Η πρώτη Ιανουαρίου του 1914 ανέτειλε με τη γενική πεποίθηση ότι μια ακόμα χρονιά θα εξελιχθεί αιθρίως. Οι διπλωμάτες των μεγάλων χωρών, που καθάριζαν τα γυαλιά τους λιγότερο συχνά απ’ ότι τα παπούτσια τους, προέβλεπαν ότι τα συννεφάκια πάνω από τα μακρινά Βαλκάνια δεν θ’ αποκτούσαν ανησυχητική πυκνότητα.
Κανένα φάντασμα δεν πλανιόταν πάνω από την Ευρώπη και οι ανθοκομικοί υπεύθυνοι της κυβερνώσας ελίτ, τραπεζίτες, βιομήχανοι και πολιτικοί, διατείνονταν ότι είχαν βρει μια θαυματουργή μέθοδο διαρκούς ανάπτυξης που απέκλειε τον πόλεμο.
Οι διάσημες λουτροπόλεις από το Μπιαρίτζ ως το Μπάντεν Μπάντεν, από την Ντωβίλ ως το Κάπρι και από την Οστάνδη ως το Μαρίενμπαντ προετοιμάζονταν για τη νέα σαιζόν με τη βεβαιότητα ότι τα ξενοδοχεία τους διέθεταν επαρκείς τέντες για τις αναμενόμενες καλοκαιρινές μπόρες. Ο Σέργιος Ντιαγκίλεφ κυκλοφορούσε αμέριμνα στο Παρίσι — ανοιχτό αμάξι, γούνα, μονόκλ και κασκόλ από λευκό μετάξι — ετοιμάζοντας για τα ρωσικά μπαλέτα το Τραγούδι του Αηδονιού, μια ακόμα σύνθεση του Στραβίνσκι. Ο περίφημος σεφ Γκυ Εσκοφιέ παρέθετε ανά δίμηνο το Δείπνο του Επίκουρου σε διαφορετικές πόλεις ταυτόχρονα, συμβάλλοντας στην εντύπωση ότι και οι πιό απόμακροι συνδαιτημόνες μπορούν να γίνουν ομοτράπεζοι.
Τα γιορτινά πρωτοσέλιδα των εφημερίδων φιλοξενούσαν διαγγέλματα που επιβεβαίωναν τη βούληση των μεγάλων δυνάμεων, να διαφυλαχθεί προς αμοιβαίο όφελος η υπάρχουσα, κάπως ράθυμη πλην ασφαλής, κατάσταση πραγμάτων. Σε ανάκτορα και προεδρικά μέγαρα δόθηκαν λαμπρές δεξιώσεις και στις προπόσεις για τη συνέχεια της επί μακρόν αδιατάρακτης ευρωπαϊκής ειρήνης άστραψαν τα ωραιότερα βοημικά ποτήρια. Μα πολλά απ’ αυτά ράγισαν όταν τον Ιούλιο του 1914 βρόντησαν τα κανόνια και ως τον Νοέμβριο του 1918 δεν είχε απομείνει κανένα.
Κάθε ομοιότητα μ’ εκείνη την αξιοδάκρυτη χρονιά είναι φυσικά εντελώς συμπτωματική. Ένας παγκόσμιος πόλεμος σήμερα, θα εξασφάλιζε στην ανθρωπότητα την αιώνια ειρήνη του θανάτου. Οι ηγέτες μας άλλωστε δεν είναι τόσο ηλίθιοι — ή μήπως…