Για να μη μας φάνε οι κοριοί, μια απάντηση στον ιδεολογικό υπεύθυνο της ΚΕ του ΚΚΕ, του Αλέκου Αναγνωστάκη

Για να μη μας φάνε οι κοριοί, μια απάντηση στον ιδεολογικό υπεύθυνο της ΚΕ του ΚΚΕ, του Αλέκου Αναγνωστάκη

  • |

Από τους καρχαρίες γλίτωσα

τις τίγρεις τις εσκότωσα

και με καταβρόχθισαν

οι κοριοί.

Μπρεχτ 1946, «Επιτάφιος για τον Μ.»

Καρχαρίες κατά τον Μπρεχτ είναι οι ισχυροί καπιταλιστές, τίγρεις οι καπιταλιστές γενικά.

Κοριοί όμως;

Οι κοριοί έχουν ουσιαστικό πολιτικό και κοινωνικό περιεχόμενο.

Τρυπώνουν στις γραμμές των κινημάτων και των κομμάτων της Αριστεράς ως φορείς της αποξένωσης και της αλλοτρίωσης, ως εξαίρετοι εκμαυλιστές. Ενίοτε αήθεις (δίχως ήθος αλλά με αστική ηθική) εισχωρούν στο προλεταριάτο και κινούνται στη βάση του: ας αρπάξω εγώ όσα μπορώ και φούρνος ας μη καπνίσει.

 

Έξω από τις καταιγιστικές εξελίξεις

Τις ημέρες αυτές είδε το φως της δημοσιότητας ένα άρθρο στο Ριζοσπάστη του Λουκά Αναστασόπουλου, μέλους της ΚΕ του ΚΚΕ και επικεφαλής της Ιδεολογικής Επιτροπής της Κ.Ε. με τίτλο Το οπορτουνιστικό ρεύμα στα γνωστά αδιέξοδα μπροστά στις εκλογές.

Ο ίδιος γράφει σε συνέχειες.

Το Σάββατο 18 Δεκέμβρη – Κυριακή 19 Δεκέμβρη του 2021 γράφει άλλο άρθρο με τίτλο «ο αντισοβιετισμός του οπορτουνιστικού ρεύματος στην Ελλάδα».

Εκεί, ανάμεσα στα άλλα, υπογραμμίζει δίχως ντροπή πως «Αν τους πιστέψει κανείς θα θεωρήσει ότι η αναμέτρηση του Κόκκινου Στρατού με τους ναζί ήταν σύγκρουση ανάμεσα σε δύο ολοκληρωτικά αυταρχικά καθεστώτα!».

Ο πολιτικάντης, αναφέρει ο Σπινόζα, πρέπει μέρα με τη μέρα να πασχίζει, να ενεργεί και να ραδιουργεί για να διατηρήσει τη δόξα του.

Αυτό ακριβώς συμβαίνει, όχι λίγες φορές, στην εντός και εκτός του κοινοβουλίου κυρίαρχη και στάσιμη Αριστερά σε όλες τις παραλλαγές της (παραδοσιακή, εκσυγχρονιστική και κινηματίζουσα).

Η κληρονομημένη χοντροκεφαλιά και χοντροκοπιά, καρποί του δίπολου σεχταρισμού – οπορτουνισμού που διατρέχει χρόνια το σώμα της Αριστεράς, κομμουνιστικής και μη, κινδυνεύει να μην αφήσει τίποτα όρθιο την περίοδο ακριβώς που κάθε αγωνιστής είναι πολύτιμος και κάθε αγωνιζόμενη συλλογικότητα είναι μονάκριβη.

Το ΚΚΕ καλλιεργεί εντέχνως την πεποίθηση πως εμείς – η αντικαπιταλιστική Αριστερά – δεν κάνουμε άλλη δουλειά, παρά να ξοδεύουμε τη ζωή μας κρίνοντας το ΚΚΕ.

Κι ας βομβαρδίζει το ίδιο τον «οπορτουνισμό» με πολυσέλιδα άρθρα στην ΚΟΜΕΠ, πολυάριθμα σχόλια και άρθρα στο Ριζοσπάστη.

Κι αυτό μέσα σε ένα τοπίο καταιγιστικών εξελίξεων και αλλαγών στη γεωπολιτική, στην επιστήμη, και στην τεχνολογία, στην ίδια τη σύνθεση των κοινωνιών.

Σε αυτή την κρίσιμη περίοδο η παλιά Αριστερά του σύγχρονου κόσμου εξακολουθεί να πορεύεται μοιραία περιμένοντας το θαύμα.

Λες και δεν μεσολάβησε το σοκ της πανδημίας, η οικονομική ύφεση και η πολιτική της φτώχειας για το λαό που τη συνόδευσε, ο πόλεμος – ορόσημο στην Ουκρανία με τους ελλοχεύοντας κινδύνους της γενίκευσης του, τους χιλιάδες νεκρούς και σακατεμένους, λες και δεν «τρέχει» η μόλυνση του περιβάλλοντος.

Ειδικά το ΚΚΕ είναι πανθομολογούμενο πως είναι η πιο οργανωμένη και πιο μεγάλη δύναμη στον χώρο της κομμουνιστικής αριστεράς. Από τη στιγμή λοιπόν που οι συλλογικότητες στις οποίες επιτίθεται η ηγεσία του δεν απειλούν την κυριαρχία του στην Αριστερά προς τι μία τέτοιας έντασης και ποιότητας αντιπαράθεση;

Τι είναι αυτό που απασχολεί την ηγεσία του;

Η σημερινή ηγεσία του (ή μέρος της) νιώθει ανασφάλεια με την πολιτική που έχει εκπονήσει ή είναι αντιμέτωπη ανάλογων απόψεων εντός του («τα λέω στη νύφη να τ’ ακούσει η πεθερά»).

Γι’ αυτό επιμένει να «σκορπίζεται», στην άμεση συγκυρία, μαντάροντας όπως- όπως και επιλεκτικά μια σειρά ετερόκλητα αποσπάσματα από τα παλιά της προγράμματα και τα προγράμματα των άλλων μαζί με μια ρεπορταζιακή απαρίθμηση των νέων κινδύνων που οι ουρανοί ρίχνουν πάνω στο κεφάλι της μέσω μιας παντοδύναμης δήθεν αστικής τάξης.

Έτσι όμως αντικειμενικά τραυματίζεται και καθηλώνεται η Αριστερά που «προβλέπει», η Αριστερά των «συνολικών προγραμμάτων» και της «στρατηγικής στο τιμόνι», και κυρίως η Αριστερά που μπορεί να αλλάζει σε ανώτερο επίπεδο τη «χάρτα» των συμπερασμάτων και των πρακτικών της από τη σκοπιά της νέας κομμουνιστικής δυνατότητας. Για όλα όσα δηλαδή την καθιστούν και Αριστερά της πιο άμεσης τακτικής πολιτικής στόχευσης.

 

Τα κυριότερα σημεία κριτικής και τα αμείλικτα ερωτήματα

Τέσσερα είναι τα βασικά σημεία κριτικής και πολεμικής του Αναστόπουλου:

Πρώτο, όλοι, το Σύγχρονο κομμουνιστικό Σχέδιο, η ΑΡΑΝ, το ΣΕΚ, το ΝΑΡ η ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΗ, όλες οι οργανώσεις είναι λίγο πολύ ίδιες: «Οπορτουνιστικά πλυντήρια τις αστικής πολιτικής», είναι ο «δούρειος ίππος» και «πολύτιμος βοηθός της αστικής τάξης», μας πληροφορούν ΚΟΜΕΠ και Ριζοσπάστης.

Πρόκειται για βαρύτατες κατηγορίες γιατί υπονοούν τη συνειδητή στήριξη της αστικής τάξης και ό,τι άλλο συνεπάγεται μία τέτοια στήριξη.

Αλλά σε αυτό το σημείο τα ερωτήματα είναι αμείλικτα:

Ποια πολιτική διευκολύνει την αστική τάξη;

Αυτή που επιδιώκει την ενότητα του κινήματος για άμεσες νίκες – φάρους αυτοπεποίθησης του με στόχο την ανατροπή της εφαρμοζόμενης πολιτικής, την αυτοτελή οργανωτική και πολιτική παρουσία των οργανώσεων κομμουνιστικής επαγγελίας και επαναστατικής στόχευσης και το άνοιγμα των οριζόντων για τη μεγάλη αναμέτρηση ή η πολιτική που δημιουργεί υγειονομικές ζώνες στο κίνημα;

Αυτή η πολιτική που σε αντιπαραθέσεις βάλει χοντροκομμένα κατά πάντων σχεδόν και ισομερώς με την αστική τάξη ή αυτός που εναγωνίως επιχειρεί να αναλύσει την πολιτική των αστών και να αναδείξει την ταξικότητα της καλώντας επίμονα σε κοινά μέτωπα πάλης επαναστατών και μαχόμενων μεταρρυθμιστών υπό την έμπρακτα αναγνωριζόμενη ηγεμονία των πρώτων ;

Δεύτερο, στην ΕΣΣΔ είχε κτιστεί σοσιαλισμός με κάποια λάθη και μάλιστα προχωρημένος.

Στη βάση αυτή κάθε διαφορετική κριτική είναι ύποπτη και επιζήμια.

Το ΚΚΕ με ειδική την ευθύνη του ιδεολογικού του υπεύθυνου επιστρέφει μάλιστα στην εποχή του ΚΚΣΕ με γραμματέα τον Στάλιν παραθέτοντας κείμενα και τσιτάτα του νομίζοντας πως έτσι μετατοπίζονται αριστερότερα.

Παραβλέπουν όμως την Ιστορία.

Παραβλέπουν πως ο άνθρωπος (και οι συλλογικότητες του) «είναι και ταυτόχρονα γίνεται», εξελίσσεται. Πως ο άνθρωπος είναι οι κοινωνικές του σχέσεις.

Επομένως τόσο το ΚΚΣΕ όσο και ο Στάλιν εξελίχθηκαν και μετεξελίχθηκαν.

Και εξελίχθηκαν κατά τη φορά που πήγαιναν οι οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις στη χώρα του Οκτώβρη.

Και η φορά δυστυχώς ήταν αντίστροφη του βέλους του μεγάλου Οκτώβρη.

Γι’ αυτό και στο τέλος λυγίζουν τη ράβδο δεξιά, απομακρύνονται από το στόχο-χίμαιρα των προλεταριακών επαναστάσεων, περιορίζονται στις πολιτικές συγκυβέρνησης με αστικά κόμματα.

Κι έτσι περί το τέλος του πολέμου ρέπει προς τον ιστορικό συμβιβασμό τον οποίο εγκαινιάζει πριν τον Μπερλίγκουερ: Το 1944, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, τα Κομμουνιστικά κόμματα σε Ελλάδα, Γαλλία και Ιταλία πήραν μέρος σε αστικές κυβερνήσεις υπό τον Γ. Παπανδρέου, υπό τον ντε Γκωλ και υπό τον ντε Γκάσπαρι στην Ιταλία με υπουργό δικαιοσύνης, έτσι συμβολικά, το μέλος της διοικούσας επιτροπής της Κ.Δ. Τολιάτι.

Αυτή λοιπόν η συμπαθής νοσταλγία για «τις παλιές καλές εποχές» έτσι γενικά και αόριστα, δεν μπορεί να ερμηνεύσει το χθες, ακινητοποιεί το σήμερα, αδυνατεί να φωτίσει το αύριο, να το ωθήσει σε ανατρεπτικά μονοπάτια.

Τρίτο σημείο πολεμικής, ο «διακαής πόθος των εσωτερικών ωσμώσεων του οπορτουνιστικού ρεύματος είναι οι όροι με τους οποίους θα επιτευχθεί μια «νικηφόρα επανάληψη του πειράματος ΣΥΡΙΖΑ». Με αυτόν το στόχο υποτίθεται ότι φλερτάρει το Σύγχρονο κομμουνιστικό σχέδιο αλλά και σύμπασα η αντικαπιταλιστική Αριστερά.

Και το λέει αυτό με έπαρση, αφ’ υψηλού, δίχως σεμνότητα, αυτογνωσία, δίχως ίχνος αυτοκριτικής.

Τι κι αν το Σύγχρονο Κομμουνιστικό Σχέδιο έχει από καιρό σε διαρκή ανάρτηση το «Για τις επαναστάσεις και τον κομμουνισμό του 21ο αιώνα»; Τι κι αν αρθρογραφούν μέλη του; Τι κι αν …. Κακώς στην πραγματικότητα που δεν συμφωνεί μαζί του.

Τέταρτο, όλοι εμείς καλλιεργούμε αυταπάτες «ότι μπορεί να υπάρξει μια μαγική λύση κατάργησης των νόμων της καπιταλιστικής οικονομίας, να υπάρξει δηλαδή ριζοσπαστική φιλολαϊκή πολιτική χωρίς την ανατροπή της εξουσίας των μονοπωλίων, χωρίς σύγκρουση με την καπιταλιστική εκμετάλλευση και την καπιταλιστική ιδιοκτησία».

Δηλαδή η προβολή αιτημάτων με στόχο την πραγματική, την υλική επιβολή τους από το «υπουργείο των υπουργείων», το υπουργείο των λαϊκών αγώνων …σπέρνει αυταπάτες. Οι αγώνες π.χ. για καθολική παιδεία και υγεία τώρα, με την κάθε κυβέρνηση απέναντι, δεν είναι αγώνες σημαντικών κατακτήσεων και σχολείο «προπόνησης» της ίδιας της εργατικής τάξης για τα αναγκαία αλλά και τα στρατηγικά, είναι σπορά αυταπατών;

Κάτι δεν πάει καλά εδώ.

Φαίνεται πως η κυρίαρχη Αριστερά δεν συνειδητοποιεί το πιο άμεσο, το πιο βασικό και ταυτόχρονα το πιο μακρόπνοο καθήκον του σύγχρονου εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος, που είναι η μάχη «των πολιτισμών», η μάχη «των προγραμμάτων», η μάχη των άμεσων αλλά και των ιστορικών και συνολικών πολιτικών απαντήσεων ανάμεσα στις σύγχρονες δυνάμεις του κεφαλαίου και στις αντίστοιχες δυνάμεις της εργασίας.

Το θεμελιακό, θεωρητικό και πολιτικό προγραμματικό άλμα του μαρξισμού στα μέσα του 19ου αιώνα έφερε τη μαζική εξάπλωση του εργατικού, επαναστατικού ρεύματος στην περίοδο της πρώτης μεγάλης καπιταλιστικής κρίσης στα τέλη του ίδιου αιώνα.

Αντίστοιχα και το νέο μεγάλο προγραμματικό βήμα του Λένιν, στα χαράματα του 20ού αιώνα, σφράγισε καταλυτικά το παράδειγμα της Οκτωβριανής επανάστασης. Αυτό τον πρώτο βαθύ πολιτικό κλονισμό του ιμπεριαλισμού που χώρισε τον ιστορικό χρόνο στον πριν και μετά από αυτήν.

Αντίθετα, η ουσιαστική επικράτηση ενός νέου αντεπαναστατικού προγραμματικού πολιτισμού, στη δεκαετία του ’30, επέβαλε κατά κύματα και τελικά την ενσωμάτωση και την ταξική ήττα του Οκτώβρη και γενικά του επαναστατικού κινήματος, μέσα στους μεγάλους πολιτικούς σεισμούς του ’40-’50. Το ίδιο, τηρουμένων των αναλογιών, συνέβη και στην πολυθρύλητη δεκαετία του ’60, όπου οι δομικές αδυναμίες μιας νέας προγραμματικής, επαναστατικής επαναθεμελίωσης επέτρεψαν τελικά τη συντριβή της εργατικής πολιτικής και την ολοκληρωτική επικράτηση του πιο αντιδραστικού καπιταλισμού, μέσα σε συνθήκες βαθιάς κρίσης του.

Η σημερινή προσπάθεια για το νέο πρόγραμμα καλείται να καλύψει ένα δραματικό χάσμα.

Πρόκειται για το χάσμα που άνοιξαν οι μεγάλες προγραμματικές και πολιτικές ήττες αλλά και οι ανεπάρκειες του κινήματος, σε όλη την ιστορική του εξέλιξη, ανάμεσα στις θεμελιακές θεωρητικές και πρακτικές κατακτήσεις του επαναστατικού ρεύματος και στη σύγχρονη απελευθερωτική δυνατότητα της κοινωνίας.

 

Σε γενική δοκιμασία η προσπάθεια μας