- της Άννα Αχμάτοβα
μετφρ.: Δημήτρης Τριανταφυλλίδης
——————–———–—––————
Και εδούλευσεν ο Ιακώβ
δια την Ραχήλ επτά έτη•
και εφαίνοντο εις αυτόν ως ημέραι ολίγαι,
δια την προς αυτήν αγάπην αυτού.*
Κι όταν συνάντησε ο Ιακώβ την Ραχήλ στην πεδιάδα,
Έσκυψε και προσκύνησε, σαν άστεγος πλάνητας.
Σκόνη καυτή σήκωναν τα κοπάδια
Βράχος τεράστιος πλακώνει τα νερά
Τον πήρε με τα χέρια του, τον πέταξε πιο πέρα
Και τα αρνάκια πότισε με γάργαρο νερό.
Θλίψη όμως βαθιά ένιωσε στην καρδιά του,
Πονούσε θαρρείς κι ήτανε μια ανοιχτή πληγή,
Πρόθυμα εσυμφώνησε να υπηρετεί την κόρη
Χρόνους επτά ποιμένας του Λάβαν να ‘ναι.
Ραχήλ! Όποιος στα δίχτυα σου πιαστεί
Να ξεχωρίσει δεν μπορεί τα χρόνια από τις μέρες.
Ο πάνσοφος όμως Λάβαν με την λευκή την κεφαλή
Τον ξένο ελυπήθη.
Σκέφτεται πως ο καθένας την απάτη συγχωρεί
Δοξάζοντας τον οίκο του Λάβαν.
Με χέρι σταθερό την άσχημη την Λεία
Στου Ιακώβ οδηγεί τη νυφική παστάδα.
Νύχτα βαθιά την έρημο σκεπάζει
Φυλλορροούν οι θάμνοι οι δροσεροί.
Αναστενάζει η κόρη του Λάβαν η μικρή
Τραβώντας τις πυκνές κοτσίδες,
Κατάρες λέει στην αδελφή, και τον Θεό εμπαίζει
Και δίνει την διαταγή ο άγγελος θανάτου να ‘ρθει.
Όνειρο βλέπει ο Ιακώβ στην πιο γλυκιά την ώρα:
Να η διάφανη πηγή της πεδιάδας,
Της Ραχήλ το χαρούμενο βλέμμα
Και η φωνή της η γλυκιά:
Ιακώβ, εσύ μήπως με φίλησες
Και μαύρη περιστέρα μ’ είπες;
26 Δεκεμβρίου 1921