν, κατ’ αρχήν, να αποσπάσουν την οφειλόμενη πρόσοδο διά της βίας. Κανένας «cloudalist» δεν μπορεί να γκρεμίσει την πόρτα μου και να απαιτήσει πρόσοδο. Άρα η φεουδαρχική αναλογία είναι παραπλανητική.
Τι γίνεται με τον Ισχυρισμό 2, ότι οι «cloudalists» συνιστούν νέο τύπο τάξης; Αυτός εδράζεται σε ένα λογικό άλμα. Οι προοδευτικοί οικονομολόγοι συμφωνούν ότι ο καπιταλισμός, από τα τέλη της δεκαετίας του 90’, έχει καταστεί ολοένα και πιο χρηματιστικοποιημένος – ή καλύτερα, ραντιεροποιημένος. Η φαντασίωση του Κέινς ότι τα χαμηλά επιτόκια θα επέφεραν την «ευθανασία του ραντιέρη» δεν πραγματοποιήθηκε. Αντιθέτως, είδαμε τεράστια επέκταση του ραντιερισμού, εν μέρει τροφοδοτούμενη από το φθηνό χρήμα και τα χαμηλά επιτόκια. Ο Durand και ο Βαρουφάκης υπογραμμίζουν την επιτάχυνση της χρηματιστηριακής κεφαλαιοποίησης μέσω επαναγορών μετοχών και παραγώγων· ο Βαρουφάκης, επικαλούμενος τον Warren Buffett, ορθώς χαρακτηρίζει αυτά τα εργαλεία ως «όπλα δυνητικής μαζικής χρηματοοικονομικής καταστροφής».
Τίποτε από αυτά δεν συνεπάγεται ότι οι καπιταλιστές του νέφους αποτελούν πλέον διακριτό τύπο τάξης. Παραμένουν μια τάξη που κατέχει σπάνια παραγωγικά μέσα. Καθόσον αυτή η ιδιοκτησία επί των μέσων παρέχει νομικά το δικαίωμα στο υλικό τους πλεόνασμα, τους δίνει και έλεγχο επί του αποθέματος εργασιακής δύναμης όσων δεν διαθέτουν παρά αυτήν προς πώληση και, κατ’ επέκταση, επί της άσκησης αυτού του αποθέματος – δηλαδή της εργασιακής δραστηριότητας. Όμως ο έλεγχος πάνω στην εργασία εξακολουθεί να ασκείται μέσω του ελέγχου πάνω στο καθαρό αξιακό προϊόν και όχι, όπως στη φεουδαρχία, μέσω άμεσου εξαναγκασμού.
Υπάρχει, νομίζω, καλύτερος τρόπος να σκεφτούμε τον ραντιερισμό των Big Tech, βασισμένοι σε περισσότερο παραδοσιακά μεθοδολογικά εργαλεία. Ο Μαρξ διακρίνει τον καπιταλιστή ως «ιδιοκτήτη» από τον καπιταλιστή ως «λειτουργία» [6]. Στον πρώτο ρόλο, ο καπιταλιστής αποκομίζει απόδοση βάσει της ιδιοκτησίας κάποιου μέσου παραγωγής. Στον δεύτερο, οργανώνει την παραγωγή χρησιμοποιώντας αυτό το μέσο. Έτσι, ο καπιταλιστής μπορεί ταυτόχρονα να οργανώνει την παραγωγή για την απόσπαση κέρδους και να αντλεί μια μη‑παραγωγική πρόσοδο από την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής.
Ένα χαρακτηριστικό και προφανές παράδειγμα αυτής της διάκρισης είναι η Apple. Η Apple αντλεί πάνω από το μισό των εσόδων της από πωλήσεις τηλεφώνων και υπολογιστών· μόλις περίπου το ένα τρίτο προέρχεται από το app store της. Στην πρώτη περίπτωση, η Apple αντιπροσωπεύει τον καπιταλιστή ως «λειτουργία»· στη δεύτερη, τον καπιταλιστή ως «ιδιοκτήτη». Πολλοί επικριτές της τεχνοφεουδαρχίας έχουν επισημάνει ότι οι Big Tech ρίχνουν δισεκατομμύρια στην έρευνα και ανάπτυξη (R&D) και επενδύουν στα δικά τους προϊόντα. Η Amazon, για παράδειγμα, έχει αρχίσει να παράγει δικές της ταινίες. Αυτό, ξανά, είναι το κεφάλαιο ως «λειτουργία» [7].
Τόσο ο Durand όσο και ο Βαρουφάκης υπαινίσσονται τη μαρξική θεωρία της γαιοπροσόδου, που στοχεύει να εξηγήσει τη μείωση της προσόδου ως ποσοστού του συνολικού εισοδήματος στον καπιταλισμό. Ο Μαρξ συμφωνεί με τον Ντέιβιντ Ρικάρντο ότι, υπό ορισμένες στοιχειώδεις παραδοχές, ο καπιταλισμός θα οδηγήσει στην έκλειψη του γαιοκτήμονα, όπως και στην έκλειψη του ίδιου του καπιταλιστή. Σημειώστε όμως ότι αυτή η θεωρία είναι συμβατή με την απουσία ιδιαίτερης τάξης γαιοκτημόνων. Δηλαδή, ως επακόλουθο της διάκρισης μεταξύ κεφαλαίου ως «λειτουργίας» και κεφαλαίου ως «ιδιοκτησίας» προκύπτει ότι οι ίδιοι οι καπιταλιστές μπορεί να κατέχουν τη γη που χρησιμοποιούν για να ιδιοποιούνται το καθαρό προϊόν και στη συνέχεια να την επιστρατεύουν για να εκμεταλλεύονται αποστερημένη μισθωτή εργασία [8].
Το συμπέρασμα είναι προφανές: αν ο ψηφιακός χώρος μπορεί να αναλυθεί παρομοίως, τότε η μαρξική θεωρία της προσόδου προσφέρεται για την ανάλυση του ψηφιακού ραντιερισμού. Για παράδειγμα, οι καπιταλιστές του νέφους που κερδίζουν από τη διαφορά ανάμεσα στις τιμές της αγοράς και τις τιμές παραγωγής αποσπούν «απόλυτη πρόσοδο» και είναι «απόλυτοι ραντιέρηδες» (absolute rentiers). Όσοι ζουν από τις διαφορές στον βαθμό αξιοποίησης του κεφαλαίου μεταξύ επιχειρήσεων είναι «διαφορικοί ραντιέρηδες» (differential rentiers) [9]. Αυτά τα είδη προσόδου δεν αλληλοαποκλείονται, αφού ένας καπιταλιστής μπορεί, υπό την ιδιότητα του ιδιοκτήτη, να είναι και απόλυτος και διαφορικός ραντιέρης ταυτόχρονα [10]. Ο Durand συμπληρώνει αυτή την ανάλυση με τη θεωρία του Thorstein Veblen για την «αρπακτική ιδιοποίηση». Αυτή είναι μια ευπρόσδεκτη συμπλήρωση της μαρξικής θεωρίας, αλλά δεν συνεπάγεται ότι η αναδυόμενη αρπακτική δομή συνιστά νέο «αναδυόμενο τρόπο παραγωγής», όπως υπονοεί ο Durand.
Τέλος, ο ραντιερισμός έχει αναγκαστικά ένα άνω όριο. Αυτό με φέρνει στον Ισχυρισμό 3. Οι υποστηρικτές της τεχνοφεουδαρχικής υπόθεσης πιστεύουν ότι οι «cloudalists» μπορούν, μέσω συνδυασμού πολιτικής διαφθοράς και φθηνού χρήματος, να διατηρήσουν την κυριαρχία τους χωρίς να καταστρέψουν πλήρως τη βάση της καπιταλιστικής αναπαραγωγής. Αυτό όμως είναι αδύνατο: αν οι πρόσοδοι και τα κέρδη σχετίζονται με αντιστρόφως ανάλογο τρόπο, θα έρθει ένα σημείο όπου οι καπιταλιστές που παράγουν εφαρμογές δεν θα αποσπούν πλέον αποδεκτό κέρδος. Θα σταματήσουν λοιπόν να φτιάχνουν εφαρμογές και οι καπιταλιστές του νέφους θα χάσουν τις προσόδους τους. Βεβαίως, το φθηνό χρήμα, η πολιτική διαφθορά, οι απαγορεύσεις συνδικαλιστικής δράσης, η αυξανόμενη στρατιωτικοποίηση της παραγωγής ή και ο απροκάλυπτος φασισμός θα μπορούσαν να τους κρατήσουν όρθιους για λίγα χρόνια. Τουλάχιστον ορισμένες από αυτές τις πολιτικές φαίνεται να βρίσκονται στην ατζέντα του Ντόναλντ Τραμπ. Όμως καμία δεν θα αποκαταστήσει τη μακροπρόθεσμη κερδοφορία του παραγωγικού κεφαλαίου – που είναι η πηγή των προσόδων των καπιταλιστών του νέφους (υπό την ιδιότητα του ιδιοκτήτη). Συνεπώς, η συνεχής αύξηση των προσόδων τους ισοδυναμεί με το να πριονίζουν το κλαδί πάνω στο οποίο κάθονται.
Μια πιο εύλογη υπόθεση είναι η «θεωρία της βρύσης» (faucet theory): ceteris paribus, όταν το χρήμα είναι φθηνό, οι «cloudalists» στρέφονται προς τις προσόδους και λιγότερο στο κέρδος· όταν το χρήμα ακριβαίνει, στρέφονται από τις προσόδους στην παραγωγική επένδυση. Παράλληλα, οι αποφάσεις τους εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από το εργατικό κόστος. Αν το χρήμα είναι ακριβό και οι μισθοί αυξάνονται, θα επενδύσουν σε τεχνολογία εξοικονόμησης εργασίας (ρομπότ, Τεχνητή Νοημοσύνη, κ.ο.κ.)· αν οι μισθοί επιβραδύνονται, θα προσλάβουν περισσότερους εργαζόμενους. Επομένως, η έννοια της τεχνοφεουδαρχίας είναι περιττή, αφού οι εμπειρικές τάσεις της εξηγούνται με την κλασική ταξική ανάλυση. Και είναι επίσης ασυνεπής, διότι δεν εξηγεί τη μακροχρόνια επιβίωση του νεφοκεφαλαίου.
Υπάρχει, παρ’ όλα αυτά, μια σημαντική σύνδεση ανάμεσα στη φεουδαρχία και τις Big Tech που σπάνια αναφέρουν ο Durand και ο Βαρουφάκης. Είναι η ιδεολογική συγγένεια μεταξύ ενός «φεουδαλικού ήθους» (feudal ethos) και του «τεχνο‑λιμπερταριανισμού» (technolibertarianism) που διαπερνά τη Silicon Valley. Ως θεωρία του κράτους, μεγάλο μέρος του σύγχρονου αμερικανικού «ελευθερισμού» (λιμπερταριανισμού – libertarianism) [11] συνίσταται στην ιδέα ότι κάθε πολιτική εξουσία απορρέει από την ιδιωτική εξουσία – το συνολικό άθροισμα της ατομικής ιδιοκτησίας και των ιδιωτικών συμβάσεων. Αυτή είναι μια φεουδαρχική ιδέα, με την έννοια ότι η φεουδαρχική ιδεολογία αναγνωρίζει μόνο την ιδιωτική ισχύ ως πηγή νομιμότητας. Η αντίθετη ιδέα, μιας δημόσιας εξουσίας που ενεργεί αποκλειστικά στο όνομα ελεύθερων και ίσων πολιτών, είναι νεωτερική καινοτομία [12]. Δεδομένης της προσήλωσης των Big Tech σε αυτή τη μορφή «ελευθερισμού» (libertarianism), ευθυγραμμίζονται ιδεολογικά με μια φεουδαρχική σύλληψη του κράτους, κάτι που επίσης εξηγεί τη δυσπιστία τους απέναντι στη δημοκρατία, την κλίση προς τον αναρχισμό και την αγάπη για τον Φρίντριχ Νίτσε και την Άιν Ραντ [13]. Όμως αυτές οι συγγένειες χαρακτηρίζουν όλους τους «ελευθεριστές» (libertarians) αυτής της κοπής, όχι μόνο τους τεχνο‑ελευθεριστές (technolibertarians).
CATALYST ΤΟΜ. 9 NO 1
* How Silicon Valley Unleashed Technofeudalism: The Making of the Digital Economy του Cédric Durand (Verso, 2024)
* Technofeudalism: What Killed Capitalism του Γιάνη Βαρουφάκη (Melville House, 2024)
Σημειώσεις:
[1]ΣτΜ: ραντιέρης: (επάγγελμα, συχνά με αρνητική έννοια) ο εισοδηματίας, ο προσοδούχος, αυτός που λαμβάνει εισόδημα προερχόμενο από τόκους και ενοίκια. [2] Η στεγαστική πίστη πλέον αντιστοιχεί σε πάνω από 70% του ΑΕΠ στις δεκαεπτά πλουσιότερες οικονομίες του κόσμου, ενώ οι μερίδες κερδών που χρηματοδοτούνται με χρέος προς υφιστάμενους κατόχους κεφαλαίου αντιστοιχούν περίπου στο 40% του συνόλου των μερισματικών πληρωμών. Συνεπώς, η παγκόσμια χρηματοοικονομική αρχιτεκτονική είναι σε μεγάλο βαθμό ένα σχήμα πυραμίδας. Για μια πρόσφατη επισκόπηση, βλ. Mariana Mazzucato, Josh Ryan-Collins και Giorgos Gouzoulis, “Mapping modern economic rents: the good, the bad, and the grey areas,” Cambridge Journal of Economics 47, αρ. 3 (Μάιος 2023). [3] Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι, από οικονομική άποψη, τουλάχιστον εξίσου αποδοτικές με τις μη ανανεώσιμες, αλλά οι δεύτερες παραμένουν πιο κερδοφόρες. Βλ. Brett Christophers, The Price is Wrong (Λονδίνο: Verso, 2024) [4] Yanis Varoufakis, “Quantity to Quality,” New Left Review: Sidecar, November 20,2024. [5] βλ.Nicholas Vrousalis, Exploitation as Domination (Oxford: Oxford University Press, 2023), chapter 1. [6] Karl Marx, Capital Volume 3 (Harmondsworth, UK: Penguin, 1981), 503. [7] Η νεοκλασική οικονομική επιστήμη είναι τυφλή σε αυτές τις διακρίσεις, καθώς εξισώνει κάθε πρόσοδο με το μονοπώλιο. [8] λ. Deepankar Basu, “Marx’s Analysis of Ground-Rent: Theory, Examples and Applications” (working paper no. 2018-04, Department of Economics, University of Massachusetts, Amherst, 2018). [9] βλ. Andrea Ricci, “Unequal Exchange in the Age of Globalization,” Review of Radical Political Economics 51, no. 2 (2019) [10] Για παράδειγμα, ο Ron Baiman εκτιμά ότι μόνο το 2014, το Facebook μπόρεσε να αποσπάσει 3,8 δισ. δολάρια ως απόλυτη πρόσοδο (Baiman, “The Impact of Rent from Unequal Exchange on Shaikh’s Classical-Keynesian Political Economic Analysis: The Example of Facebook,” Review of Radical Political Economics 52, αρ. 2 [2020]). Η ύστατη μορφή της απόλυτης ραντιεροποίησης είναι πιθανότατα η εξάρτηση από την ηγεμονική θέση του δολαρίου ως παγκόσμιου νομίσματος. Αν το δολάριο υποτιμηθεί, τα κέρδη αυτών των εξαρτημένων – κυρίως των ομίλων της Wall Street – θα εξατμιστούν. [11] ΣτΜ: βλ. και Ανδρέας Παπανικολάου, Αυταρχικός νεοφιλελευθερισμός ή αναδυόμενος εθνικονεοφιλελευθερισμός;: https://mag.frear.gr/aytarchikos-neofileleytherismos-i-anadyomenos-ethnikoneofileleytherismos/ [12] βλ. Samuel Freeman, “Illiberal Libertarians: Why Libertarianism Is Not a Liberal View,” Philosophy and Public Affairs 30, no. 2 (spring 2001) [13] ΣτΜ: βλ. Άιν Ραντ: Η πιο αμφιλεγόμενη συγγραφέας της Αμερικής: https://www.lifo.gr/culture/vivlio/ain-rant-i-pio-amfilegomeni-syggrafeas-tis-amerikisΕπίμετρο των μεταφραστών:
Παραδίδοντας αυτή τη μετάφραση, επιδιώξαμε να αποδώσουμε με σαφήνεια το επιχείρημα του συγγραφέα για την «τεχνοφεουδαρχία» και τη σχέση της με τον σύγχρονο καπιταλισμό, διατηρώντας το ύφος της πρωτότυπης κριτικής παρέμβασης. Ορισμένοι όροι αποδόθηκαν με συνεπή, αλλά όχι φορμαλιστικό τρόπο: π.χ. rent/rentierism → «πρόσοδος/ραντιερισμός», cloud capital/cloudalists → «νεφοκεφάλαιο/“cloudalists”», όπου κρίθηκε ότι ο πρωτότυπος νεολογισμός λειτουργεί καλύτερα νοηματικά από έναν αντίστοιχο ελληνικό. Τα υποσέλιδα και οι βιβλιογραφικές αναφορές ακολουθούν την δομή του πρωτότυπου για να διευκολυνθεί η αναζήτηση των πηγών.
Ελπίζουμε η ελληνική απόδοση να συμβάλει σε έναν πιο γόνιμο διάλογο εντός της αριστεράς για την πολιτική οικονομία, πέρα από εύκολους αναχρονισμούς ή μυστικοποιήσεις. Η διαμάχη γύρω από την «τεχνοφεουδαρχία» για εμάς δεν είναι απλώς θέμα ορολογίας, καθώς αγγίζει τις συνθήκες εργασίας, τις μορφές εκμετάλλευσης/αρχιτεκτονικής της εξουσίας και τη στρατηγική. Καλωσορίζουμε σχόλια για τυχόν αστοχίες ή βελτιώσεις· μια ζωντανή γλώσσα είναι πάντα προϊόν συλλογικής φροντίδας.
https://thepressproject.gr/h-technofeoudarchia-einai-aplos-kapitalismos/








Σχόλια (0)