- του Κωνσταντίνου Νικολόπουλου
———————–————————–
Τα χρόνια περνάνε.
Με ωριμότητα ενθυμούμαστε το παρελθόν
καθώς ατενίζεται, ατενίζεται κι εκτιμάται.
Αυτά που περιμένουμε καθυστερούν,
καθυστερούν να μας προϋπαντήσουνε.
Μα που να βρίσκονται κρυμμένα;
Τα πρέπει και τα θέλω δε συγκρούονται πια
είναι έναρμονισμένα.
Η εμπειρία απλουστεύει τα γεγονότα
χωρίς να τα μικραίνει σε σημασία
αλλά ίσως να είναι τα ίδια ασήμαντα
και για αυτό να μην τα θυμόμαστε με επάρκεια.
Με μουσική ατενίζεται το παρόν.
Κρουστά παίζουν, μελωδίες ηχούν.
Η ελευθερία που νιώθουμε, προσφέρει
στο ενδιαφέρον της συζήτησης.
Συζητούμε με τους εαυτούς μας, ω αγαπητή.
Συνομιλούμε με ακρίβεια,
με ακρίβεια έχουμε μάθει
να ζυγίζουμε την πραγματικότητα,
την πραγματικότητα που
σαν να εκπορεύεται από το όνειρο,
μας κλείνει τα μάτια
κι εμείς χωρίς να κοιμόμαστε
δε ζητούμε να μας τα ξανανοίξει.
Καθώς σμίγουμε με τα ταίρια μας,
ωριμάζουμε μέσα από τις ανθρώπινες σχέσεις
που μας εξοικιώνουν με τη ζωή και
μας εμπλουτίζουνε με επάρκεια, ω αγαπημένη.
Και η αγάπη μας η δυνατή
που μας περιλούζει στο σεληνόφως
μας ψιθυρίζει στο αυτί τα καλύτερα
και μας κλείνει το μάτι.
Γιατί μπορεί κατά τη διάρκεια
αυτών των λόγων αυτών των ιδεών
η αισιοδοξία να περισσεύει
να ξεχειλίζει, αλλά το ξεχείλισμά της
πόσο, μα πόσο αναγκαίο είναι!
Και η κατάληξη, η κατάληξη λέμε εμείς
οι αισιόδοξοι, οι αισιόδοξοι της ζωής
θα μας γεμίσει από ότι περιμένουμε
γιατί κι αυτό που περιμένουμε
από εμάς το αντλούμε
και δεν περιμένουμε τις αντλίες της ζωής μας
από κανένα και ούτε από κανένα εξαρτόμαστε.