Ολα για την επικοινωνία;

Ολα για την επικοινωνία;

  • |

Οι ιδιωτικοποιήσεις της αλήθειας ανοίγουν δρόμους για ιδιωτικοποιήσεις της δημοκρατίας. Το λιγότερο που κάνουν είναι η έκφραση ενός δημόσιου χώρου και λόγου που, σε τελική ανάλυση, δεν είναι δεσμευτικός για κανέναν. Κυρίως, δεν δημιουργεί δεσμευτικότητες για εκείνους που ο θεσμικός ρόλος τους είναι, κατά κοινή παραδοχή, η υπηρεσία της αλήθειας στον δημόσιο χώρο, η προστασία και ομαλή λειτουργία της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Για τους πολίτες γίνεται κάτι χειρότερο. Τα παραπάνω ανοίγουν τον δρόμο στην αδιαφορία και την αποπολιτικοποίηση όσων δεν εμπλέκονται άμεσα στα κομματικά πολιτικά παιχνίδια. Το ακόμα χειρότερο είναι ότι, χωρίς στρατηγικές ή τακτικές κινήσεις των πολιτικών παικτών, όλα δείχνουν ότι γίνονται για την επικοινωνία με τρόπαιο το γκουβέρνο και –κατά τα ποσοστά– τη νομή της εξουσίας και των προνομίων που συνεπάγεται. Ετσι, το modus operandi δυστυχώς εξελίσσεται σαν μια τελετουργία μαγείας και λιγότερο πολιτικής ευθύνης.

Θανάσης Βασιλείου

Και ναι μεν ο πρωθυπουργός, σε προεκλογική περίοδο, μπορεί να επιτίθεται στον πολιτικό του αντίπαλο, τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ, για «θλιβερή και απαράδεκτη εικόνα ενός αρχηγού του δεύτερου μεγαλύτερου κόμματος, ο οποίος με τις δηλώσεις του κάνει ψευτοεπικοινωνιακά νταηλίκια και περιφρονεί ανοιχτά το Κοινοβούλιο και τη συνταγματική τάξη», αλλά έχει λησμονήσει ότι ο ίδιος έκανε τα ίδια και χειρότερα όλη την περίοδο πριν από το 2019, όταν ζητούσε τρεις φορές την ημέρα «εκλογές».

Ξεχνά επίσης ότι ο ίδιος από τη θέση του αρχηγού της αντιπολίτευσης, τον Ιούνιο του 2019, λίγο πριν από τις εκλογές, δήλωνε πως «δεν θα συμμετέχουμε στη Βουλή καθόλου αυτή την εβδομάδα. Θα απέχουμε. Θα πάμε αύριο στη Βουλή, θα καταγγείλουμε τη διαδικασία και θα αποχωρήσουμε» – κατηγορώντας την τότε κυβέρνηση για εκτροπές. Και βέβαια τα μικρότερα κόμματα τοποθετούνται αναλόγως για να κρατήσουν τις συσπειρώσεις των οπαδών τους και να ανεβάσουν τα ποσοστά τους. Λόγου χάρη, στην έμμονη ερώτηση που απευθύνουν πολλοί στο ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛΛ. για το τι θα κάνουν το βράδυ των εκλογών, «με ποιους θα συνεργαστείτε;», δεν υπάρχει απάντηση. Η στερεότυπη απάντηση είναι: «Εμείς θέλουμε να αυξήσουμε τα ποσοστά μας».

Σε αυτό το σημείο όπου όλες οι θέσεις και οι αντιπαραθέσεις είναι θεμιτές (εντός ορίων πολιτικού πολιτισμού και της πραγματικότητας), ξεχνιέται κάτι πολύ σημαντικό από όλους τους πολύ ενδιαφερόμενους «για την επόμενη μέρα της χώρας». Στις εκλογές του 2019 η συμμετοχή των ψηφοφόρων είχε ανέλθει στο 57,78% και η αποχή από τις εκλογές είχε ανέλθει στο 42,22%, επί των εγγεγραμμένων πολιτών στους εκλογικούς καταλόγους. Το μεγαλύτερο ποσοστό αποχής από εθνικές κάλπες έχει καταγραφεί στις εκλογές του 2015, με 43,43%, ενώ υψηλά ήταν τα αντίστοιχα ποσοστά και στις εκλογές της εποχής των μνημονίων (Μάιος 2012 με 34,88%, Ιούνιος 2012 με 37,51%, Ιανουάριος 2015 με 35,13%). Προφανώς μιλάμε για ποσοστά αδιαφορίας του «πολιτικού και κοινωνικού» που υπερβαίνουν το ένα τρίτο των πολιτών και δοκιμάζουν τα όρια της αντιπροσωπευτικότητας του όλου πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα και τις ποιότητες της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας.

Το συμπέρασμα που προκύπτει όταν κάποιος βλέπει με την προσήκουσα σοβαρότητα και ανησυχία αυτά τα ποσοστά, είναι ότι η επικοινωνία έχει τα όριά της. Και πολλές φορές η υπερβολική χρήση του επικοινωνιασμού φέρνει τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα σε σχέση με τα προσδοκώμενα πολιτικά οφέλη για τα κομματικά «ταμεία».

Ο πολιτικός χρόνος είναι αρκετά πυκνός και πιέζει. Το ίδιο γίνεται με τα πραγματικά προβλήματα που απασχολούν τους πολίτες. Και κάποιος που θα θέλει να δώσει απαντήσεις –εδώ ο μέσος τυπικός ψηφοφόρος– μέσα από τις εκλογές θα πρέπει να έχει κατά νου ότι η εντολή σε οποιοδήποτε πιθανό κυβερνητικό σχήμα για μια δυνητική μελλοντική κυβέρνηση δεν θα είναι εντολή βραχείας διάρκειας ή των εκατό πρώτων ημερών, ούτε μονοσήμαντη εντολή για πάσα νόσο της ελληνικής πολιτείας. Θα είναι μια τετραετής εντολή για κατεδαφίσεις και αναστηλώσεις: κατεδάφιση του πελατειασμού, των ανίκανων ελίτ, της φοροδιαφυγής, της διαφθοράς, της διαπλοκής, του οικονομικού παρασιτισμού, της αντισυνταγματικότητας και του αυταρχικού κυβερνητισμού∙ αναστήλωση της δημοκρατίας, του πολιτισμού, της αξιοπρέπειας, ανασυγκρότηση της παραγωγικής βάσης της οικονομίας, της ανάπτυξης, της αποκατάστασης των δομών του προνοιακού κράτους.

Σε επικοινωνιακό επίπεδο οι πλευρές συνομολογούν στην ανάγκη να συνεχιστούν οι συζητήσεις πάνω σε αυτές τις αντιπαραθέσεις – και για πολύ περισσότερα ανοιχτά ζητήματα. Στην πραγματικότητα, αυτοί που θα μπορούσαν να συμβάλουν στο ξεπέρασμα των δυνάμεων που είναι κουρασμένες και κουράζουν, είναι και αυτοί κουρασμένοι και απογοητευμένοι από τα παραδείγματα περίκλειστων δογματισμών εκτός τόπου και χρόνου. Ετσι, εάν από τα φραγκμέντα της πολιτικής θεωρίας και πράξης, «ο λαός καλείται να δώσει λύση, απλώς, με μη λύση», αντιλαμβάνεστε πόσο στραβά αρμενίζουμε.

efsyn.gr