Οι Ηνωμένες Πολιτείες βιώνουν ένα από τα μεγαλύτερα εργατικά κινήματα των τελευταίων δεκαετιών. Παρόλο που δεν οργανώνεται από τα εργατικά συνδικάτα, δεν περιλαμβάνει απεργίες και δεν έχει πολλές φανφάρες, είναι μια συλλογική δράση –αν και όχι ακριβώς μια συνειδητή συλλογική δράση– που αναλαμβάνεται από εκατομμύρια ανθρώπους. Τους τελευταίους μήνες, εκατομμύρια Αμερικανοί εργαζόμενοι έχουν παραιτηθεί από τη δουλειά τους: περίπου τέσσερα εκατομμύρια κάθε μήνα από την άνοιξη. Και η τάση να λένε: «Παραιτούμαι!» συνεχίζεται. Έχει προταθεί ότι θα μπορούσε κανείς να το σκεφτεί αυτό ως μια «ανεπίσημη γενική απεργία». Παρόλο που αυτό θα ήταν υπερβολή, εντούτοις έχει κάτι το αληθινό.
Dan La Botz
Οι εργαζόμενοι παραιτούνται επειδή οι μισθοί τους είναι πολύ χαμηλοί, επειδή οι συνθήκες εργασίας τους δεν είναι ασφαλείς ή απλώς επειδή θέλουν μια διαφορετική ζωή, μια καλύτερη ζωή. Θέλουν να είναι ευτυχισμένοι.
Η αιτία αυτής της Μεγάλης Παραίτησης, όπως έχει ονομαστεί, ήταν η ύφεση του COVID του 2020, καθώς η οικονομία συρρικνώθηκε κατά 32% και η επίσημη ανεργία έφτασε το 15%, αν και μπορεί να έφτασε και το 20%. Όσοι εξακολουθούσαν να έχουν δουλειά, μερικές φορές εργάζονταν σε ανθυγιεινές συνθήκες, χωρίς τα κατάλληλα μέσα ατομικής προστασίας ή κοινωνικής αποστασιοποίησης, ενώ άλλοι δούλευαν από το σπίτι, συχνά περιτριγυρισμένοι από παιδιά σχολικής ηλικίας στον δικό τους υπολογιστή, παιδιά που τους χρειάζονται και θέλουν προσοχή, μωρά που κλαίνε. Κάποιοι εργαζόμενοι σε τομείς όπου υπήρχε υψηλή ζήτηση, είτε πρόκειται για εργαζόμενους υψηλής τεχνολογίας είτε για εργαζόμενους σε διανομές, απλώς εξαντλήθηκαν και παραιτήθηκαν. Άλλοι βαρέθηκαν τη δουλειά τους και αποσύρθηκαν πρόωρα. Κάποιοι που εργάζονταν εξ αποστάσεως και δεν ήταν πλέον δεμένοι με το γραφείο, μετακόμισαν από τις πόλεις στα προάστια ή σε μακρινές πολιτείες. Όταν οι εργοδότες κάλεσαν τους εργαζόμενους πίσω στο γραφείο, αυτοί παραιτήθηκαν.
Για αρκετούς μήνες, ορισμένοι άνεργοι λάμβαναν τα κρατικά επιδόματα ανεργίας και την ομοσπονδιακή βοήθεια που μερικές φορές ήταν το ίδιο ή και περισσότερο από τους χαμηλούς μισθούς τους. Και έτσι, για πρώτη φορά για κάποιους, έκαναν διακοπές με αποδοχές. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, δεν υπάρχει εθνικός νόμος που να καθορίζει τις διακοπές. Συνήθως, οι εργαζόμενοι πρέπει να εργαστούν ένα χρόνο για να κερδίσουν μια εβδομάδα διακοπών. Μετά από, ας πούμε, τρία χρόνια μπορεί να πάρουν δύο εβδομάδες, μετά ίσως μετά από δέκα χρόνια μπορεί να πάρουν τρεις εβδομάδες, και κάποια στιγμή μετά από αυτό, στα 15 ή 20 χρόνια, τέσσερις εβδομάδες. Ορισμένοι εργαζόμενοι δεν έχουν αναρρωτικές άδειες και έτσι χρησιμοποιούν τις περιορισμένες ημέρες άδειάς τους όταν οι ίδιοι ή τα παιδιά τους είναι άρρωστοι. Έτσι, όσο τρομερό και αν ήταν, η ύφεση του COVID και τα κρατικά και ομοσπονδιακά επιδόματα ανεργίας έδωσαν σε ορισμένους εργαζόμενους τις πρώτες πραγματικές διακοπές τους, μια γεύση ελευθερίας.
Για εκατομμύρια εργαζόμενους στις ΗΠΑ, οι μισθοί είναι ως γνωστόν χαμηλοί. Για αρκετά χρόνια κάποια συνδικάτα έδιναν αγώνα για 15 δολάρια την ώρα. Τα αιτήματα προς τα αφεντικά συγκεκριμένων εταιρειών συνοδεύονταν από εκστρατείες για τη θέσπιση νομοθεσίας για την αύξηση του νόμιμου κατώτατου μισθού σε 15 δολάρια ή και περισσότερο σε ορισμένες πολιτείες και πόλεις, αρκετές από τις οποίες ήταν επιτυχείς. Παρόλα αυτά, οι χαμηλοί μισθοί αποτέλεσαν σημαντική πηγή δυσαρέσκειας που οδήγησε τους εργαζόμενους να παραιτηθούν από τη δουλειά τους.
Ποιοι παραιτούνται; Πριν από την πανδημία, ήταν συνήθως οι νέοι εργαζόμενοι στα είκοσί τους που παραιτούνταν, αλλά το 2020 και το 2021, στους εργαζόμενους ηλικίας 30 έως 45 ετών παρατηρήθηκε αύξηση κατά 20% στις οικειοθελείς παραιτήσεις. Οι παραιτήσεις ήταν αυξημένες στην τεχνολογία, στην υγειονομική περίθαλψη και στα ξενοδοχεία και τα εστιατόρια, προφανώς για εντελώς διαφορετικούς λόγους. Όπου κι αν πάει κανείς, βλέπει πινακίδες «Ζητείται υπάλληλος».
Το σημαντικότερο αποτέλεσμα της Μεγάλης Παραίτησης ήταν η αύξηση των μισθών, καθώς οι εργοδότες προσπαθούν να προσελκύσουν εργαζόμενους. Οι μισθοί έφτασαν κατά μέσο όρο τα 31 δολάρια την ώρα τον Αύγουστο, μια ετήσια αύξηση 4,3% και ένα ιστορικό υψηλό. Για είκοσι πέντε χρόνια, οι εργοδότες δεν αύξαναν τους μισθούς, αλλά τώρα από τα McDonald’s μέχρι την Bank of America το κάνουν.
Ο COVID έχει μεταμορφώσει την αμερικανική εργασιακή κουλτούρα με πολλούς τρόπους, και όλες οι επιπτώσεις της μένει να φανούν. Το τέλος των ομοσπονδιακών προγραμμάτων βοήθειας και ίσως μια μέρα το τέλος του COVID μπορεί να την μεταμορφώσουνι ξανά. Προς το παρόν, οι εργαζόμενοι παραιτούνται επειδή θέλουν να είναι πιο χαρούμενοι στη δουλειά τους. Ίσως τίποτα δεν είναι πιο ριζοσπαστικό, αν αυτή η επιθυμία μπορεί να μετατραπεί σε πιο συνειδητή, περισσότερο συλλογική μαζική δράση.
Μετάφραση: elaliberta.gr