Γιατί χρειαζόμαστε ποιητές με καρδιά

Γιατί χρειαζόμαστε ποιητές με καρδιά

  • |

Λίγο πριν από το Πάσχα έλαβα από τον καθηγητή Γιώργο Βέλτσο μια ανέκδοτη ποιητική του συλλογή -και τον ευχαριστώ από εδώ θερμά-, προφανώς για να με απαλλάξει κάπως από τον πόνο μου ή για να λειάνει το ανάγλυφο αυτού του πόνου [θεωρώ αυτήν την πράξη πράξη ανθρωπιάς]. Ομολογώ ότι χάθηκα εντυπωσιακά μέσα στους ποιητικούς στίχους, που δέρνονται και θωπεύονται ταυτόχρονα ανελέητα από την ειρωνεία και τον σαρκασμό, από το βίωμα και το πέταγμα στα παιγνιδίσματα της γλώσσας.

Γιώργος Σταματόπουλος

Παραθέτω ευθύς αμέσως ποίημά του αφιερωμένο στη μνήμη ασφαλώς του Φρειδερίκου Νίτσε: «Προσπάθησα να εξαφανίσω όλα τα ευπρεπή αισθήματα/ Φυλάχτηκα από κάθε μεγάλη λέξη/ Τίποτα δεν γνώριζα εκ πείρας/ Και τους σπουδαίους σκύμβαλα τους θεωρώ/ Ούτε μ αυτούς ούτε μ εμένα δεν ταύτισα ποτέ τον εαυτό μου/ Εγινα αυτό που ήμουν χωρίς να έχω ιδέα για το ποιος δεν ήμουν/ Εφτασε η ώρα να μην είμαι εντελώς εγώ/Σωριάστηκα μαζί μ ένα πληγωμένο άλογο στα καλντερίμια». Στο τέλος του ποιήματος φροντίζει να μας θυμίσει ότι, στις δεκατρείς Ιανουαρίου 1889, βλέποντας ο τραγικός Γερμανός στοχαστής έναν αμαξά να χτυπάει το άλογο του στην πλατεία Κάρλο Αλμπέρτο στο Τορίνο, κρεμάστηκε από τα χαλινάρια του κι έπεσε καταγής βυθιζόμενος στην τρέλα.

Διαβάζω εδώ τον μελίρρυτο λόγο του Παύλου για την αγάπη αλλά, κυρίως, την αρχαία προτροπή του Πίνδαρου και την αυθαίρετα [αλλά με πόση αγάπη και ταραχή] αντιστροφική [ή μεταστροφική] χρήση του από τον καθηγητή-ποιητή Γιώργο Βέλτσο «Γέννοιο οίος έσσι μαθών» (Να γίνεις αυτό που είσαι, αφού πρώτα μάθεις), ρήση που πολύ είχε επηρεάσει τον συγγραφέα της Χαρούμενης Επιστήμης. Εκείνο που μου τράβηξε ιδιαίτερα την προσοχή ήταν το ποίημα που έχει αφιερώσει στον Αλκη Σαχίνη (τον Αλκη που αναφέρει σε δύο τρία τραγούδια του ο Διονύσης Σαββόπουλος και στον οποίο είχε εμπιστευθεί το βιβλίο του «Η Συν-εν-τευξη, προτού εκδοθεί, αρχές της δεκαετίας του 70 ο αιρετικός της γραφής [και της σκέψης] Γιώργος Μανιάτης [επανακυκλοφορήθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις Στιγμή].

Μπορεί να μην είναι αναμενόμενο από τους πολλούς αλλά η γραφή του Γ.Β. αντλεί όχι τόσο από τα διαβάσματά του ή από την πολύχρονη διδασκαλική του εμπειρία αλλά είναι καθαρά λαϊκή, όσο και να τη φορτώνει με υπαινιγμούς, αλληγορίες, παραλείψεις. Είναι μεν μία συμπυκνωμένη γραφή αλλά πώς αλλιώς θα ήταν ποιητική; Δεν είναι ώρα να πούμε τι είναι ποίηση, το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι, όπως έλεγε και ο Μανιάτης, ότι καλή ποίηση είναι η σωστή ποίηση [ευπρόσδεκτη οιαδήποτε αιτίαση].

Στην ποιητική αυτή συλλογή βλέπουμε έναν απογυμνωμένο από φτιασίδια και στολίδια ποιητή, κάποιον που γράφει με το δέρμα του ή που χαράσσει στο δέρμα του τις έννοιες [την ίδια του τη ζωή], κάτι που σπανίζει στις μέρες μας, ειδικά σε πανεπιστημιακούς ή γιατρούς που ασχολούνται με την ποίηση. Α, θέλει κουράγιο αυτή η ενασχόληση [το κουράγιο ανάγεται σε σανσκριτική και λατινική στη συνέχεια ρίζα, που έχει σχέση με την καρδιά]. Χρειαζόμαστε ποιητές με καρδιά και όχι νεφελοβάμονες, ποιητές που αντλούν από τη δημοτική παράδοση, από τον λαό. [Πώς φαίνεται αυτό;]

efsyn.gr