Εκλογές, εργατικοί αγώνες & το πολιτικό τοπίο στο Ιράν

Εκλογές, εργατικοί αγώνες & το πολιτικό τοπίο στο Ιράν

  • |

Ο φονταμενταλιστής Ραΐσι κέρδισε στις εκλογές του Ιράν ενώ παράλληλα καταγράφηκε το μεγαλύτερο ποσοστό αποχής στην ιστορία των ιρανικών προεδρικών εκλογών με τη συμμετοχή να φτάνει μόλις το 49%. Ο Siavash Shahabi, εξόριστος Ιρανός κομμουνιστής που ζει στην Αθήνα, περιγράφει και σχολιάζει στο Αυτολεξεί τη σημερινή πολιτικοκοινωνική κατάσταση στο Ιράν:

Το πολιτικό τοπίο στο Ιράν χαρακτηρίζεται πάντα ως ιδιαιτέρως απρόβλεπτο, ιδίως κατά τη διάρκεια των προεδρικών εκλογών. Το 1997 ήταν η πρώτη φορά που οι προεδρικές εκλογές στο Ιράν αποτέλεσαν σοβαρό ζήτημα στην κοινωνία, όταν ο μη εγκεκριμένος (αν και καθεστωτικός) από τον αγιατολάχ Χαμενεΐ [1] υποψήφιος, ο Μοχάμαντ Χατάμι, κέρδισε προς έκπληξη όλων με 20 εκατομμύρια ψήφους. Η λογοκρισία και η καταστολή των συγγραφέων και των καλλιτεχνών είχαν προηγουμένως φτάσει στο αποκορύφωμά τους επί θητείας του Χατάμι ως υπουργού Πολιτισμού και Τεχνών. Παρ’ όλα αυτά κέρδισε την προεδρία, καθώς έγινε ο μισητός υποψήφιος του Χαμενεΐ που υποσχόταν μεταρρυθμίσεις.

Ο Χαμενεΐ θεωρούσε πάντοτε την ψηφοφορία ως βασικό δείκτη για τη νομιμοποίηση του καθεστώτος. Έπειτα από τη βίαιη καταστολή των διαδηλώσεων που ακολούθησαν τις εκλογές του 2009, καλούσε τον κόσμο να ψηφίσει. Ακόμη κι αν οι άνθρωποι δεν νοιάζονταν γι’ αυτόν και δεν τον ήθελαν, θα έπρεπε να ψηφίζουν για το «Ιράν» και να επιδιώκουν τη συμφιλίωση μέσω της κάλπης, έλεγε. Αργότερα, μετά τις εκλογές, ισχυριζόταν ότι οι άνθρωποι με την ψήφο τους επεδείκνυαν την υποστήριξή τους προς την πολιτική του καθεστώτος.

Πιο σημαντική από τις ίδιες τις εκλογές ήταν η προσπάθεια αύξησης της συμμέτοχης σε αυτές. Ο γενικός κανόνας των εκλογών είναι ότι οι πολιτικές παρατάξεις θα πρέπει να μπορούν να ανταγωνίζονται η μία με την άλλη, κάτι που όμως δεν ισχύει στις ιρανικές εκλογές. Στην πραγματικότητα, η εγκριτική εποπτεία του Συμβουλίου Φρουρών του Συντάγματος έχει αλλάξει τη σημασία και το νόημα των εκλογών στο Ιράν. Σύμφωνα με τον ισχύοντα νόμο, μόνο όσοι εγκρίνονται από το συμβούλιο που επιλέγεται από τον ίδιο τον Χαμενεΐ μπορούν να θέσουν υποψηφιότητα για την προεδρία. Οι άνθρωποι αυτοί πρέπει να είναι άνδρες, σιίτες μουσουλμάνοι και να αποδέχονται και να ακολουθούν πλήρως την πολιτική του ίδιου του Χαμενεΐ ως μουσουλμάνου ηγέτη της χώρας. Κατά συνέπεια, οι γυναίκες –το ήμισυ της κοινωνίας–, οι πιστοί άλλων θρησκειών καθώς και η αντιπολίτευση (προφανώς όλες οι διαφορετικές ομάδες μαρξιστών-αριστερών) δεν μπορούν να είναι υποψήφιοι. Οι κοινοβουλευτικές και δημοτικές εκλογές ακολουθούν το ίδιο μοτίβο. Η βασική διαφορά είναι ότι οι γυναίκες και οι πιστοί άλλων θρησκειών υπόκεινται σε λιγότερους περιορισμούς. Με δύο λόγια, οι εκλογές δεν είναι Ανοιχτές και Ελεύθερες.

Ειδικά στις φετινές εκλογές, ακόμη και οι πιο ισχυροί πρώην αξιωματούχοι διαμαρτυρήθηκαν ότι οι εκλογές ήταν άδικες και ήταν περίεργο ότι δεν τους επετράπη να συμμετάσχουν σε αυτές.

Για παράδειγμα, ως απάντηση στις διαδηλώσεις του 2009, ο Χαμενεΐ περιέγραψε τις πολιτικές του Αχμαντινετζάντ (τότε πρόεδρος) ως ακριβώς τις πολιτικές που ο ίδιος προτιμάει, αλλά τα διαπιστευτήριά του δεν επιβεβαιώθηκαν μετά τα επικριτικά σχόλια του ίδιου του Αχμαντινετζάντ τα τελευταία χρόνια προς το καθεστώς.

Ο Ali Larijani, πρώην εκπρόσωπος της Ισλαμικής Συμβουλευτικής Συνέλευσης και ειδικός απεσταλμένος του Χαμενεΐ για την 25ετή συμφωνία συνεργασίας με την Κίνα (το περιεχόμενό της ήταν κρυμμένο από την κυβέρνηση και το κοινοβούλιο μέχρι την υπογραφή της συμφωνίας), επίσης δεν εγκρίθηκε να κατέβει στις εκλογές. Αυτό δεν εξηγήθηκε ποτέ και ο αδελφός του, πρώην αρχιδικαστής, διαμαρτυρήθηκε έντονα για την κατάσταση χωρίς όμως αποτέλεσμα.

Κατά το παρελθόν το καθεστώς προσπαθούσε να αυξάνει τη συμμετοχή στις εκλογές με τη δημιουργία ενός διχασμού μεταξύ των εγκεκριμένων από τον Χαμενεΐ υποψηφίων και των μη εγκεκριμένων. Όμως, η στρατηγική αυτή απέτυχε να λειτουργήσει φέτος.

Μετά από 4 χρόνια σκαμπανεβασμάτων που δυσαρέστησαν τους Ιρανούς ψηφοφόρους, μια δημοσκόπηση Ιρανών πολιτών έδειξε ότι οι 13ες προεδρικές εκλογές θα ήταν οι χαμηλότερες σε συμμετοχή. Πράγματι, η εξάπλωση των διαδηλώσεων και της αιματηρής καταστολής στους δρόμους τα τελευταία 4 χρόνια –με περισσότερους από 1.500 νεκρούς και χιλιάδες φυλακισμένους– προκάλεσε δραματική πτώση της εκλογικής συμμετοχής, από το 72%, όσων έχουν δικάιωμα ψήφου, στις προηγούμενες εκλογές, σε μόλις 49% φέτος.

Η απογοήτευση του λαού από τις εκλογικές επιλογές, τα εκλογικά συνθήματα, τους υποψηφίους και την αναποτελεσματικότητα των εκλογικών θεσμών έναντι των διορισμένων οργάνων (στην ιεραρχία της εξουσίας και της λήψης αποφάσεων) τα τελευταία 40 χρόνια έκανε σταδιακά τον ιρανικό λαό να πιστέψει ότι αυτή η μορφή εκλογών δεν μπορεί να ικανοποιήσει τα αιτήματά του και να λύσει τα προβλήματά του.

Το μέλος της Επιτροπής Θανάτου γίνεται πρόεδρος

Στις εκλογές του 1997 όλες οι πιθανότητες έδειχναν τη νίκη των υποψηφίων που είχαν εγκριθεί από τον Χαμενεΐ, αλλά με την έλευση του Μοχάμαντ Χατάμι, ο οποίος υποσχέθηκε μεταρρυθμίσεις, η κατάσταση άλλαξε. Σήμερα τα πράγματα είναι διαφορετικά από εκείνη την περίοδο, καθώς δεν υπάρχει καμία ένδειξη για την παρουσία κάποιου σαν τον Χατάμι και ένας υποψήφιος με τέτοιο βάρος δεν θα μπορούσε να περάσει το φίλτρο του Συμβουλίου των Φρουρών. Ο Εμπραχίμ Ραΐσι μπήκε στην προεκλογική εκστρατεία χωρίς αντίπαλο –και την κέρδισε.

Λόγω αυτών των συνθηκών, οι εκλογές αυτής της περιόδου ήταν περισσότερο ένας ενδοομαδικός ανταγωνισμός μεταξύ φονταμενταλιστών και μετριοπαθών φονταμενταλιστών, των οποίων οι περισσότερες προσωπικότητες όπως ο Αχμαντινετζάντ και ο σημαντικότερος εξ αυτών, ο Ali Larijani, αποκλείστηκαν.

Η απώλεια του πολιτικού βάρους των ρεφορμιστών-μεταρρυθμιστών είναι επίσης ζωτικής σημασίας: Χάρη στην υποστήριξη του Χατάμι προς τον Χασάν Ρουχανί ο λαός ψήφισε τον δεύτερο πριν από οκτώ χρόνια και τον έκανε πρόεδρο. Ωστόσο, το κάλεσμα του Χατάμι προς τον κόσμο να συμμετέχει μαζικά στις φετινές εκλογές δεν είχε κανένα αποτέλεσμα αυτή τη φορά. Η λογική του λαού ήταν σαφής: αφού ο Ρουχανί απέτυχε να εκπληρώσει τις κύριες υποσχέσεις του κατά τη διάρκεια της οκταετούς θητείας του, γιατί ο κόσμος να ξαναασχοληθεί με την εκλογική διαδικασία; Ακόμη κι όταν το κύμα καταστολής και οι δολοφονίες στους δρόμους κλιμακώνονται;

Είναι πολύ εντυπωσιακό το γεγονός ότι μόλις το 49% των ψηφοφόρων προσήλθε στις εκλογές. 28 εκατομμύρια άνθρωποι μποϊκόταραν τις εκλογές και αρνήθηκαν να ψηφίσουν. Τα λευκά, που αντιστοιχούν σε περίπου 5 εκατομμύρια ψήφους, πρέπει να προστεθούν ως ένδειξη διαμαρτυρίας. Μια διαμαρτυρία από εκείνους που ακόμα θέλουν να ψηφίζουν για διάφορους λόγους, αλλά δεν θεωρούν τους υποψήφιους επιλέξιμους.

Υπό αυτές τις συνθήκες, ο Ραΐσι εγκατέλειψε τη θέση του ως ανώτατου δικαστή για να μετακομίσει στην οδό Παστέρ στην Τεχεράνη και να γίνει το δεύτερο ισχυρότερο άτομο του Ιράν. Δεν έχει ευγλωττία, δεν έχει χάρισμα, δεν έχει ανεξάρτητη πολιτική προσωπικότητα, αλλά είναι ένας αξιόπιστος υπάκουος και με αυτή την εκλογή, το παζλ της πλήρους εξουσίας δόθηκε στο φονταμενταλιστικό κίνημα: το κοινοβούλιο και η κυβέρνηση ενώθηκαν και η διοίκηση των περισσότερων πόλεων του Ιράν έπεσε στα χέρια τους ήδη στις προηγούμενες δημοτικές εκλογές με τους φονταμενταλιστές τώρα να πανηγυρίζουν.

Ωστόσο, τα ίχνη του Ραΐσι μπορούν να εντοπιστούν σε μια από τις πιο τρομακτικές στιγμές του Ισλαμικού Κράτους του Ιράν και της σύγχρονης ιστορίας του. Ο ίδιος υπήρξε ένας εκ των τεσσάρων μελών της «Επιτροπής Θανάτου» στις εκτελέσεις του 1988, κατά τις οποίες χιλιάδες πολιτικοί κρατούμενοι, κυρίως αριστεροί, εκτελέστηκαν επειδή δεν πίστευαν στον Θεό και στην Ημέρα της Κρίσης. 3.000 έως 4.000 άνθρωποι σκοτώθηκαν σύμφωνα με τον Ειδικό Εισηγητή του ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, αν και ανεξάρτητες πηγές αναφέρονται σε 30.000 θανάτους. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν κάτω των 20 ετών. Ο ακριβής αριθμός των θυμάτων δεν είναι διαθέσιμος, καθώς δεν είναι δυνατό να υπάρξει καμία ανεξάρτητη έρευνα.

Οι αξιωματούχοι του καθεστώτος αποφεύγουν κάθε αναφορά σε αυτά τα γεγονότα, αλλά ο Ρουχανί χρησιμοποίησε την ευαισθησία της κοινής γνώμης στην προηγούμενη προεκλογική του εκστρατεία για να ενθουσιάσει τους ψηφοφόρους λέγοντας: «Οι Ιρανοί δεν θα δεχτούν εκείνους που γνωρίζουν μόνο από εκτελέσεις και φυλακίσεις τα τελευταία 38 χρόνια… Δεν θα δεχτούμε εκείνους που έχουν καθίσει στο τραπέζι και έχουν εκδώσει [θανατικές] ποινές».

Εκλογές και υποσχέσεις

Μεταξύ των οικονομικών σχεδίων του Ραΐσι είναι η καταπολέμηση της διαφθοράς, η κατασκευή 4 εκατομμυρίων κατοικιών σε 4 χρόνια, η μεταρρύθμιση του τραπεζικού συστήματος και του συναλλάγματος, η δημιουργία 1 εκατομμυρίου θέσεων εργασίας κάθε χρόνο, η μείωση κατά 50% του οικογενειακού κόστους για υγειονομική περίθαλψη, η εφαρμογή ενός έξυπνου φορολογικού συστήματος και η αποτροπή της φοροδιαφυγής. Ωστόσο, δεν ανακοίνωσε κανένα σχέδιο για τη χρηματοδότηση αυτών των υποσχέσεων.

Για περισσότερο από 3 δεκαετίες, η οικονομία του Ιράν μαστίζεται από τον πληθωρισμό. Ο ιρανικός πληθωρισμός ήταν πάντα διψήφιος τις τελευταίες 3 δεκαετίες, εκτός από σύντομες περιόδους. Επιπλέον, δεδομένου ότι η ιρανική οικονομία βιώνει μια απίστευτη αύξηση της ρευστότητας ως αποτέλεσμα του συνεχούς δανεισμού της κυβέρνησης από την κεντρική τράπεζα για τη χρηματοδότηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, υπάρχουν επιπτώσεις στον πληθωρισμό και τη ρευστότητα που αυξάνονται με την πάροδο του χρόνου. Το 55% των ιρανικών νοικοκυριών ζει κάτω από το όριο της φτώχειας, δήλωσε ο Nasser Mousavi Largani, μέλος της Οικονομικής Επιτροπής της Ισλαμικής Συμβουλευτικής Συνέλευσης, σε έκθεση του 2019. Ο αριθμός αυτός εξακολουθεί να αυξάνεται.

Ο Ραΐσι, είναι ο εκπρόσωπος του παραδοσιακού ιρανικού καπιταλισμού, ένας φονταμενταλιστής ισλαμιστής που βλέπει την ύπαρξη του καθεστώτος στη σκιά της πολεμικότητας και των διάφορων κρίσεων, συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών και πολιτικών κυρώσεων, και που εμποδίζει την ελευθερία των πολιτικών και εθνοτικών ομάδων στη χώρα. Πρόκειται για έναν μοναδικό τύπο καπιταλισμού που έχει χτιστεί ενάντια στη Δύση και συγκεκριμένα ενάντια στον αμερικανισμό: μία μίξη αντιαποικιακών τάσεων των αρχών και των μέσων του 20ού αιώνα μαζί με την ισλαμική ιδεολογία.

Τα τετραετή σχέδια του Ραΐσι δείχνουν ότι σχεδόν όλη του η εστίαση και ο σχεδιασμός του αφορούν οικονομικά ζητήματα, συγκεκριμένα τον βιοπορισμό και τη διαφθορά, αναφέροντας και υποστηρίζοντας πως δεν υπάρχει άλλο πρόβλημα. Τα πολιτιστικά ζητήματα, τα ανθρώπινα δικαιώματα, η κοινωνία των πολιτών, τα δικαιώματα των γυναικών, των μειονοτήτων και των εθνοτικών ομάδων δεν είναι στην ατζέντα του, ή έχει κάνει πολύ γενικές και αόριστες δηλώσεις και υποσχέσεις. Στις εξωτερικές υποθέσεις δηλώνει διαπραγματευτής, ενώ επικρίνει τις τρέχουσες διαπραγματεύσεις και προτιμά τη διαπραγματευτική πολιτική του Κασέμ Σουλεϊμανί: διαμεσολαβητικοί πόλεμοι για εντυπώσεις.

Πριν από την Επανάσταση, η κυβέρνηση εφάρμοσε μια πολιτική ιδιωτικοποίησης με τη μεταβίβαση μετοχών στους εργαζόμενους, καθώς και με την αλλαγή του τρόπου με τον οποίο προσέγγιζε την εκβιομηχάνιση σε διάφορους τομείς. Μετά την Επανάσταση του ’79, με το πέρασμα του κύματος εθνικοποιήσεων καθώς και του πολέμου, οι ιδιωτικοποιήσεις και η μεταφορά δημόσιων περιουσιών στον ιδιωτικό τομέα αυξήθηκαν· η διαδικασία επιταχύνθηκε μετά την ίδρυση του Οργανισμού Ιδιωτικοποιήσεων το 2001 και η διακήρυξη του άρθρου 44 του Συντάγματος τον Ιούλιο του 2005 κατέστησε την ιδιωτικοποίηση γενική πρακτική σε ολόκληρη τη χώρα. Στις ομιλίες του σχετικά με την οικονομία ο Χαμενεΐ θεωρούσε πάντοτε την εφαρμογή του άρθρου 44 του Συντάγματος και τις ιδιωτικοποιήσεις ως την κύρια λύση στα οικονομικά προβλήματα της χώρας.

Ωστόσο, η διαδικασία ιδιωτικοποιήσεων ήταν ιδιαίτερα αδιαφανής και άδικη. Οι Φρουροί της Ισλαμικής Επανάστασης κέρδισαν τους περισσότερους κρατικούς πλειστηριασμούς λόγω της ιδεολογικής τους δύναμης. Οι Αρχές και πολλοί συγγενείς τους εκμεταλλεύτηκαν την ανομία και την έλλειψη εποπτείας. Οι οικονομικές κυρώσεις εναντίον του Ιράν και η ανάγκη παράκαμψής τους οδήγησαν τον de facto ιδιωτικό τομέα να γίνει το κύριο αφεντικό της οικονομίας της χώρας τις τελευταίες 2 δεκαετίες, με αποτέλεσμα τη διαφθορά και τον περιορισμό των νόμων που προστατεύουν τους εργάτες και τους υπαλλήλους.

Επιπλέον, οι κυρώσεις των ΗΠΑ υπό την κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ προκάλεσαν απότομη συρρίκνωση της οικονομίας του Ιράν. Η κυβέρνηση Ρουχανί προσπάθησε να ελέγξει την αγορά χρήματος με τη σταθεροποίηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας, αλλά η πολιτική αυτή απέτυχε και η οικονομική κατάσταση επιδεινώθηκε. Η αγοραστική δύναμη του λαού μειώθηκε καθώς ο πληθωρισμός αυξήθηκε και το ιρανικό νόμισμα αποδυναμώθηκε.

Η κατάσταση γίνεται ακόμη πιο περίπλοκη με μια δήλωση για την υπεράσπιση του Ιμπραήμ Ραΐσι, που εκδόθηκε λίγο πριν από τις εκλογές και υπογράφτηκε από 100 Ιρανούς οικονομολόγους και ακαδημαϊκούς. Πρόκειται για μια σκληρή, αντιφατική δήλωση που υποστηρίζει την «οικονομία της αντίστασης» του Αγιατολάχ Χαμενεΐ (μείωση των κρατικών δαπανών, αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης, μείωση των κοινωνικών υπηρεσιών, εντατικοποίηση των ιδιωτικοποιήσεων για την αύξηση της παραγωγής, μείωση των μισθών, μείωση των νόμων για την προστασία των εργατών και των υπαλλήλων κ.λπ.) ενώ ταυτόχρονα κατηγορεί τον «νεοφιλελευθερισμό» για την οικονομική δυσπραγία και τάσσεται υπέρ της μεγαλύτερης κυβερνητικής παρέμβασης.

Αυτοί οι οικονομολόγοι και ακαδημαϊκοί, φυσικά, δεν κάνουν καμία αναφορά στις γενικές πολιτικές των τελευταίων 3 δεκαετιών. Ο Ραΐσι και οι οικονομολόγοι που τον υποστηρίζουν δεν προχωρούν πέρα από γενικά και επαναλαμβανόμενα συνθήματα, όπως «άμεση διοχέτευση της ρευστότητας στην παραγωγή» ή «μεταρρύθμιση του τραπεζικού συστήματος». Ο ίδιος αντί να συζητήσει τους λόγους για την κατάρρευση της εμπιστοσύνης στο επιχειρηματικό περιβάλλον του Ιράν, δεν αναφέρει τις επιπτώσεις της εξωτερικής πολιτικής στις οικονομικές αλληλεπιδράσεις του Ιράν.

Προοπτική

Έτσι, μετά από τρεις δεκαετίες οικονομικής στασιμότητας λόγω κακής διαχείρισης, διαφθοράς και οικονομικών κυρώσεων, εξαπλώθηκαν οι απεργίες και οι διαμαρτυρίες των εργαζομένων. Επίσης, καθώς εξαπλώθηκε η έξαρση του κορονοϊού, πολλοί εργαζόμενοι έχασαν τη δουλειά τους ή δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν τα προς το ζην λόγω των χαμηλών μισθών και του αυξανόμενου πληθωρισμού. Το εύρος αυτών των συνθηκών επηρέασε ακόμη και τους εργαζόμενους της βιομηχανίας πετρελαίου και φυσικού αερίου –την κύρια πηγή εισοδήματος στη χώρα– και οδήγησε σε εκτεταμένες απεργίες. Οι εργαζόμενοι διαμαρτύρονται για προβλήματα όπως οι κακές συνθήκες διαβίωσης, η μη αύξηση των μισθών, οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου και η έλλειψη εργασιακής ασφάλειας και προστασίας στον χώρο εργασίας. Πολλά άλλα εργοστάσια που έχουν συμμετάσχει στις απεργίες διαμαρτύρονται για τα ίδια προβλήματα, ενώ σχεδόν καθημερινά γίνονται διαμαρτυρίες στον τομέα της ενέργειας, στα ορυχεία, στους δήμους, στις μεταφορές, στη γεωργία κ.ο.κ.

Μια από τις σημαντικότερες εργατικές διαμαρτυρίες των τελευταίων δεκαετιών ήταν ο αγώνας των εργατών ζαχαροκάλαμου του εργοστασίου Haft Tappeh, οι οποίοι κατάφεραν να ανατρέψουν την ιδιωτική ιδιοκτησία του εργοστασίου, ωστόσο η κυβέρνηση και η δικαιοσύνη, υπό τη διοίκηση του Ραΐσι, επιτέθηκε στους εργάτες. Οι εργαζόμενοι και οι δικηγόροι τους κατηγορήθηκαν από τη δικαιοσύνη για παραβίαση της εθνικής ασφάλειας και η κυβέρνηση έκοψε το νερό και το ηλεκτρικό ρεύμα του εργοστασίου με το πρόσχημα του χρέους. Η κατάσταση είναι η ίδια σε πολλά εργοστάσια και ορυχεία της χώρας. Για όλα αυτά τα χρόνια, η κυβέρνηση δεν έχει κάνει τίποτα ώστε να ικανοποιήσει τα αιτήματα των εργαζομένων και ολόκληρης της κοινωνίας, εκτός από το να τα καταπιέζει και να ασκεί πίεση στους ακτιβιστές της εργασίας.

Το ζήτημα των οικονομικών κυρώσεων και του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν είναι επίσης πολύ σημαντικό. Για το καθεστώς, σε αυτή την κατάσταση, η απλούστερη και πιο λογική πορεία δράσης είναι να αποδεχτεί τη στρατηγική του κατευνασμού της κυβέρνησης Μπάιντεν και να επιμείνει στην αναβίωση της JCPOA (συμφωνία μεταξύ των P5+1, της ΕΕ και του Ιράν). Δεδομένου ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν υπερασπίζεται τη συμφωνία JCPOA, το Ισλαμικό Κράτος δεν έχει άλλη επιλογή από το να την αγκαλιάσει και σχεδόν όλοι οι εμπειρογνώμονες τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό προέβλεψαν ότι η συμφωνία θα αναβιώσει σύντομα.

Οι εμπειρογνώμονες υπέθεταν μάλιστα ότι μια συμφωνία για την αναβίωση της JCPOA θα υπογραφόταν αργά στην κυβέρνηση Ρουχανί, δεδομένου ότι μια ενιαία, φονταμενταλιστική κυβέρνηση θα μπορούσε έπειτα να εκμεταλλευτεί μια ευκαιρία άρσης των κυρώσεων και μία αύξηση του εμπορίου με τις ΗΠΑ επειδή η κυβέρνηση του Ρουχανί (με τον ισχυρισμό ότι είναι νεοφιλελεύθερη) θα θεωρούνταν ιδεολογικά υπεύθυνη για τη συμφωνία με τις ΗΠΑ.

Για τις όποιες εξελίξεις θα πρέπει να περιμένουμε τις επόμενες εβδομάδες. Ο Ραΐσι αναλαμβάνει την εξουσία στο σημερινό οικονομικό περιβάλλον, και όπως και στο παρελθόν υπάρχει αμφιβολία για το αν οι ισχυρισμοί του θα βγουν αληθινοί.

[1] Ο Αλί Χοσεϊνί Χαμενεΐ είναι ο δεύτερος και σημερινός ανώτατος θρησκευτικός (πνευματικός) ηγέτης του Ιράν από το 1989.

aftoleksi.gr