Η εκκωφαντική απόρριψη, με σχεδόν 62% των ψήφων, του κειμένου του νέου Συντάγματος στη Χιλή, ηχεί παράξενα όταν πριν λίγους μήνες το ίδιο εκλογικό σώμα είχε εκλέξει με πάνω από 60% πρόεδρο τον αριστερό Γκάμπριελ Μπόριτς, υποστηρικτή του νέου και προοδευτικού Καταστατικού Χάρτη. Ηχεί παράξενα όταν οι ίδιοι ψηφοφόροι πριν δύο χρόνια είχαν εγκρίνει με συντριπτικό ποσοστό (σχεδόν 80%) τη σύσταση Συντακτικής Συνέλευσης για να καταρτίσει το νέο κείμενο του Συντάγματος, που θα ερχόταν να αντικαταστήσει το αναχρονιστικό και συντηρητικό Σύνταγμα του 1980 – καρπό της κοινοβουλευτικής μετάλλαξης του δικτατορικού καθεστώτος του Αουγκούστο Πινοτσέτ.
Κι όμως, το ίδιο εκλογικό σώμα – που μαζικά είχε κατέβει στους δρόμους το 2019 για να διαμαρτυρηθεί ενάντια στην νεοφιλελεύθερη λαίλαπα του τότε προέδρου Πινιέρα – καταψήφισε τελικά το κείμενο, που αντικειμενικά παρείχε μεγάλα δικαιώματα σε στρώματα του πληθυσμού – γυναίκες, ιθαγενείς – και κατοχύρωνε την ισονομία των πολιτών απέναντι στους κρατικούς φορείς και καθιέρωνε συνταγματικά την προστασία του περιβάλλοντος. Ένα εκλογικό σώμα, που μολονότι δεν ψήφισε τον Μπόριτς, ωστόσο παραδέχεται πως η χώρα χρειάζεται ένα καινούργιο, πιο προοδευτικό Σύνταγμα από εκείνο του πινοτσετικού κειμένου του 1980.
Ακόμη και ο λαϊκιστής ακροδεξιός, Αλβέρτο Κατς, αντίπαλος του Μπόριτς στον β’ γύρο των εκλογών, δηλώνει σύμφωνος με την αλλαγή του Συντάγματος, εκφράζοντας όμως αντιρρήσεις για επιμέρους ρήτρες του. Ρήτρες, με τις οποίες διαφωνεί μεγάλη μερίδα της κοινωνίας, που θεωρεί ότι το παρελθόν Σύνταγμα τις εξασφάλιζε και το νέο τις υπονομεύει, δίνοντας περισσότερα δικαιώματα σε άλλες ομάδες, εθνοτικά, ιδεολογικά και οικονομικά αντίπαλες. Πολλοί από τους οπαδούς του «όχι» που εκδήλωναν τη χαρά τους στις πάνδημες εκδηλώσεις στους δρόμους των μεγάλων πόλεων της Χιλής, τόνιζαν ακριβώς αυτές τις ανησυχίες τους: ενάντια στην πολυεθνοτική διάσταση του κράτους στο νέο Σύνταγμα και τις μεταρρυθμίσεις που θα απορρύθμιζαν το status quo που τους εξασφάλιζε το παλιό κείμενο. Σε ένα κράτος-πρότυπο των σχεδίων της Σχολής του Σικάγου, που είχε καταντήσει τη Χιλή ο Πινοτσέτ, η προοπτική της φορολόγησης και της εθνικοποίησης των ιδιωτικών συντάξεων βρήκε ιδεολογική διέξοδο στην καταψήφιση του Συντάγματος στο δημοψήφισμα της Κυριακής.

Εν μέρει εκεί εδράζεται και μία από τις αιτίες για την αποτυχία του «ναι» στο δημοψήφισμα. Δηλ. στο γεγονός ότι και ο Μπόριτς, όπως και οι οπαδοί του, βάσισαν την εκστρατεία τους στη διαφορά του νέου προς το Σύνταγμα του Πινοτσέτ, παραμελώντας να τονίσουν την ανθρώπινη διάσταση των μεταρρυθμίσεων ή τον αντίκτυπό τους σε όλη την κοινωνία και τα επιμέρους συμφέροντα, τα οποία δεν θα θίγονταν ακριβώς επειδή όλη η κοινωνία θα προόδευε. Για αυτό, πολλά από τα κόμματα της δεξιάς έσπευσαν να θριαμβολογήσουν για το αποτέλεσμα που γι’ αυτά «εξεικόνισε μία νίκη της δεξιάς απέναντι στην αριστερά».
Μία τέτοια ήταν και η ανάγνωση του αποτελέσματος από τον νεοεκλεγέντα πρόεδρο της Κολομβίας Γουστάβο Πέτρο, για τον οποίον η απόρριψη ισοδυναμεί «με αναβίωση του Πινοτσέτ». Αντίθετα ο πρώην πρόεδρος της Βολιβίας, Έβο Μοράλες, ήταν πιο διαλλακτικός, τονίζοντας πως «ένα δημοψήφισμα δεν είναι πάντα εύκολη διαδικασία». Ο ίδιος ο Μπόριτς αναγκάστηκε να παραδεχθεί πως το κείμενο του Συντάγματος δεν ικανοποίησε τους ψηφοφόρους και πλέον αναζητεί τρόπους για να ανασκευάσει την εν λόγω αποτυχία, η οποία διακυβεύει συνολικά την εφαρμογή του κυβερνητικού προγράμματός του. Σε βαθμό που μάλλον καθιστά αναγκαστικό πλέον έναν ανασχηματισμό της κυβέρνησής του – που φημολογείτο από καιρού – με στόχο να δικαιολογήσει μία αλλαγή ή επιτάχυνση των πολιτικών του αποφάσεων υπό τη σκιά του αποτυχημένου δημοψηφίσματος.
Όπως σημειώναμε και σε παλαιότερο άρθρο μας, ο Μπόριτς λίγους μήνες μετά την εκλογή του κινδύνευε να έχει ξοδέψει το πολιτικό του κεφάλαιο και ν’ αντιμετωπίζει την καχυποψία, ακόμη και των δικών του ψηφοφόρων. Ο ίδιος ο πρόεδρος ταυτίσθηκε υπερβολικά με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, με συνέπεια το αποτέλεσμά του να αποτελεί και μία έμμεση έκφραση αποδοχής ή μη στο πρόσωπό του. Η απογοήτευση για την άτολμη πολιτική του αντανακλάται σε μεγάλο βαθμό στον τρόπο που ψήφισαν οι πολίτες. Δεν είναι μόνο η διάθεση των συντηρητικών κύκλων να μην απεμπολήσουν πολλά από τα συμφέροντα που τους εξασφάλιζε το Σύνταγμα του Πινοτσέτ. Οι ίδιοι οι άμεσα ενδιαφερόμενοι, οι ιθαγενείς στους οποίους αναγνωρίζεται το δικαίωμα στη γη και το εθιμικό δίκαιό τους, αλλά και οι αριστεροί ψηφοφόροι, είναι καχύποπτοι με τον Μπόριτς, ο οποίος ανέστελλε όλο αυτό τον καιρό τις υπεσχημένες μεταρρυθμίσεις για μετά το δημοψήφισμα. Την ώρα που όλα τα προβλήματα που διατράνωνε ότι θα αντιμετωπίσει -πληθωρισμός, εγκληματικότητα, ενέργεια, ανισότητες, λαθρομετανάστευση, συγκρούσεις και τρομοκρατία στα εδάφη των Μαπούτσε – εξακολουθούν να μαστίζουν τη χώρα, η αναβλητικότητα και η σύνδεση με το δημοψήφισμα εκλήφθη από κάποιες μερίδες της κοινωνίας ως πολιτικός εκβιασμός για να ψηφισθεί το Σύνταγμα. Η ψυχολογική αντίδραση ήταν φυσικά αναμενόμενη.
Πέρα από την αντίδραση που χαλυβδώθηκε από την ταύτιση του Μπόριτς με το νέο Σύνταγμα, οι παρατάξεις που στήριξαν την απόρριψη έπαιξαν αριστοτεχνικά το χαρτί των «θεμιτών» ανισοτήτων που αποδέχονται ορισμένες κοινωνικές ομάδες, ευνοημένες από την αναπαραγωγή των θέσεων και σχέσεων μέσα στο σύστημα παραγωγής που τα χρόνια της δικτατορίας του Πινοτσέτ και η ατολμία των κατοπινών κυβερνήσεων έχουν εμπεδώσει στη Χιλή. Εν ολίγοις, συνέδεσαν την πολυεθνικότητα που θεσπίζει το Σύνταγμα με τη διαίρεση της χώρας και με την ανάδειξη των γηγενών λαών σε προνομιούχες ομάδες, με δικαιώματα μεγαλύτερα και πιο προστατευμένα έναντι των «σκληρά εργαζόμενων» κατοίκων. Η διχαστική ρητορεία διαπέρασε το πνεύμα της προεκλογικής εκστρατείας και διάβρωσε τον εθνικό διάλογο. Η παραπληροφόρηση ή η αποσπασματική ανάγνωση της πρότασης επικράτησε της χλιαρής υπεράσπισης του σχετικού – και αληθώς πολύπλοκου στη σύνταξη και περιεχόμενό του – άρθρου από την παράταξη του «ναι», ενσπείροντας αμφιβολίες και εχθρότητα σε σημαντικό τμήμα του εκλογικού σώματος.
Το κείμενο προέβλεπε την εδαφική αυτονομία στις περιοχές των ιθαγενών, διασφαλίζοντας παράλληλα ότι η επικράτεια της χώρας ήταν αδιαίρετη. Κάτι που δεν γινόταν αρκετά σαφές για το ευρύ κοινό, που δεν κατανοούσε επίσης πώς ο σεβασμός και η αποδοχή στα αυτόχθονα συστήματα δικαιοσύνης, δεν παραβιάζουν ταυτόχρονα την αρχή της ισότητας ενώπιον του νόμου για όλους τους πολίτες του κράτους. Επίσης, η πεποίθηση που δημιουργήθηκε πως το νέο Σύνταγμα δεν θα προστάτευε το δικαίωμα στην ιδιοκτησία κατοικίας ήταν τόσο διαδεδομένη που τα κόμματα που συμμετέχουν στην κυβέρνηση αναγκάστηκαν να εγγυηθούν γραπτώς πως η κατοικία θα προστατεύεται υπό οποιεσδήποτε συνθήκες.
Αλλά σημαντικό βάρος στην απόρριψη του δημοψηφίσματος είχε και η ραγισμένη εμπιστοσύνη των πολιτών στο έργο και στην ίδια τη Συντακτική Συνέλευση. Οι αστοχίες και ανακολουθίες ανάμεσα στις δηλώσεις και τις πράξεις των μελών της, όπως και η αδυναμία να επικοινωνήσει σωστά το έργο της δημιούργησε μια απόσταση των πολιτών από τη Συνέλευση. Σύμφωνα με δημοσκοπήσεις, περισσότεροι από τους μισούς λόγους ερωτηθέντες απάντησαν ότι θα απορρίψουν το Σύνταγμα λόγω της επικριτικής άποψής τους για τη Συνέλευση.

Κοντά σε αυτήν την αντίδραση θα πρέπει να προστεθεί και η κόπωση του εκλογικού σώματος από τις πολυετείς εργασίες της Συντακτικής Συνέλευσης και το «μπούχτισμα» από τη διαρκή ανακίνηση του θέματος του Συντάγματος. Σε βαθμό που δεν είναι βέβαιο πως θα γίνει δεκτή με κατανόηση από τους πολίτες η πιθανή πρόταση του Μπόριτς για να συσταθεί νέα Συντακτική Συνέλευση, που θα σημάνει μία επανάληψη των σχετικών εκλογών για την ανάδειξη των μελών της και μία άλλη τόσο μακροχρόνια διαδικασία για τη σύνταξη νέου κειμένου.
Εξόν όμως από την έλλειψη λαϊκού ενθουσιασμού για την ιδέα αυτή, που συνεπάγεται άλλες εκλογές για την επιλογή νέων ψηφοφόρων και για άλλη μια φορά ολοκλήρωση της μακράς και αμφιλεγόμενης διαδικασίας, μέχρι άλλο ένα δημοψήφισμα, υπάρχει άλλο ένα ακόμη πιο ανυπέρβλητο εμπόδιο για τον Μπόριτς: η τρέχουσα σύνθεση της Βουλής. Ο Μπόριτς δεν μπορεί να ζητήσει εκλογές για μια νέα Συντακτική Συνέλευση χωρίς να περάσει από το Κογκρέσο. Όμως η σύνθεση του Κογκρέσου αυτού είναι μία από τις πιο κατακερματισμένες στην πρόσφατη ιστορία της χώρας και δεν είναι βέβαιο πως θα του εξασφαλίσει την πλειοψηφία. Δεδομένου ότι ούτε το κυβερνών κόμμα, αλλά ούτε κι η αντιπολίτευση έχουν επαρκή πλειοψηφία για να επιβάλουν τις θέσεις τους, η αναζήτηση συμφωνιών, αλλά και άλλων λύσεων πέραν της επανάληψης της διαδικασίας για νέα Συντακτική Συνέλευση, είναι απαραίτητη. Ωστόσο, η τεράστια πόλωση στην κοινωνία και την πολιτική της Χιλής, που προϋπήρχε μεν, αλλά με το δημοψήφισμα οξύνθηκε παραπάνω, μπορεί να ευνοήσει μία προσέγγιση των κομμάτων στη Βουλή.
Ο Μπόριτς βλέποντας την προοπτική της απόρριψης του Συντάγματος είχε προσπαθήσει να προκαταλάβει τις διαδικασίες της επόμενης ημέρας. Ανακοινώνοντας τη δέσμευσή του για τη σύσταση νέας Συνέλευσης, αποσκοπούσε αφ’ ενός να υποβαθμίσει την ήττα, υπενθυμίζοντας πως η απόρριψη του Συντάγματος πάντοτε εμπεριέχει ένα κόστος και από την άλλη υπογράμμιζε στα κόμματα (είτε της Δεξιάς είτε της Αριστεράς) πως δεν είναι αυτά που υπαγορεύουν τις εξελίξεις για τη νέα συνταγματική διαδικασία.
Ο Μπόριτς συναντήθηκε την περασμένη εβδομάδα με τους προέδρους της Γερουσίας και της Βουλής των Αντιπροσώπων και συζήτησαν την ανάγκη για μία γρήγορη έξοδο από τις Συμπληγάδες της απόρριψης. Παράλληλα, ως μία παρακαμπτήριο θα μπορούσε κάποιος να θεωρήσει την πρόσφατη απόφαση του Κογκρέσου να μειώσει τον αριθμό (στα τέσσερα έβδομα) στην απαιτούμενη απαρτία για την τροποποίηση του Συντάγματος του 1980. Μάλιστα τη Δευτέρα μετά τις εκλογές, ο πρόεδρος κάλεσε πάλι τους προέδρους των δύο Σωμάτων στο προεδρικό μέγαρο της Λα Μονέδα για να εξετάσουν τους πιθανούς τρόπος να παρακαμφθεί η απόρριψη του Συντάγματος, ενώ ζήτησε και από τους επικεφαλής των κομμάτων να ανοίξουν «ένα χώρο διευρυμένου διαλόγου για τις προκλήσεις» που η χώρα είναι αναγκασμένη «να αντιμετωπίσει ως κράτος και να δώσει συνέχεια στη συντακτική διαδικασία». Η παρακαμπτήριος διαδικασία προβλέπει επίσης τη σύσταση ομάδας ειδικών που θα επεξεργασθεί το νέο προκαταρκτικό κείμενο, αλλά και τη μερική τροποποίηση άρθρων του Συντάγματος του ’80 μέσω της Βουλής και Γερουσίας, βάσει και της νέας απαρτίας.
Ο Μπόριτς θα ήθελε μια σύντομη επανάληψη της διαδικασίας για μια νέα Συντακτική Συνέλευση και ένα νέο Σύνταγμα, όμως δεδομένης της πολιτικής και κοινωνικής δυναμικής που ανοίγει το «όχι» της Κυριακής, ούτε ο χρόνος, αλλά ούτε και η πρωτοβουλία, μοιάζουν πλέον να ανήκουν και να εξαρτώνται αποκλειστικά από αυτόν.
kosmodromio.gr