La Pietà

La Pietà

  • |
  • του Giuseppe Ungaretti
    Μετάφραση: Ευαγγελία Πολύμου
    ——————–———–—––————-

I.

Είμαι ένας άνθρωπος πληγωμένος.

Και θα ’θελα να φύγω
και τελικά να φτάσω,
Έλεος, εκεί που αγροικιέται
ο άνθρωπος που είναι με τον εαυτό του μόνος.

Δεν έχω παρά καλοσύνη κι έπαρση.

Και νιώθω εξόριστος ανάμεσα στους ανθρώπους.

Μα γι’ αυτούς μοχθώ.
Δεν είμαι άξιος στον εαυτό μου να επιστρέψω;

Κατοίκησα με ονόματα τη σιωπή.

Κομμάτιασα καρδιά και νου
για να πέσω στη σκλαβιά των λέξεων;

Και βασιλεύω πάνω σε φαντάσματα.

Ω, φύλλα ξερά,
ψυχή εδώ κι εκεί συρμένη…

Όχι, μισώ τον άνεμο που ’χει φωνή
πανάρχαιου θεριού.

Θεέ μου, αυτοί που σε ικετεύουν
μόνο κατ’ όνομα πια σε ξέρουν;

Μ’ έχεις διώξει από τη ζωή.

Θα με διώξεις κι απ’ το θάνατο;

Ανάξιος ίσως ο άνθρωπος ακόμα και για την ελπίδα.

Ξεράθηκε ως και η πηγή της τύψης;

Τι νόημα έχει η αμαρτία,
αν στην αγνότητα πια δεν οδηγεί;

Η σάρκα μόλις που θυμάται
πως κάποτε υπήρξε δυνατή.

Τρελή είναι και φθαρμένη η ψυχή.

Θεέ μου, κοίτα την αδυναμία μας.

Γυρεύουμε μια σιγουριά.

Ούτε που γελάς πια με μας;

Σπλαχνίσου μας, λοιπόν, σκληρότητα.

Δεν μπορώ πια να μένω εγκλωβισμένος
στην δίχως αγάπη πεθυμιά.

Ένα σημάδι δικαιοσύνης δείξε μας.

Ο νόμος σου ποιος είναι;

Κεραύνωσε τα ταπεινά μου πάθη,
λύτρωσέ με από τις αγωνίες.

Απόκαμα να ουρλιάζω δίχως φωνή.

`

II.

Σάρκα μελαγχολική
που κάποτε πάνω σου περίσσευε η χαρά,
μάτια απ’ το κουρασμένο ξύπνημα μισόκλειστα,
βλέπεις, ώριμη ψυχή,
τι θα γενώ, πέφτοντας μες στο χώμα;

Είναι μες στους ζωντανούς ο δρόμος των νεκρών,

χείμαρρος ίσκιων είμαστε,

αυτοί είναι ο σπόρος που στ’ όνειρο φυτρώνει.

Και το αλάργεμά τους είναι το μόνο που μας απομένει.

Δικός τους κι ο ίσκιος που βαραίνει στα ονόματα.

Η ελπίδα ενός σωρού από ίσκιους
είναι η μοίρα μας και τίποτ’ άλλο;

Και συ, Θεέ μου, δεν θα ’σουν παρά ένα όνειρο μονάχα;

Ένα όνειρο τουλάχιστον όπου, αλόγιστα,
ζητούμε να σου μοιάσουμε.

Γέννημα είναι καθαρής τρέλας.

Δεν τρεμοπαίζει στ’ ακροβλέφαρα
καθώς σε σύννεφα κλαδιών
τα πρωινά σπουργίτια.

Μέσα μας είναι κι ατονεί, μυστήρια πληγή.

`

III.

Το φως που μας κεντρίζει
είναι κλωστή ολοένα πιο λεπτή.

Δεν θαμπώνεις πιότερο, εάν δεν σκοτώνεις;

Δώσ’ μου την υπέρτατη τούτη χαρά.

`

IV.

Ο άνθρωπος, μονότονο σύμπαν,
θαρρεί πως αβγατίζει το βιος του
μα απ’ τα πυρετικά ταχέρια του
περνούν διαρκώς αγαθά πεπερασμένα

Στον αραχνένιο του ιστό
γαντζωμένος στο κενό,
δε φοβάται και δεν πλανεύεται
παρά απ’ την ίδια τη κραυγή του.

Γιατρεύει τη φθορά ορθώνοντας τάφους
και για να σε σκεφτεί, Αιώνιε,
άλλο δεν έχει απ’ τις βλαστήμιες.

(1928)

`

*************************************************************

Testi in italiano

“La Pietà’

`

I.

Sono un uomo ferito.

E me ne vorrei andare
E finalmente giungere,
Pietà, dove si ascolta
L’uomo che è solo con sé.

Non ho che superbia e bontà.

E mi sento esiliato in mezzo agli uomini.

Ma per essi sto in pena.
Non sarei degno di tornare in me?

Ho popolato di nomi il silenzio.

Ho fatto a pezzi cuore e mente
Per cadere in servitù di parole?

Regno sopra fantasmi.

O foglie secche,
anima portata qua e là…

No, odio il vento e la sua voce
Di bestia immemorabile.

Dio, coloro che t’implorano
Non ti conoscono più che di nome?

M’hai discacciato dalla vita.

Mi discaccerai dalla morte?

Forse l’uomo è anche indegno di sperare.

Anche la fonte del rimorso è secca?

Il peccato che importa,
se alla purezza non conduce più.

La carne si ricorda appena
Che una volta fu forte.

È folle e usata, l’anima.

Dio guarda la nostra debolezza.

Vorremmo una certezza.

Di noi nemmeno più ridi?

E compiangici dunque, crudeltà.

Non ne posso più di stare murato
Nel desiderio senza amore.

Una traccia mostraci di giustizia.

La tua legge qual è?

Fulmina le mie povere emozioni,
liberami dall’inquietudine.

Sono stanco di urlare senza voce.

`

II.

Malinconiosa carne
dove una volta pullulò la gioia,
occhi socchiusi del risveglio stanco,
tu vedi, anima troppo matura,
quel che sarò, caduto nella terra?

È nei vivi la strada dei defunti,

siamo noi la fiumana d’ombre,

sono esse il grano che ci scoppia in sogno,

loro è la lontananza che ci resta,

e loro è l’ombra che dà peso ai nomi,

la speranza d’un mucchio d’ombra
e null’altro è la nostra sorte?

E tu non saresti che un sogno, Dio?

Almeno un sogno, temerari,
vogliamo ti somigli.

È parto della demenza più chiara.

Non trema in nuvole di rami
Come passeri di mattina
Al filo delle palpebre.

In noi sta e langue, piaga misteriosa.

`

III.

La luce che ci punge
È un filo sempre più sottile.

Più non abbagli tu, se non uccidi?

Dammiquestagioiasuprema.

`

IV.

L’uomo, monotono universo,
crede allargarsi i beni
e dalle sue mani febbrili
non escono senza fine che limiti.

Attaccato sul vuoto
Al suo filo di ragno,
non teme e non seduce
se non il proprio grido.

Ripara il logorio alzando tombe,
e per pensarti, Eterno,
non ha che le bestemmie.

Εκτρωφείο Λαγων Καρφής Ευαγγελος