Τέτοιες μέρες, τον Μάρτιο του 1978, στις βιτρίνες και στις προθήκες των μαγαζιών που κάποτε ήταν γνωστά ως δισκάδικα, βλέπαμε το χαμογελαστό και χαρούμενο πρόσωπο κάποιου τύπου που οι connoisseurs της μουσικής γνώριζαν πως ήταν του Θεσσαλονικιού τραγουδιστή Νίκου Παπάζογλου, να κοσμεί το εξώφυλλο ενός δίσκου που, αν μη τι άλλο, φαινόταν περίεργος. «Η Εκδίκηση της Γυφτιάς» ο τίτλος γραμμένος ψηλά και από κάτω τα ονόματα των Νίκου Ξυδάκη και Μανώλη Ρασούλη. Η γραφίστικη τεχνοτροπία ήταν επίσης πασίγνωστη στους γνώστες – έτσι έφτιαχνε ο Αλέξης Κυριτσόπουλος τα εξώφυλλα των δίσκων του Διονύση Σαββόπουλου στη Lyra. Αυτό ήταν αρκετό για να αγοράσω τον δίσκο – αντί για κάποιον ακριβότερο τζαζ δίσκο που συνήθιζα τότε…
Πριν ακόμα φθάσω στο σπίτι και βάλω τον δίσκο στο πικάπ, είδα ότι τα δύο από τα τρία εμπλεκόμενα ονόματα μου ήταν γνωστά καθώς και ο Παπάζογλου και ο Ρασούλης ήταν στο σχήμα του γκρουπ που ο Σαββόπουλος παρουσίαζε τον προηγούμενο χρόνο – από τα τέλη του ‘76 για την ακρίβεια – στον «Ρήγα» στην Πλάκα με κεντρικό έργο τους εκπληκτικούς του «Αχαρνής». [Πρέπει να είχα δει το πρόγραμμα πάνω από 6-7 φορές – δεν ήταν δύσκολο για έναν εργαζόμενο 22χρονο φοιτητή να σκάει κάθε τόσο ένα κατοστάρικο για να ακούσει τον αγαπημένο του τραγουδοποιό]. Και ενώ ο Σαββόπουλος στο οπισθόφυλλο της «Εκδίκησης της Γυφτιάς» τα περιέγραφε πολύ ωραία (“Πρώτη φορά βλέπω παιδιά με ανησυχίες και ιδεολογίες κι απ’ όλα, να διαλέγουν όχι το κουλτουριάρικο αλλά το ντιπ λαϊκό”), το άκουσμα του δίσκου ήταν μια έκπληξη. Όσο κι αν όταν ήμαστε παιδιά στα sixties βλέπαμε τους γονείς μας, τους συγγενείς μας και τους φίλους τους να διασκεδάζουν και να τραπεζώνουν εαυτούς και αλλήλους στα σπίτια μας (με μωσαϊκά!) συνοδεία λαϊκών τραγουδιών να παίζουν στο πικάπ, σε κάθε ευκαιρία (Κυριακή, γιορτή ή σχόλη!) αυτά τα τραγούδια της «Γυφτιάς» δεν ήταν σαν του Γιώργου Ζαμπέτα, του Μπάμπη Μπακάλη ή του Μανώλη Αγγελόπουλου όσο κι αν έμοιαζαν οι δρόμοι τους…
Αυτά τα τραγούδια έρχονταν σαν φρέσκο αεράκι ν’ αγγίξουν τις καρδιές μας και να δώσουν σχήμα στα αισθήματά μας (“Νοιώθω ποια είσαι όταν λες το σ’ αγαπώ / σαν μια βασίλισσα τσιγγάνα που περνάει / και μπαίνει στις καρδιές σα να ‘τανε μετρό / που φωτισμένο βάζει μπρος και ξεκινάει”), να μορφοποιήσουν καλλιτεχνικά τους έρωτές μας, να γίνουν όχημα πραγματικής ψυχαγωγίας στους γάμους μας (ήδη πολλοί από μας έπαιρναν πτυχίο και ξεκινούσαν ν’ ανοίξουν σπίτι!). Η «εκδίκηση της γυφτιάς» ήρθε να μας δώσει ξανά συγκινήσεις – διαφορετικές συγκινήσεις από αυτές που μας έδωσε ο Μίκης με το πέσιμο της χούντας και στη μεταπολίτευση, διαφορετικές από αυτές που νοιώθαμε παίζοντας ροκ και μπλουζ στις αποθήκες μας ή στα συνοικιακά σινεμά, διαφορετικές από αυτές που καταλαβαίναμε οι «περίεργοι» που ακούγαμε τζαζ ή οι πιο νέοι που είχαν στραφεί στο μετα-πανκ. Ωστόσο, ήταν τα δικά μας λαϊκά τραγούδια – όχι των πατεράδων μας, του Καζαντζίδη, του Μπιθικώτση, του Γαβαλά – που μιλούσαν κατευθείαν στο συναίσθημά μας και που κινούνταν ταχέως στους κύκλους μας και στις παρέες μας [που και πολιτικοποιημένες παρέμεναν και που ενεργές (active!) ήσαν]. Έτσι, ο δίσκος έγινε επιτυχία – πολύ μεγάλη επιτυχία – κυκλοφορώντας από στόμα σε στόμα, χωρίς ιδιαίτερη διαφήμιση, στους φοιτητικούς και νεανικούς κυρίως κύκλους και στέκια…
Η επιτυχία αυτή έφερε, ένα χρόνο αργότερα, το sequel: τα «Δήθεν», όπου ξανά ο Ξυδάκης και ο Ρασούλης έδιναν ρέστα – με την ίδια τραγουδιστική παρέα: τον Νίκο Παπάζογλου, τον Δημήτρη Κοντογιάννη και την Σοφία Διαμαντή. Τα νέα τραγούδια οι δυο δημιουργικοί καλλιτέχνες τα έγραψαν στο διάστημα που ηχογραφούσαν αυτά της «Εκδίκησης», στο στούντιο «Αγροτικόν» του Νίκου Παπάζογλου, που από εδώ και πέρα άρχισε κι αυτό να γράφει τη δική του ιστορία στην μουσική σκηνή της Θεσσαλονίκης. Τα καινούρια τραγούδια, το ίδιο λαϊκά και ερωτιάρικα, το ίδιο έντονα και παρεμβατικά στην δική μας νεανική κοινωνική διαμόρφωση και θέση, με την ίδια ευρηματική γλωσσική αφήγηση (“εγώ είμαι εργατόπαιδο κι εσύ της Νομικής / πες μου που παρανόμησα όταν για λίγο νόμισα / πως θ’ ανταποκριθείς”), όρισαν ένα δικό τους modus στην ελληνική τραγουδοποιία που σφράγισε το ελληνικό τραγούδι και την μουσική εκείνη την περίοδο.
Ας θυμηθούμε: οι ρεμπέτικες κομπανίες (Οπισθοδρομική και Αθηναϊκή, κυρίως), οι Χειμερινοί Κολυμβητές από την Θεσσαλονίκη, τα Παιδιά από την Πάτρα κ.ά. δίπλα δίπλα με ένα ελληνικό ροκ new wave (που πήρε και ελληνόφωνες διαστάσεις με τους Φατμέ), με μια αναπτυσσόμενη τζαζ σκηνή, με έντεχνους καινοτόμους όπως ο Θάνος Μικρούτσικος, με το φαινόμενο που αποτέλεσαν οι Μουσικές Ταξιαρχίες κ.ο.κ. Το γύρισμα από τα seventies στα eighties ήταν όντως πολύ δημιουργικό μουσικά και ίσως να αργήσουμε να δούμε ξανά μια τέτοια άνθιση στο αστικό μας τοπίο.
Οι ίδιοι οι δημιουργοί έβαλαν ανεξίτηλη την σφραγίδα τους. Ο Ρασούλης ένας από τους πιο ιδιαίτερους τεχνίτες του λόγου και των ιδεών, ένας μοναδικός φιλόσοφος / στοχαστής. Ο Ξυδάκης ένας από τους σπουδαιότερους δρώντες συνθέτες μας. Ο Παπάζογλου μια ιδιαίτερη ερμηνευτική σχολή και μοναδικότητα. Η αίσθησή τους παραμένει ισχυρή στο σήμερα – με τον Νίκο Ξυδάκη να δίνει σπουδαία έργα και τραγούδια. Η «Εκδίκηση» ήταν «δήθεν» για να μας ξυπνήσει και να μας κάνει καλό πολιτισμικά.
kosmodromio.gr