- του Θωμά Γκόρμπα
——————–————
Αλλά κανείς δεν φεύγει
Πόλη κρυόκωλη και πόλη αργόμισθη και πόλη σαφρακιασμένη,
πρόωρα γερασμένη, κιτρινιάρα κομπλεξικιά, φτωχοπουτάνα.
Πάντες
οι χτεσινοί πρεντζόβλαχοι και βρωμοποδαράδες ριγούν από ευτυχία
μέσα στην αγκαλιά σου, πλήρως ικανοποιημένοι, γαμώντας το μοτοσακό τους,
τα μηχανάκια τους, τις μηχανάρες τους, τα αυτοκίνητά τους,
πληρώνοντας τη βεντζίνα τους, σαν κατσικίσιο γάλα. Και οι μαμάδες
απαυτώνονται τηλεοπτικώς. Αγοράζουν στα σούπερ μάρκετ το καταπέτασμα
για τα παιδάκια τους.
Κι η Ποίηση ζητιάνα των ρυθμών που δεν υπάρχουν πια, προδομένη των μαγικών λέξεων που μαγαρίστηκαν από τους μαγαρισμένους του κώλου…
Κι ω μολόχες, χάραμα κρύο, νερό γλυκό, φιλιά σπουργίτια, ευκάλυπτα,
νεράντζια, μούρα, αγκινάρες και κεράσια, τριφύλλια και σανά χρώματα
ξεθωριασμένα ήχων πια άλλων αστεριών… Τι να κάνετε πια καημένα, πως
να πολεμήσετε;
Βλαχιά της πόλεως, λέπρα της πόλεως, νέφος της πόλεως, τα στήθια
σάπιες βάρκες κι ο καθαρός αέρας μόνο στα απομονωμένα χωριά…
Κι αυτά μόνο για τους τουρίστες
Λες αυτό το τσιμέντο να πεθαίνει μια μέρα; Λες κάποτε η μέρα να
ξημερώσει νύχτα και η νύχτα να πέσει μέρα;
Κι ω εργατικές τραγιάσκες, φαρμάκια και περηφάνιες και τα λουλούδια
της μανούλας σου, Απόστολε Χατζηχρήστο, κι ω κόλπα μαγικά κι
ονειρεμένοι καφενέδες… Και το μπαγλαμαδάκι σου, ρε Γιώργο Μπάτη.
Χαθήκαμε.
Χεστήκαμε στο τάληρο.
Μπερδεύτηκαν τα μπούτια μας.
Και θα ξαναπάμε στο χωριό μας να μην πεθάνουμε.
Και θα ξαναπάμε στο χωριό μας για να πεθάνουμε καλύτερα.