Η ιστορία των εκλογών του 2024 αποδείχθηκε εντυπωσιακά απλή.
Σε ένα πολιτικό περιβάλλον όπου το μεγαλύτερο μέρος του εκλογικού σώματος θεωρούσε ότι η χώρα κινείται προς τη λάθος κατεύθυνση και αντιλαμβανόταν την κατάσταση της οικονομίας ως άσχημη και όπου η πλειοψηφία ανέφερε ότι ο πληθωρισμός της έχει προκαλέσει σοβαρές δυσχέρειες, οι ψηφοφόροι αποφάσισαν να απορρίψουν το κυβερνόν κόμμα, το οποίο εκπροσωπούσε η αντιπρόεδρος Κάμαλα Χάρις.
Ο Ντόναλντ Τραμπ κέρδισε τη λαϊκή ψήφο για πρώτη και μοναδική φορά και σημείωσε ποσοστιαία κέρδη όχι μόνο στις αγροτικές περιοχές, αλλά και στα προάστια, και ακόμα και στα προπύργια του Δημοκρατικού Κόμματος όπως η Νέα Υόρκη και το Σικάγο. Σύμφωνα με τα exit polls, η Χάρις τα πήγε καλύτερα από τον Τζο Μπάιντεν το 2020 σε ό,τι αφορά τους πιο εύπορους Αμερικανούς, αλλά ο Τραμπ βελτίωσε τις επιδόσεις του σε σχέση με όλους τους υπόλοιπους.
Λανς Σέλφα, Σάρον Σμιθ | μετάφραση Στέλλα Μούσμουλα |
Ένα από τα κλισέ της αμερικανικής πολιτικής είναι το «είναι η οικονομία, ηλίθιε». Εάν η οικονομία αναπτύσσεται και οι άνθρωποι έχουν δουλειές και υψηλότερα μεροκάματα, το κυβερνόν κόμμα συνήθως επανεκλέγεται. Εάν η οικονομία διαγράφει πτωτική πορεία και οι άνθρωποι δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα, οι ψηφοφόροι συνήθως «πετάνε έξω τους αλήτες» ψηφίζοντας το άλλο κόμμα που διεκδικεί την εξουσία. Κατά τη μεγαλύτερη διάρκεια της διακυβέρνησης Μπάιντεν, καθώς η ευρύτερη οικονομία ανέκαμπτε από τους κραδασμούς που προκάλεσε η πανδημία COVID-19, ο Μπάιντεν παρέμενε ένας εξαιρετικά αντιδημοφιλής πρόεδρος. Η αντιδημοφιλία του Μπάιντεν έχει μπερδέψει τους συμβούλους του, οι οποίοι δεν μπορούν να την εξηγήσουν σε συνδυασμό με τους «μακροοικονομικούς» δείκτες, οι οποίοι δείχνουν ότι οι ΗΠΑ, είχαν την ισχυρότερη ανάκαμψη από τον COVID από όλες τις άλλες αντίστοιχες οικονομίες.
Ωστόσο, ο COVID άφησε πίσω του οικονομική αναταραχή, η οποία συμπεριλαμβάνει τα υψηλότερα ποσοστά πληθωρισμού που έχουν βιώσει οι Αμερικανοί τα τελευταία 40 χρόνια -και αυτό φυσικά αποτελεί επί της ουσίας περικοπή μισθών. Η έκρηξη των στρατιωτικών δαπανών για την υποστήριξη των πολέμων στην Ουκρανία και τη Γάζα επίσης τροφοδοτεί τον πληθωρισμό. Ως αποτέλεσμα, υπό την κυβέρνηση Μπάιντεν το βιοτικό επίπεδο των Αμερικανών εργαζομένων έχει χειροτερέψει, ενώ η άνθηση του χρηματιστηρίου βοήθησε τους πλουσιότερους Αμερικανούς να ευημερήσουν.
Σχεδόν όλες οι κυβερνήσεις στην Ευρώπη, την Ασία και τη Λατινική Αμερική –με τις περισσότερες να αντιμετωπίζουν χειρότερες αναταραχές και πιο αδύναμες ανακάμψεις από τον Covid σε σχέση με τις ΗΠΑ– που οδηγήθηκαν σε κάλπη τον τελευταίο ένα περίπου χρόνο, είτε ηττήθηκαν είτε αποδυναμώθηκαν σημαντικά.
Η αντικατάσταση του Μπάιντεν από την Χάρις στα μέσα του καλοκαιριού έδωσε στους Δημοκρατικούς την ελπίδα ότι θα μπορούσαν να αποφύγουν αυτήν τη μοίρα, καθώς ο Μπάιντεν όδευε σαφώς προς ήττα από τον Τραμπ. Τελικά η Χάρις δεν κατάφερε να ξεφύγει από το γεγονός ότι, ως εν ενεργεία αντιπρόεδρος, όλα τα αρνητικά του Μπάιντεν συνδέονταν και με αυτήν.
Αυτές είναι οι τρίτες συνεχόμενες προεδρικές εκλογές όπου χάνει το κυβερνόν κόμμα και όπου ο εν ενεργεία πρόεδρος έχει περάσει το μεγαλύτερο μέρος της θητείας του με ποσοστά αποδοχής κάτω του 50%. Ίσως αυτό λέει περισσότερα για την υποβόσκουσα δυσαρέσκεια στην αμερικανική κοινωνία από ό,τι για οποιαδήποτε συγκεκριμένη υποψηφιότητα.
Το προεκλογικό εγχειρίδιο του Δημοκρατικού Κόμματος γύρισε μπούμερανγκ –για ακόμα μια φορά
Το 2016, η Χίλαρι Κλίντον επέδειξε την περιφρόνησή της για τους -τότε- συντριπτικά λευκούς υποστηρικτές του Τραμπ, χαρακτηρίζοντάς τους «ελεεινούς», αντί να προσπαθήσει να αναγνωρίσει την πηγή του θυμού τους: την κατάφωρη ανισότητα του οικονομικού στάτους κβο. Οκτώ χρόνια αργότερα, με την υποστήριξη προς τον Τραμπ να είναι ενισχυμένη σε όλες πρακτικά τις δημογραφικές ομάδες, είναι αδύνατο να αγνοήσει κανείς την οικονομική απελπισία που απομάκρυνε τους ψηφοφόρους από τους Δημοκρατικούς, ενώ ο Μπάιντεν συνέχιζε να καυχιέται, ότι η οικονομία των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια της θητείας του είναι «η ισχυρότερη του κόσμου».
Αλλά εκείνοι που δεν έχουν τα οικονομικά μέσα να βγάλουν λεφτά από την άνοδο του χρηματιστηρίου, ζουν μεροδούλι μεροφάι, αδυνατώντας να τα βγάλουν πέρα, ενώ συχνά κάνουν δύο δουλειές.
Σε ένα πολιτικό σύστημα όπου τα δύο μεγάλα καπιταλιστικά κόμματα, οι Δημοκρατικοί και οι Ρεπουμπλικάνοι, μονοπολούν εκ περιτροπής την εξουσία –χωρίς ένα πραγματικό κόμμα της αντιπολίτευσης– ο μόνος τρόπος για τους ψηφοφόρους να εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους για το κόμμα το οποίο βρίσκεται στην εξουσία είναι να ψηφίσουν το άλλο, ως το μικρότερο κακό.
Επιπλέον, από την εποχή που βρέθηκε ο Μπιλ Κλίντον στο Λευκό Οίκο, οι Δημοκρατικοί έχουν εναγκαλιστεί τις ίδιες νεοφιλελεύθερες πολιτικές τις οποίες υποστηρίζουν οι Ρεπουμπλικάνοι, απλά με κάπως λιγότερο προφανή ενθουσιασμό. Από την εποχή του Ρόναλντ Ρίγκαν οι Ρεπουμπλικάνοι εξαπολύουν μύδρους κατά των λεγόμενων «απατεώνων της κοινωνικής πρόνοιας» αλλά ο Κλίντον ήταν ο πρόεδρος ο οποίος πραγματικά τερμάτισε την «κοινωνική πρόνοια όπως την ξέραμε» στη δεκαετία του 1990, στέλνοντας εκατομμύρια φτωχούς ανθρώπους σε ένα καθοδικό σπιράλ φτώχειας η οποία αυξάνεται μέχρι σήμερα.
Τις τελευταίες δεκαετίες, οι Δημοκρατικοί επιδιώκουν συνειδητά να κερδίσουν τις ψήφους των πολύ μορφωμένων και των πλουσίων, ενώ από την άλλη διαβρώνεται σταθερά η υποστήριξη που έχει το Δημοκρατικό Κόμμα στην παραδοσιακή του εκλογική βάση, στην εργατική τάξη και στον μαύρο πληθυσμό.
Αυτό το μοτίβο έχει γίνει ακόμη πιο ακραίο μετά την ήττα της καμπάνιας της Χίλαρι Κλίντον για την προεδρία. Ωστόσο, αυτοί που κινούν τα νήματα του κόμματος δεν έκαναν τίποτα για να αλλάξουν αυτή την καταστροφική στρατηγική στα χρόνια που ακολούθησαν. Έδωσαν το χρίσμα του υποψηφίου για το 2024 στον Τζο Μπάιντεν, ακόμη και ενώ οι διανοητικές του ικανότητες εξασθενούσαν ραγδαία. Στη συνέχεια, αφού τελικά τον ξεφορτώθηκαν, αρνήθηκαν να διεξάγουν ένα ανοιχτό συνέδριο του Δημοκρατικού Κόμματος τον Αύγουστο –αποφεύγοντας ακόμα και μια επίφαση δημοκρατίας στο εσωτερικό του κόμματός τους.
Τώρα θερίζουν ό,τι έσπειραν. Και ο μισαλλόδοξος, ψυχικά ασταθής, καταδικασμένος για κακουργήματα Ντόναλντ Τραμπ επιστρέφει στον Λευκό Οίκο, με μια σαρωτική νίκη μέσα στο Σώμα των Εκλεκτόρων, ενώ οι Ρεπουμπλικάνοι ανέκτησαν τον έλεγχο της Γερουσίας και μάλλον θα διατηρήσουν και τον έλεγχο της Βουλής, όπου η καταμέτρηση των ψήφων συνεχίζεται.
Μια πιο προσεκτική ματιά στα δημογραφικά στοιχεία των εκλογών του 2024 θα έπρεπε να διαλύσει τον μύθο ότι η πλειοψηφία του πληθυσμού των ΗΠΑ αποτελείται από αδιόρθωτους ρατσιστές και μισογύνηδες, οι οποίοι πιστεύουν όλα τα ψέματα του Τραμπ –όπως ότι οι μετανάστες από την Αϊτή τρώνε κατοικίδιες γάτες ή ότι ο στρατός πρέπει να μαντρώσει τους μετανάστες και να τους απελάσει μαζικά.
Υπάρχουν ήδη κάποιες ανεκδοτολογικές ενδείξεις, σύμφωνα με τις οποίες αρκετοί ψηφοφόροι του Τραμπ δεν πιστεύουν πραγματικά τους πιο εξωφρενικούς ισχυρισμούς του ή δεν περιμένουν ότι θα υλοποιήσει τις πιο δρακόντειες προεκλογικές υποσχέσεις του.
Όπως ανέφεραν για παράδειγμα οι New York Times τον Οκτώβριο:
«Μια από τις πιο ιδιόμορφες πτυχές της πολιτικής απήχησης του Τραμπ είναι η εξής: Πολλοί άνθρωποι είναι πρόθυμοι να τον ψηφίσουν επειδή απλά δεν πιστεύουν ότι θα κάνει πολλά από τα πράγματα που λέει ότι θα κάνει.
Ο πρώην πρόεδρος έχει πει ότι θα μετατρέψει το υπουργείο Δικαιοσύνης σε όπλο για να φυλακίσει τους πολιτικούς του αντιπάλους. Έχει πει ότι θα εκκαθαρίσει το κράτος από όσους δεν του είναι αφοσιωμένοι και ότι δύσκολα θα προσλάβει οποιονδήποτε παραδέχεται ότι οι εκλογές του 2020 δεν ήταν αποτέλεσμα νοθείας. Έχει προτείνει “μια πραγματικά βίαιη μέρα” κατά την οποία οι αστυνομικοί θα μπορούν να γίνουν “εξαιρετικά σκληροί” με ατιμωρησία. Έχει υποσχεθεί μαζικές απελάσεις και προέβλεψε ότι θα αυτή θα είναι “μια αιματηρή υπόθεση”. Και ενώ πολλοί από τους υποστηρικτές του ενθουσιάζονται με τέτοιες κουβέντες, υπάρχουν και αρκετοί άλλοι που θεωρούν ότι όλα αυτά είναι απλώς κομμάτι μια μεγάλης παράστασης».
Όπως είπε στους Times ένας Ρεπουμπλικάνος δημοσκόπος, «ο κόσμος νομίζει ότι λέει πράγματα για εφέ, ότι κομπάζει, ως ένα μέρος της παράστασης που δίνει. Δεν πιστεύουν ότι [όσα λέει] πρόκειται πραγματικά να συμβούν». Μόνο ο χρόνος θα δείξει αν αυτή η υπόθεση είναι σωστή ή σε ποιο βαθμό.
Μέχρι να καταμετρηθούν πλήρως οι ψήφοι σε ολόκληρη τη χώρα, τα περισσότερα από τα διαθέσιμα στοιχεία βασίζονται στα exit polls, συνεπώς πρέπει να αντιμετωπίζονται ως απλές εκτιμήσεις. Έχοντας πει αυτό, τα exit polls έδειξαν ότι σχεδόν ένας στους πέντε ψηφοφόρους του Τραμπ ήταν έγχρωμος -μια σημαντική αλλαγή σε σχέση με το 2016. Ο Τραμπ κέρδισε το 26% των ψήφων των Λατίνων, συμπεριλαμβανομένου ενός αριθμού κυρίως συνοριακών κομητειών στο νότιο Τέξας. Τα ποσοστιαία κέρδη του μεταξύ των Μαύρων ψηφοφόρων ήταν λιγότερο εντυπωσιακά, αλλά εντούτοις κέρδισε περίπου 13-16% της μαύρης ψήφου (σε σύγκριση με μονοψήφια ποσοστά κατά τις προηγούμενες εκλογές) και το 21-24% των Μαύρων ανδρών συγκεκριμένα, σύμφωνα με το Politico.
Παρά την κρίση στα αναπαραγωγικά δικαιώματα, ως αποτέλεσμα των απαγορεύσεων των αμβλώσεων, το προβάδισμα της Χάρις στις γυναίκες ψηφοφόρους ήταν μόλις 8%, το μικρότερο από το 2004. Σε αρκετές Πολιτείες στις οποίες έγιναν δημοψηφίσματα όπου κέρδισε το δικαίωμα στην άμβλωση, ο Τραμπ παρόλα αυτά κατάφερε να κερδίσει. Το Μιζούρι περιλαμβάνεται σε αυτές, όπου οι ψηφοφόροι ανέτρεψαν την απαγόρευση των αμβλώσεων αλλά η πλειοψηφία ψήφισε υπέρ του Τραμπ.
Η άνευ όρων υποστήριξη του Μπάιντεν στον γενοκτονικό πόλεμο του Ισραήλ στη Γάζα κόστισε στην Χάρις τουλάχιστον κάποιες ψήφους από τους Άραβες, τους Μουσουλμάνους και τους φιλοπαλαιστινίους ψηφοφόρους, αν και πάλι δεν υπάρχουν ακόμη διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία σε πανεθνικό επίπεδο. Αλλά ο Τραμπ κέρδισε την αραβικής πλειοψηφίας πόλη Ντίαρμπορν στο Μίσιγκαν, όπου πολλές δημοσκοπήσεις είχαν ήδη δείξει ότι οι ψηφοφόροι στράφηκαν εναντίον του Μπάιντεν και στη συνέχεια εναντίον της Χάρις εξαιτίας της υποστήριξής τους στις ισραηλινές θηριωδίες στην Παλαιστίνη και τον Λίβανο. Η Χάρις κέρδισε μόνο το 36% των ψήφων του Ντίαρμπορν, σε σύγκριση με το 68% του Μπάιντεν το 2020. Φαίνεται τώρα ότι, ενώ κάποιοι ψήφισαν τον Τραμπ, ένα επιβλητικό 18% ψήφισε τη Τζιλ Στάιν του Πράσινου κόμματος κατά την πιο πρόσφατη καταμέτρηση, σε σύγκριση με το λιγότερο από 1% που πήραν οι Πράσινοι σε ολόκληρη την Πολιτεία του Μίσιγκαν.
Ωστόσο, η Χάρις είχε αξιοσημείωτα κέρδη στους ψηφοφόρους που βγάζουν 100.000 δολάρια το χρόνο ή παραπάνω, σε μια τάση που δείχνει να αποτελεί μια μακροπρόθεσμη πολιτική αναδιάταξη, αν και ο Τραμπ διατηρεί την υποστήριξη των υπερ-πλούσιων δισεκατομμυριούχων.
Η συμβουλή του Μπέρνι
Όπως ήταν αναμενόμενο, ο γερουσιαστής του Βερμόντ Μπέρνι Σάντερς δεν περίμενε παρά μία μέρα πριν διατυπώσει μια οξεία κριτική κατά της προεκλογικής εκστρατείας της Χάρις. «Δεν θα έπρεπε να αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ένα Δημοκρατικό Κόμμα που έχει εγκαταλείψει τους ανθρώπους της εργατικής τάξης θα διαπίστωνε ότι η εργατική τάξη το έχει εγκαταλείψει κι αυτή», ανέφερε η δήλωση του Σάντερς. «Τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα και οι καλοπληρωμένοι σύμβουλοι που ελέγχουν το Δημοκρατικό Κόμμα θα βγάλουν κανένα χρήσιμο συμπέρασμα από αυτή την καταστροφική εκστρατεία; …Μάλλον όχι».
Η κριτική του Σάντερς ισχύει (ειδικά το σημείο «Μάλλον όχι»), αλλά είναι δύσκολο να την πάρει κανείς τοις μετρητοίς. Άλλωστε ο Σάντερς και άλλοι «προοδευτικοί» υποστηρικτές του Δημοκρατικού Κόμματος, όπως η βουλευτής Αλεξάντρια Οκάσιο-Κορτέζ (AOC), «τα έδωσαν όλα» -πρώτα υπέρ του Τζο Μπάιντεν και έπειτα σε όλη τη διάρκεια της σύντομης εκστρατείας της Χάρις. Και οι δυο τους περιόδευσαν προεκλογικά για να υποστηρίξουν την Χάρις σε όλες τις αμφίρροπες Πολιτείες. Η Χάρις έδωσε στον Σάντερς και την AOC προνομιακό χρόνο ομιλίας στο Εθνικό Συνέδριο των Δημοκρατικών (τη στιγμή που αρνήθηκε να επιτρέψει να πάρει το λόγο έστω και ένας φιλοπαλαιστίνιος ομιλητής). Αυτές οι ομιλίες τους στόχευαν να εγγυηθούν τα καλά διαπιστευτήρια της Χάρις μέσα στην προοδευτική βάση των Δημοκρατικών. Και τώρα ο Σάντερς μας λέει ότι η προεκλογική εκστρατεία της Χάρις ήταν καταδικασμένη από την αρχή;
Σίγουρα ο Σάντερς έχει δίκιο όταν επικρίνει τους Δημοκρατικούς ως ένα κόμμα του κατεστημένου. Αλλά θα πρέπει επίσης να θυμόμαστε ότι ο Σάντερς και η AOC ήταν από τους τελευταίους υπερασπιστές του Μπάιντεν, μέχρι που η ηγεσία και οι δωρητές των Δημοκρατικών τον πέταξαν εκτός κούρσας. Το πρόγραμμα της Χάρις για την «οικονομία των ευκαιριών» έδινε έμφαση στην επιχειρηματικότητα, με μερικές θολές αναφορές στη μείωση του κόστους της υγειονομικής περίθαλψης, της στέγασης και του καλαθιού του σούπερμαρκετ. Ακόμη και η φαινομενικά «μεγάλη» πρότασή της να επεκταθεί το πρόγραμμα Medicare για να καλύπτει και την κατ’ οίκον φροντίδα των ηλικιωμένων και των ΑΜΕΑ ήταν απλά ένα «σημείο» στις ομιλίες της. Επιπλέον, θα αποτελούσε μόνο μια σταγόνα στον ωκεανό όσων χρειάζεται να γίνουν προκειμένου να διορθωθεί το βασισμένο στο κέρδος σύστημα υγειονομικής περίθαλψης στις ΗΠΑ, που το καθιστά απρόσιτο σε πολλά εκατομμύρια ανθρώπους.
Θα μπορούσε η Χάρις να νικήσει τον Τραμπ αν είχε κατέβει με το πρόγραμμα του Σάντερς; Είναι αμφίβολο. Είναι δύσκολο να κατέβεις ως «αντάρτικη» υποψηφιότητα όταν είσαι εν ενεργεία αντιπρόεδρος σε μια αντιδημοφιλή κυβέρνηση. Αλλά ούτε καν προσπάθησε να το κάνει αυτό.
Η Χάρις και η AOC οργάνωσαν συγκεντρώσεις με ηγετικά συνδικαλιστικά στελέχη όπως ο πρόεδρος του UAW (Ενωμένοι Εργάτες Αυτοκινητοβιομηχανίας, United Auto Workers) Σον Φέιν. Διάφορα ηγετικά στελέχη συνδικάτων επικαλέστηκαν την παρουσία του Μπάιντεν στην απεργιακή φρουρά του UAW, τα [Rp: φιλικά προς το συνδικαλισμό] πρόσωπα που διόρισε στο Εθνικό Συμβούλιο Εργασιακών Σχέσεων και την πρόβλεψη για δημιουργία «καλών θέσεων εργασίας με συνδικαλιστική κάλυψη» στο πλαίσιο των επενδύσεων στις υποδομές, ως απόδειξη ότι ο Μπάιντεν (και μάλλον και η Χάρις, ως διάδοχός του) ήταν ο πιο υποστηρικτικός στα συνδικάτα πρόεδρος μιας ολόκληρης γενιάς.
Όμως τα νοικοκυριά που περιλαμβάνουν μέλος συνδικάτου έδωσαν μόνο ένα μικρό προβάδισμα στους Δημοκρατικούς, με μόνο το 53% των μελών αυτών των νοικοκυριών να ψηφίζουν Δημοκρατικούς, σε σύγκριση με το 58% το 2012. Και όταν η συνδικαλιστική πυκνότητα στο εργατικό δυναμικό είναι μόνο 10% περίπου -και μόλις 6% στον ιδιωτικό τομέα- ακόμη και αυτή η φιλική στα συνδικάτα θεματολογία δεν βρίσκει απήχηση στην ευρύτερη εργατική τάξη.
Σε μια περίοδο που το ποσοστό της κοινής γνώμης που εκφράζεται θετικά για το συνδικαλισμό είναι το υψηλότερο στην ιστορία, ίσως οι συνδικαλιστικές ηγεσίες θα έπρεπε να δαπανήσουν περισσότερο χρόνο και χρήμα στο να βοηθήσουν τους εργαζόμενους να οργανωθούν σε σωματεία από το να ρίχνουν εκατομμύρια δολάρια στις προεκλογικές εκστρατείες των Δημοκρατικών.
Ποιος κέρδισε την συμμετοχή;
Θα περάσουν εβδομάδες μέχρι να έχουμε την ακριβή εικόνα όλων των ψήφων που ρίχτηκαν στις εκλογές του 2024. Αυτό που είναι ήδη δεδομένο είναι ότι για πρώτη φορά ο Τραμπ κέρδισε τις περισσότερες ψήφους. Είναι ο πρώτος Ρεπουμπλικάνος που κερδίζει την λαϊκή ψήφο σε προεδρικές εκλογές μετά τον Τζορτζ Μπους το 2004.
Μέχρι και τις 7 Νοεμβρίου, ο Τραμπ είχε συγκεντρώσει περίπου 72,7 εκατομμύρια ψήφους και η Χάρις 68,1 [Rp: στις 21 Νοέμβρη, ο Τραμπ είχε 76, 7 εκατ. ψήφους και η Χάρις 74,2]. Ο εξειδικευμένος εκλογολόγος Μάικλ Μακντόναλντ εκτιμά ότι η συμμετοχή θα ανέλθει τελικά περίπου στο 64,5% του πληθυσμού που βρίσκεται σε ηλικία ψήφου, σε σύγκριση με λίγο λιγότερο από 66% το 2020. Αυτό αντιπροσωπεύει ελαφρά πτώση από την συμμετοχή του 2020, η οποία ήταν η υψηλότερη από το 1900. Έτσι, η εκλογική προσέλευση του 2024 φαίνεται να είναι μεταξύ των υψηλότερων σε περισσότερο από έναν αιώνα.
Τα exit poll δείχνουν ότι ο Τραμπ κέρδισε το 56% όσων ψήφιζαν για πρώτη φορά (8% του εκλογικού σώματος). Το 6% όσων είχαν ψηφίσει Μπάιντεν το 2020, μεταπήδησε στον Τραμπ το 2024, ενώ συγκριτικά, το 4% των ψηφοφόρων του Τραμπ στράφηκε προς την Χάρις. Παρόλη την προσπάθεια που κατέβαλε η Χάρις να δελεάσει τους Ρεπουμπλικάνους να μπουν υπό τη σκέπη των Δημοκρατικών, αυτή δεν έκανε καμία σημαντική διαφορά.
Σε σύγκριση με το 2020, όταν ο Μπάιντεν κέρδισε 81 εκατομμύρια ψήφους και ο Τραμπ περίπου 74 εκατομμύρια, τόσο οι Δημοκρατικοί όσο οι Ρεπουμπλικάνοι δείχνουν ότι θα συγκεντρώσουν λιγότερες ψήφους, αν και ο Τραμπ μπορεί να πιάσει το σκορ του 2020. Αλλά η πτώση του Δημοκρατικού Κόμματος είναι πάνω από 10 εκατομμύρια. [Rp: 2 βδομάδες μετά, ο Τραμπ έπιασε και βελτιώνει κατά 2 εκατομμύρια το «σκορ» του 2020, ενώ η Χάρις παραμένει 7 εκατομμύρια πίσω από τον Μπάιντεν το 2020].
Πού πήγαν λοιπόν οι ψηφοφόροι των Δημοκρατικών του 2020; Ένας μικρός αριθμός μετακινήθηκε προς τον Τραμπ, αλλά φαίνεται ότι οι περισσότεροι από αυτούς έκατσαν σπίτι. Στο Ντιτρόιτ και τη Φιλαδέλφεια, δύο πόλεις που αποτελούν τα ισχυρά προπύργια του Δημοκρατικού Κόμματος στις αμφίρροπες Πολιτείες του Μίσιγκαν και της Πενσυλβάνια, η προσέλευση των παραδοσιακών ψηφοφόρων των Δημοκρατικών στις κάλπες ήταν μικρότερη από αυτή που απαιτούνταν για να νικήσουν. Μετά από όλον τον αποθεωτικό θόρυβο για τη «μηχανή» που έστησε η Χάρις με «πόρτα-πόρτα» απεύθυνση για να ενισχύσει την συμμετοχή του κόσμου στις κάλπες, η Χάρις τελικά κέρδισε λιγότερες ψήφους από το Ντιτρόιτ από ό,τι η αποκρουστική καμπάνια της Χίλαρι Κλίντον το 2016.
Μια αποκαλυπτική περιγραφή του γιατί συνέβη αυτό στο Ντιτρόιτ προήλθε από έναν εθελοντή της προεκλογικής καμπάνιας της Χάρις:
«Με αιφνιδίασε ο μεγάλος αριθμός των ανθρώπων που μας είπαν ότι είχαν ήδη ψηφίσει, κάτι που βασικά μας επέτρεψε να στρέψουμε περισσότερο την προσοχή μας σε όσους δεν το είχαν κάνει. Υπάρχουν κάποιοι ψηφοφόροι που είναι κυνικοί και δυσαρεστημένοι με τα πάντα, (που λένε) ότι ποτέ τίποτα δεν αλλάζει. Θα μπορούσατε να γράψετε 20 διαφορετικά άρθρα σχετικά με το ποιο ζήτημα απασχολεί περισσότερο τους ψηφοφόρους στο Μίσιγκαν και όλα θα έλεγαν την αλήθεια».
Χάρις, η υποψήφια του «Ρεπουμπλικανισμού λάιτ»
Όπως ήταν αναμενόμενο, τα καθεστωτικά μέσα ενημέρωσης έβγαλαν όλα τα λάθος συμπεράσματα από τα αποτελέσματα των εκλογών του 2024. Οι New York Times για παράδειγμα, κατηγόρησαν τους προοδευτικούς, υποστηρίζοντας τα εξής:
«Το κόμμα πρέπει επίσης να εξετάσει πολύ σοβαρά γιατί έχασε τις εκλογές… Καθυστέρησαν πάρα πολύ μέχρι να αναγνωρίσουν ότι ένα μεγάλο μέρος του προοδευτικού προγράμματός τους αποξενώνει τους ψηφοφόρους, συμπεριλαμβανομένων μερικών από τους πιο πιστούς υποστηρικτές του κόμματός τους. Οι Δημοκρατικοί εδώ και τρεις εκλογικές αναμετρήσεις δυσκολεύονται να καταλήξουν σε ένα πειστικό μήνυμα που να έχει απήχηση στους Αμερικανούς και των δύο κομμάτων οι οποίοι έχουν χάσει την πίστη τους στο σύστημα -το οποίο ώθησε τους σκεπτικιστές ψηφοφόρους προς την προσωπικότητα η οποία τάραζε πιο εμφανώς τα νερά, παρόλο που μια μεγάλη πλειοψηφία των Αμερικανών αναγνωρίζει τα σοβαρά ελαττώματά της».
Αλλά όπως παρατήρησε εύστοχα το «Fairness and Accuracy in Reporting» (FAIR) [Rp: «Δικαιοσύνη και Ακρίβεια στο Ρεπορτάζ», ένα «παρατηρητήριο» των μεγάλων ΜΜΕ],
«η Καμάλα Χάρις δεν έκανε καμπάνια ως προοδευτική, ούτε με όρους οικονομικής πολιτικής, ούτε με όρους πολιτικής ταυτοτήτων. Αλλά για τα μεγάλα επιχειρηματικά μέσα ενημέρωσης που σε μεγάλο βαθμό ενίσχυαν, αντί να αντιπαλεύουν, τη βασισμένη στο φόβο ρητορική του Τραμπ για τους μετανάστες, τα τρανς άτομα και το έγκλημα, το να κατηγορούν την Αριστερά είναι απείρως πιο ελκυστικό από το να αναγνωρίσουν τη δική τους ενοχή».
Η Χάρις επέλεξε να φλερτάρει τους Ρεπουμπλικάνους και όχι τους προοδευτικούς, στην πορεία προς τις κάλπες. Κάπως έτσι αντιστράφηκαν τα παραδοσιακά εκλογικά τελετουργικά προσέλκυσης συγκεκριμένων ψήφων, με την Δημοκρατική Χάρις να κάνει τεμενάδες στους Ρεπουμπλικάνους ψηφοφόρους και τον Ρεπουμπλικάνο Τραμπ να επιζητά (αυτός κάπως πιο αποτελεσματικά) συγκεκριμένα την ψήφο των Λατίνων.
Η υποστήριξη της Χάρις στα αναπαραγωγικά δικαιώματα και στην υπέρβαση των έμφυλων περιορισμών («γυάλινο ταβάνι») που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες, πέρασε σε δεύτερη μοίρα προκειμένου να βρει κοινό έδαφος με τους Ρεπουμπλικάνους ψηφοφόρους στα κοινωνικά ζητήματα.
Αντί να επικεντρωθεί σε αυτά που τη διαχώριζαν από τον Τραμπ, η Χάρις διεξήγαγε μια προεκλογική εκστρατεία «Ρεπουμπλικανισμού λάιτ», δίνοντας έμφαση σε όσα είχε κοινά με τους Ρεπουμπλικάνους: την αντίθεσή της στη μετανάστευση και την υποστήριξή της στην καταστολή στα νότια σύνορα. Την επιβεβαίωση της ακλόνητης υποστήριξής της στη γενοκτονία που διεξάγει το Ισραήλ στην Παλαιστίνη. Το καμάρι με το οποίο διαφήμιζε ότι διαθέτει ένα πιστόλι Glock για να προσελκύσει τους υποστηρικτές της οπλοκατοχής.
Η Ρεπουμπλικανή πρώην βουλευτής Λιζ Τσέινι συμμετείχε στις προεκλογικές περιοδείες της Χάρις. Ο πατέρας της, ο εγκληματίας πολέμου και νεοσυντηρητικός Ντικ Τσέινι, διατυμπάνιζε πανηγυρικά την υποστήριξή του στη Χάρις.
Αλλά μέσα σε όλη αυτή την εκλογική αναμέτρηση, δεν έγινε σαφές τι πραγματικά υποστήριζε και αντιπροσώπευε η Χάρις. Νωρίτερα στην καριέρα της, ως περιφερειακή εισαγγελέας και στη συνέχεια ως γενική εισαγγελέας της Καλιφόρνια, δεν υπήρξε ούτε συνεπώς δεξιά, ούτε αριστερή. Μεταμορφώθηκε σε περήφανη προοδευτική όταν έθεσε υποψηφιότητα για το χρίσμα των Δημοκρατικών στις προκριματικές εκλογές του 2019. Φέτος, θέτοντας υποψηφιότητα για πρόεδρος μετά την αποχώρηση του Μπάιντεν, φαίνεται ότι ήθελε να εμφανιστεί ως πιο συντηρητική. Έτσι, εγκατέλειψε τις θέσεις που είχε το 2019, όπως η προοδευτική αντίθεσή της στην εξόρυξη πετρελαίου με τη χρήση της τεχνικής fracking και η υποστήριξή της στην ασφαλιστική-υγειονομική κάλυψη όλου του πληθυσμού, αλλά χωρίς να παραδεχτεί δημόσια ότι είχε αλλάξει γνώμη σε αυτά τα κορυφαία ζητήματα. Δεν αποτελεί ιδιαίτερη έκπληξη το γεγονός ότι πολλοί ψηφοφόροι απέρριψαν αυτήν την ανειλικρινή υποψήφια, η οποία εκπροσωπούσε την εν ενεργεία κυβέρνηση Μπάιντεν και προτίμησαν τον θρασύ δισεκατομμυριούχο, ο οποίος έχει αποδείξει ότι είναι πρόθυμος τουλάχιστον να αναταράξει τα πράγματα, είτε προς το καλύτερο είτε προς το χειρότερο.
Αυτές είναι οι ατυχείς επιλογές που υποχρεώθηκαν να κάνουν ψηφοφόροι που λαχταρούν μια αλλαγή μέσα από το δικομματικό μονοπώλιο που παγιδεύει το αμερικανικό εκλογικό σώμα σε μια μέγγενη.
Ένα θυμωμένο εκλογικό σώμα, χωρίς βιώσιμη αριστερή εναλλακτική λύση, στρέφεται προς τα δεξιά
Η αμερικανική Αριστερά έχει υπάρξει πάρα πολύ αδύναμη ώστε να έχει εκλογικό αντίκτυπο τις τελευταίες δεκαετίες –μια τάση η οποία επιδεινώθηκε τα τελευταία λίγα χρόνια. Η άνοδος των Δημοκρατών Σοσιαλιστών της Αμερικής (DSA) άντλησε έμπνευση από τις εκλογικές επιτυχίες του ανεξάρτητου σοσιαλιστή Μπέρνι Σάντερς το 2016 και το 2020. Αλλά και στις δύο περιπτώσεις, ο Σάντερς συναίνεσε με τους ισχυρούς πολιτικούς παράγοντες του Δημοκρατικού Κόμματος και τελικά στήριξε τους υποψηφίους που επέλεξαν, πρώτα τη Χίλαρι Κλίντον και στη συνέχεια τον Μπάιντεν. Και, όπως προαναφέρθηκε, ο Σάντερς έκανε ενθουσιώδη προεκλογική καμπάνια υπέρ του Μπάιντεν και στη συνέχεια υπέρ της Χάρις.
Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η ανάπτυξη των DSA –παρότι ακόμα αποτελούν μια πολύ μικρή οργάνωση με περιθωριακή μόνο επιρροή στην αμερικανική πολιτική σκηνή– συνέπεσε με τον αποδεκατισμό του μεγαλύτερου μέρους της επαναστατικής αριστεράς, η οποία ήδη βρισκόταν σε παρακμή από τις προηγούμενες δεκαετίες. Ο κοντόφθαλμος στόχος να αποκτήσει η Αριστερά ευρύτερη πολιτική επιρροή μέσω του Δημοκρατικού Κόμματος αναμφίβολα έπαιξε ρόλο στην ενίσχυση αυτής της εξέλιξης, αλλά δεν απέτρεψε τελικά την συνολική επιδείνωση της κατάστασης για όλη την Αριστερά. Ο Σάντερς και η υποστήριξη της AOC στον Μπάιντεν και την Χάρις το αποτυπώνουν αυτό παραστατικά.
Αν μη τι άλλο, οι DSA επιτάχυναν τη μείωση της επιρροής της Αριστεράς με την δυσανάλογη επικέντρωσή τους στις εκλογές αντί να δώσουν προτεραιότητα στην οικοδόμηση κινημάτων βάσης, τα οποία μπορούν να επηρεάζουν τις πολιτικές εξελίξεις έξω από το γήπεδο των εκλογών. Υπάρχει βάσιμος λόγος που το Δημοκρατικό Κόμμα παραδοσιακά θεωρείται από την επαναστατική αριστερά στις ΗΠΑ ως «το νεκροταφείο των κοινωνικών κινημάτων».
Αυτό το επιχείρημα μπορεί εύκολα να αποδειχθεί με τον αρνητικό τρόπο, χρησιμοποιώντας ως βασικό παράδειγμα την εξάρτηση των οργανώσεων για το δικαίωμα στην άμβλωση από τους πολιτικούς του Δημοκρατικού Κόμματος.
Τα κινήματα για το δικαίωμα στην άμβλωση και για την απελευθέρωση των γυναικών κατέκτησαν το δικαίωμα στην άμβλωση όταν το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ εξέδωσε την απόφαση Roe v. Wade το 1973. Το πέτυχαν μέσα από τη δράση κινηματικών οργανώσεων βάσης, ενώ στο Λευκό Οίκο βρισκόταν ο πολέμιος των αμβλώσεων Ρίτσαρντ Νίξον.
Αλλά στις δεκαετίες που ακολούθησαν, οι οργανώσεις υπέρ της επιλογής στηρίχθηκαν στους Δημοκρατικούς πολιτικούς για να προστατεύουν αυτοί το δικαίωμα στην άμβλωση, και εδώ και δύο δεκαετίες δεν έχουν οργανωθεί μεγάλες κινητοποιήσεις για αυτό το ζήτημα. Όμως οι Δημοκρατικοί, ως το Κόμμα του Συμβιβασμού, επέτρεψαν να διαβρώνεται το δικαίωμα στην άμβλωση και τελικά να ανατραπεί το 2022. Από τότε κανένας από αυτούς τους πολιτικούς δεν έχει επιδιώξει την ανοικοδόμηση ενός ζωτικής σημασίας κινήματος υπέρ του δικαιώματος στην άμβλωση για να αλλάξει το σημερινό στάτους κβο, παρόλο που αυτό έχει προκαλέσει μια κρίση αναπαραγωγικών δικαιωμάτων η οποία οδηγεί γυναίκες στο θάνατο.
Η μόνη λύση που έχουν να προσφέρουν οι New York Times -και το φιλελεύθερο κατεστημένο- είναι η αναμονή μέχρι τους επόμενους εκλογικούς κύκλους:
«Όσοι υποστήριξαν τον κ. Τραμπ σε αυτές τις εκλογές θα πρέπει να παρακολουθήσουν στενά τον τρόπο με τον οποίο προεδρεύει για να δουν αν αυτός ταιριάζει με τις ελπίδες και τις προσδοκίες τους και αν αυτός δεν ταιριάζει, θα πρέπει να γνωστοποιήσουν την απογοήτευσή τους και να ψηφίσουν στις ενδιάμεσες εκλογές του 2026 και στις προεδρικές του 2028 για να ξαναβάλουν τη χώρα στο δρόμο της».
Αλλά αυτό απέχει πολύ από το να είναι λύση. Οι εκλογές από μόνες τους συνήθως δεν καθορίζουν αυτές τον εκάστοτε συσχετισμό πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων. Κανονικά αντανακλούν τον υπαρκτό συσχετισμό δυνάμεων –αν και μερικές φορές μπορούν να ενισχύουν τις μεν ή να αποδυναμώσουν τις δε– και συνεπώς μπορούν να επηρεαστούν από κινήματα έξω από το πεδίο των εκλογών.
Σήμερα στις ΗΠΑ, ο συσχετισμός δυνάμεων βαραίνει αποφασιστικά υπέρ της Δεξιάς, επειδή η Αριστερά είναι τόσο αδύναμη. «Η φύση απεχθάνεται το κενό», όπως λέει και η γνωστή ρήση. Όταν οι Δημοκρατικοί παπαγαλίζουν τις θέσεις των Ρεπουμπλικάνων οι οποίοι στρέφονται δεξιά και η Αριστερά ακολουθεί τους Δημοκρατικούς επιδιώκοντας εκλογικές νίκες, οι ψηφοφόροι δεν ακούν καμία αριστερή εναλλακτική άποψη. Έτσι, επικρατεί η Δεξιά.
Αυτή είναι η κατάσταση που αντιμετωπίζουμε σήμερα. Είναι εύκολο να γίνουν οι μετανάστες οι αποδιοπομπαίοι τράγοι για τα προβλήματα της κοινωνίας, όταν δεν υπάρχει αριστερή ερμηνεία για την πτώση των μισθών και τον υψηλό πληθωρισμό: η πολιτική του διαίρει και βασίλευε των καπιταλιστών.
Η μόνη δυνατότητα αλλαγής του συσχετισμού δυνάμεων είναι μέσω του αγώνα -και της οργάνωσης- από τα κάτω. Αποκτήσαμε μια μικρή εικόνα του τι μπορεί να σημαίνει ένας τέτοιος αγώνας πέρυσι, όταν οι Ενωμένοι Εργάτες Αυτοκινητοβιομηχανίας (UAW) οργάνωσαν απεργία εναντίον των Τριών Μεγάλων αυτοκινητοβιομηχανιών και κέρδισαν. Αποκτήσαμε άλλη μια μικρή εικόνα την περασμένη άνοιξη, όταν φιλοπαλαιστίνιοι διαδηλωτές έστησαν κατασκηνώσεις στις πανεπιστημιουπόλεις σε όλες τις ΗΠΑ.
Αλλά για την αλλαγή του συσχετισμού των ταξικών δυνάμεων, είναι αναγκαία προϋπόθεση μια πολύ πιο σημαντική άνοδος της ταξικής πάλης και των αγώνων από τα κάτω. Μέχρι να συμβεί αυτό, οι πλουσιότεροι θα συνεχίσουν να απολαμβάνουν την καλή τους τύχη. Το στάτους κβο θα συνεχίσει να επικρατεί, ανεξάρτητα από το ποιον ψηφίσαμε ή δεν ψηφίσαμε. Και ο Τραμπ θα αναλάβει καθήκοντα το Γενάρη, με συνέπειες που κανείς δεν μπορεί αυτήν τη στιγμή να προβλέψει.
https://rproject.gr/article/einai-i-oikonomia-ilithie
Σχόλια (0)