Ηταν να μην τ’ ανοίξει!

Ηταν να μην τ’ ανοίξει!

  • |

Ολα τα ’χε η Μαριωρή, ο κατιφές της έλειπε. Και ναι, ένας κατιφές μού έλειπε της Μαριωρής. Ανοιξη είναι, βζουν βζουν οι μελισσούλες, τσίου τσίου τα πουλάκια, αναθάρρεψε η δικιά σου και σωρός οι κατιφέδες! Οχι ότι έχω τίποτα μεγάλα μπαλκόνια. Μικρά τα φτιάχναν τότες που ’χτισε ο παππούς το σπίτι. Το ’χει κάνει και ολόστραβο, καλά να ’ναι εκεί που είναι· ίσα να χωράει λεπτοκαμωμένος άνθρωπος έκαμε και τα μπαλκόνια. Οσο για τις γωνίες… ορθή ούτε για δείγμα!

Νόρα Ράλλη

Εσωτερικός μετανάστης ήταν ο παππούς, πήρε γυναίκα και παιδιά κι ήρθαν απ’ το Κομπότι στην Αθήνα. Τότε, λίγο πριν από τη χούντα. Τώρα, γιατί αφήκαν το χωριό, «που βασιλιάδες ήμασταν», όπως ποτέ δεν σταμάτησε να λέει η γιαγιά, ποτέ δεν κατάλαβα κι εγώ. Ηταν της μοδός ίσως, μπορεί να βαρέθηκε κι ο παππούς, με τα πολλά φτάσαν στην πόλη. Ποια πόλη, δηλαδή; Αλάνες χωρίς δρόμους ήταν το Περιστέρι τότε και κάλλιο έτσι να ’μενε. Πήρε ένα οικόπεδο, με τα χέρια του το ’χτισε, στο κεφάλι κουβαλούσε το νερό για τα τσιμέντα η γιαγιά. Πάντως στο σπίτι, ορθή γωνία δεν! Για να κερδίσουν κάνα πόντο, θεόστραβο το φτιάξανε.

Σ’ αυτό το θεόστραβο γεννήθηκα, εκεί μεγάλωσα, από εκεί έφυγα για σπουδές, εδώ ξαναγύρισα. Τι τα θες τι τα γυρεύεις, δεν μου πάει η ισιότητα φαίνεται· τη στραβάδα αποζητώ, αυτήνανε γυρεύω. Οπως και να ’χει, μαζί της συζώ (μέσα κι όξω απ’ το σπίτι) καθημερινά. Πάντως τα στενά (θεόστραβα κι αυτά) μπαλκόνια, λουλούδια είν’ γιομάτα. Για πότε θα πέσει καμιά γλάστρα με τους αέρηδες στο κεφάλι κανενός δόλιου –κι ολόκληρο το μπαλκόνι μη σου πω τόσο βάρος που του ’χω βάλει–, μην τα ρωτάς! Ενεκα που τα άνθη δρουν αγχολυτικά στο νευροφυτικό μου εσωσύστημα, τα τίγκαρα στη βεράντα. Κάθε πρωί βγαίνω και τα ποτίζω.

Βγήκα και χθες. Που ανάθεμα την ώρα, κατάρα τη στιγμή. Που σε όλους τους θεούς των ανέμων προσευχήθηκα, Παναγιά μου, να φυσήξουν βαρδάρηδες και πουνέντες παρέα, κι όλες οι γλάστρες στην κεφάλα της να πέσουν! Που να ξεραθεί, ευχήθηκα, και φύτρο να μη βγάλει! Μπα την άτιμη πρωινιάτικο, Τούρκο μ’ έκανε! (Οσο για την πολιτική ανορθότητα της φράσης, τα παράπονά σας στον Δένδια και τον Μητσοτάρχα. Που την ίδια μέρα που Τούρκος έγινα, έδωσαν τις βάσεις σε βάθος χρόνου μελλοντικού, τουτέστιν για πάντα –για πάντα!– στους Αμερικάνους κι αυτοί γι’ αντάλλαγμα έδωσαν πολεμικό εξοπλισμό στην Τουρκία, έτσι για μπαχτσίσι, την ίδια ώρα που ως μέλος του ΝΑΤΟ –νεκραναστήθηκε και δαύτο με τον πόλεμο στην Ουκρανία–, κανένα εμπάργκο δεν έκανε η Τουρκία στη Ρωσία, ούτε κυρώσεις κι ούτε κανένα ρουθούνι άνοιξε, μηδέ κανένα χέρι έπεσε στο τραπέζι, και στο ταψί μάς χορεύουν με το μεταναστευτικό κι εμείς εκεί! Στον καρσιλαμά το ρίχνουμε, δίνοντας γην και ύδωρ και μάλιστα ες αεί!)

Μητέρα ήταν η εν λόγω. Στο παγκάκι (στραβό κι αυτό) της πλατείας απέναντι απ’ το σπίτι μου καθόταν και κάπνιζε. Και κάθε τόσο, έσκουζε στην κόρη της που βόλταρε με το ποδήλατο: «Τον δρόμο να κοιτάς! Τον δρόμο σού λέω!». Το γαϊδουροφώναξε μια, το βροντοκραύγασε δυο, άντε και τρεις – ε, ώς εδώ! «Μη φωνάζετε, κυρία μου. Τι θα γίνει αν φωνάζουμε όλοι εδώ πέρα; Μόλις έρθει κοντά σας, να της μιλήσετε. Βασικοί κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς είναι αυτοί», έσκουξε κι η χάρη μου (μη χάσω…).

Το τι άκουσα, είναι το κάτι άλλο. Τα μισά καταλάβαινα, δηλαδή, καθώς η τύπισσα αφηνίασε. (Ο δρόμος τη μάρανε – το παράδειγμα που έδινε εκείνη τη στιγμή στη μικρή, ανάξιο λόγου).

Μέσα στα όσα είπε, μια κατάρα συγκράτησα για τα καλά: «Μπα που να τρυπώσουν στα σκέλια σου χίλιοι ζουρλοί διαβόλοι και να ’ναι γκαστρωμένοι και να γεννήσει καθένας τους τα χίλια δυο τριβόλια!».

…Το σκορ έληξε ξεκάθαρα υπέρ της και μάλιστα εντός έδρας.

Ευτυχώς μετά είχε Βουλή και Μητσοτάρχα και ξέδωσα για τα καλά. Πήγε η κατάρα σύννεφο. Ειδικά αυτή, της συφοριασμένης!

.efsyn.gr