Τα «άρρητα έπη» του Αλέκου Αλαβάνου κι εμείς, του Θανάση Σκαμνάκη

Τα «άρρητα έπη» του Αλέκου Αλαβάνου κι εμείς, του Θανάση Σκαμνάκη

  • |

Δεν πρόκειται για παραδοξότητα, ούτε για κάποιο καπρίτσιο. Κυκλοφορεί μια ποιητική συλλογή εδώ και κάποιο καιρό, που φέρει το όνομα Αλέξανδρος Αλαβάνος, και το οποίο παραπέμπει στο πιο οικείο Αλέκος.

Και είναι ο ίδιος που γνωρίζουμε. Δεν έκανε την ανία του ποίηση, μετά την αποχώρηση του από τις πολιτικές ηγεσίες. Έκανε ποίηση τα πραγματικά του αισθήματα και τις σκέψεις, τόσων χρόνων και των πρόσφατων.

Οι άνθρωποι που γράφουν είναι σα να ανακαλύπτουν – ή μόνον ανακαλύπτουμε εμείς; – έναν βαθύτερο εαυτό, παρόντα αλλά υπολανθάνοντα. Μόνοι με το χαρτί, έστω με την οθόνη του υπολογιστή, σα να ανασύρουν, συχνά ξαφνιασμένοι κι οι ίδιοι, γνώσεις  και κυρίως αισθήματα που διέλαθαν – τα οποία μπορεί να προσκυνούσαν στη μνήμη και τις ιερές τους ώρες, κάποιο δειλινό, λίγο πριν γείρουν τα βλέφαρα και αφεθεί το πνεύμα, σε κάποιες ερωτικές εξομολογήσεις, σε κάποια οινοποσία που έλυνε τους αρμούς – αλλά δεν εξομολογούνταν στο πέρα δώθε της καθημερινής συνθήκης!

Έρχεται μια ώρα που τις βάζουν στο χαρτί και μας τις απευθύνουν. Μας συναντούν αιφνίδια κάνοντας μας, εμάς τους παραλήπτες, να ξαναγνωρίζουμε τους συγγραφείς, όχι ως εκείνο που ξέραμε, αλλά ως κάτι νέο. Ή μήπως, αυτό αποτελεί την επικύρωση εκείνου που ξέρουμε αλλά με το πραγματικό του, το πιο βαθύ, το ουσιαστικό του περιεχόμενο; Τη διαβεβαίωση πως οι άνθρωποι είμαστε πολλοί εαυτοί σε έναν, μια ενότητα κι ένας διαρκής διαχωρισμός;

Η ποίηση λοιπόν δεν είναι καθρέφτης. Είναι το σεντούκι με τα περιεχόμενά μας. Εκτίθενται και μας εκθέτουν, όσους γράφουν δηλαδή (οι άλλοι εμείς με κάτι φράσεις, με κάτι υπαινιγμούς, τη βγάζουμε καθαρή).

Ο τίτλος της ποιητικής συλλογής είναι «Πύλαι αρρήτων επών» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Και όπως υποδηλώνει ο τίτλος, αρχαιοπρεπής ως οφείλει (ον μεθερμηνευόμενον: οι πύλες των λόγων που δεν έχουν ειπωθεί) είναι μια βαθιά επικοινωνία με το παρελθόν της ελληνικής γραμματείας, κλασικούς και λιγότερο κλασικούς αρχαίους ποιητές, τους οποίους ο Αλ. Αλαβάνος έχει μελετήσει καλά.

Δεν είναι όμως μια επιστροφή στο (μακρινό) παρελθόν μας. Είναι μια διείσδυση στις συνθήκες και τα αισθήματα της γενιάς μας.

Είναι η γνωστή αλυσίδα, που συνδέει τα πιο μακρινά στο χρόνο με το τώρα μας, κάθε φορά. Σ’ αυτή την ίδια θάλασσα που έζησε τις Νηρηίδες, νησιά που φιλοξένησαν τον Φιλοκτήτη, τόπους όπου η Ιοκάστη έμαθε τους φριχτούς χρησμούς, τα βουνά που φιλοξένησαν τ’ αντάρτικα και πόλεις που παρέλασαν οι πρόσφυγες, οι νικητές και ηττημένοι των πολλών εμφυλίων:

«… – στις πλάτες κουβαλούμε το ασήκωτο βάρος

των ονομάτων των μαχητών των Θερμοπυλών και του Πολυτεχνείου

αναχωρούμε θλιμμένα και πονεμένα μαζί τους στα ξένα

μένουμε οι άλλοι μισοί, με το μαντίλι του χαιρετισμού

για δεκαετίες να μας μένει στο χέρι

φεύγουμε και τα όνειρά μας δεν μας ακολουθούν

θα τα βρούμε ξανά, υπερήλικα πια, αν ποτέ επιστρέψουμε».

Με μια υπερήφανη αδιαλλαξία:

«το κλάμα της ήττας πιο πηγαίο, πιο βαθύ, πιο ανθρώπινο

πιο αληθινό από το γέλιο της νίκης».

Είναι οι εμπειρίες μιας μεγάλης ήττας, με όλες τις ματαιώσεις, τις θλίψεις που επιφέρει:

«τα θεία αγάλματα συνεχίζουν να προσεύχονται

οι ευχές όμως που εκέκραξαν είναι από χαλκό και από πέτρα».

«ανεξιχνίαστα αλλ’ ανεξίτηλα τα μηνύματα των αγγέλων της ήττας

φυγόδικοι εμείς και φευγάτοι, στους σάκκους μας μέσα μίσος και μύσος*

απόλεμοι, ανέλπιδοι κι απάτριδες πια – αφήνουμε πίσω μας

τον τόπο του ΄΄την ευχή μου να ’χεις΄ μέσα σε ερείπια από το μέλλον

ανέστιοι εδώ, απόλιδες, απόβλητοι, έρημοι, μοναχικοί

ξένοι σε ξένη γη, ιχνευτές ξένης αγάπης, ξένο ΄΄εδώ΄΄»

Αυτό που αποκλήθηκε γενιά μας, με όλα τα συμπαρομαρτούντα, ένοιωσε το άγγιγμα μια ευχής:

«ομέστιοι και ομοτράπεζοι, ιερή αδελφότητα οίνου και άρτου

το ψωμί σας δεν κόψαμε ποτέ σε μπουκιές

δαγκώναμε ένας-ένας από την κουλούρα

ό,τι είναι δικά σας είναι δικό μου

ό,τι είναι δικό μου είναι δικό σας

εγώ είμαι ο άλλος κι οι άλλοι είναι εμείς…».

Ό,τι συνέβη πόνεσε πολύ περισσότερο απ’ όσο αφήσαμε να φανεί.

Ξεκινήσαμε με μια πεποίθηση μεγάλη. Μόλις στην αρχή είδαμε να γίνονται θαύματα, μια εξέγερση, μερικές μικρές αναστατώσεις, εξ αιτίας μας, νοιώσαμε δύναμη κι αυτοπεποίθηση. Η συνέχεια δεν μας δικαίωσε. Μάλλον ανάποδα μας πήγε. Τώρα μπρος σε χαλάσματα συλλογιζόμαστε τι έφταιξε, τι μπορούσε να γίνει αλλιώς, ποιος είναι αυτός ο μνησιπίμων πόνος, που τον ονομάζει ο Σεφέρης:

«εσύ όμως το ανέλπιστο δεν θα το συναντήσεις ποτέ

αν έχεις πάψει από καιρό πια να ελπίζεις».

Τη Δευτέρα 8 Απριλίου στην αίθουσα του παλιού «Ρομάντσου» (Αναξαγόρα 3-5) θα βρίσκεται ο ποιητής (πια) και άλλοι εμείς, γιατί θα μιλήσουμε ή θα ακούσουμε περί του βιβλίου και της ποίησης. Στις 8 το βράδυ.

* σίχαμα, ρύπος

https://kommon.gr/paremvaseis/item/16214-ta-arrita-epi-tou-alekou-alavanou-ki-emeis-tou-thanasi-skamnaki

Σχόλια (0)

Το email σας δεν θα δημοσιευθεί.