Η κόκκινη γαλλική Ανοιξη και τα επίδικα για την Αριστερά

Η κόκκινη γαλλική Ανοιξη και τα επίδικα για την Αριστερά

  • |

Το σημερινό κίνημα είναι πολυσυλλεκτικό και πολυσχιδές, καθώς εξελίσσεται και προσαρμόζεται ανάλογα με τις συνθήκες. Εμποτίζεται από οργανώσεις νεολαίας και από τα αναζωογονημένα συνδικάτα των οποίων οι εκπρόσωποι, σε αντίθεση με τα Κίτρινα Γιλέκα, είναι πιο έμπειροι στην επικοινωνία. Εξαιτίας αυτών των χαρακτηριστικών, τα συνήθη στερεότυπα που κινητοποιούνται από τα κυρίαρχα ΜΜΕ για την αντιμετώπιση του κοινωνικού κινήματος φαίνεται να έχουν αποσταθεροποιηθεί, με αποτέλεσμα μια πιο ισορροπημένη κάλυψη.

Νίκος Σμυρναίος*

Η κόκκινη γαλλική Ανοιξη του 2023 αποτελεί συνέχεια μιας σειράς έντονων κοινωνικών διεργασιών απέναντι στη νεοφιλελεύθερη και αυταρχική διολίσθηση της χώρας –μέσω αντιπροσώπων και κληρονόμων του Σοσιαλιστικού Κόμματος, από τον Ολάντ μέχρι τον Μακρόν. Η αλληλουχία αυτή ξεκίνησε το 2016 με τον νόμο που προώθησε ο δεύτερος ως υπουργός Οικονομικών του πρώτου για την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, συνεχίστηκε με το κίνημα των πλατειών Nuit Debout, εξαπλώθηκε με τον ξεσηκωμό των Κίτρινων Γιλέκων το 2018-2019 και το κίνημα ενάντια στην πρώτη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού που επιχείρησε ο Μακρόν το 2019-2020, πριν διακοπεί προσωρινά από την πανδημία.

Τα κοινά χαρακτηριστικά αυτής της περιόδου είναι η έντονη συγκρουσιακότητα αλλά και τα πολιτικά αδιέξοδα. Από τη μία πλευρά η εξουσία εμφανίζεται αλαζονική και πλήρως ευθυγραμμισμένη με τα συμφέροντα των προνομιούχων τάξεων. Το πολιτικό σύστημα φαίνεται έτσι ανίκανο να συγκεράσει έστω και στο ελάχιστο την ταξική αντιφατικότητα. Από την άλλη το κίνημα ριζοσπαστικοποιείται, τροφοδοτούμενο κατά διαστήματα από τη διογκούμενη λαϊκή δυσαρέσκεια διάφορων κοινωνικών ομάδων (αστικά στρώματα με υψηλή μόρφωση στο κίνημα Nuit Debout, μικρομεσαίοι της επαρχίας σε διαδικασία φτωχοποίησης στα Κίτρινα Γιλέκα, το σύνολο των μισθωτών σήμερα). Σε όλη αυτήν την περίοδο παρατηρείται επίσης εντατική χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης για επικοινωνία, ενημέρωση και συντονισμό, κάτι που βελτιώνει την αποτελεσματικότητα των δράσεων, διευρύνει την κινητοποίηση και αντικρούει την παραπληροφόρηση των κυρίαρχων ΜΜΕ.

Αλλά το σημερινό κίνημα με βασικό αίτημα την κατάργηση της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης έχει και τα δικά του ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Το πρώτο είναι η γενική και διαρκής υποστήριξη της κοινής γνώμης. Από τον Ιανουάριο του 2023 μέχρι και σήμερα, όλες οι δημοσκοπήσεις αναδεικνύουν την αντίθεση της μεγάλης πλειοψηφίας των Γάλλων στο σχέδιο της κυβέρνησης. Η απόρριψη είναι σχεδόν καθολική μεταξύ των εργαζομένων σε όλους τους επαγγελματικούς κλάδους και βαθμίδες, από τη βιομηχανία μέχρι τις υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένου του Δημοσίου, στην ύπαιθρο, στις μεσαίες και μεγάλες πόλεις. Εκφράζεται κυρίως κατά της αύξησης του κατώτατου ηλικιακού ορίου από τα 62 στα 64 έτη, με ταυτόχρονη ελάχιστη περίοδο εισφορών τα 42 έτη, κάτι που σημαίνει ότι πολλοί θα φτάσουν ακόμη και τα 67 για να συνταξιοδοτηθούν. Η ένταση της αντίδρασης του κοινωνικού σώματος εξηγείται εν μέρει από τη μεταπανδημική συνθήκη και την πληθωριστική κρίση.

Το μέτρο αυτό εκλαμβάνεται ως τιμωρητικό από τους εργαζόμενους πρώτης γραμμής στην υγεία, την τροφοδοσία, την καθαριότητα, τις μεταφορές, τη βιομηχανία κ.λπ. Το βλέπουν ως αχαριστία της κυβέρνησης, και ειδικότερα του Εμανουέλ Μακρόν, έναντι αυτών που κράτησαν τη γαλλική κοινωνία λειτουργική κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ενίοτε με κίνδυνο της ζωής τους. Τα δύο χρόνια δουλειάς επιπλέον που τους επιβάλλονται, ενώ έχουν αρχίσει να εργάζονται από πολύ νέοι σε βαριά και ανθυγιεινά επαγγέλματα, επιδεινώνουν τις ταξικές ανισότητες καθώς το προσδόκιμο ζωής τους με καλή υγεία είναι ιδιαίτερα χαμηλό. Πλήττονται επίσης σοβαρά οι επισφαλείς εργαζόμενοι αλλά και οι γυναίκες που λόγω οικογενειακών υποχρεώσεων έχουν ελλιπείς εισφορές και διακεκομμένες καριέρες. Αλλά και πολλά στελέχη του ιδιωτικού τομέα, παρόλο ότι παραδοσιακά στηρίζουν τον Μακρόν, αντιτίθενται στο μέτρο καθώς η καραντίνα ώθησε πολλούς από αυτούς να επανεξετάσουν τη θέση και το περιεχόμενο της εργασίας σε σχέση με άλλες προτεραιότητες όπως η οικογένεια, η ποιότητα ζωής και η κοινωνική συνεισφορά. Γενικότερα, αυτή η υποχρεωτική επιμήκυνση της απασχόλησης επιβάλλεται σε μια περίοδο γενικευμένης υποβάθμισης και απώλειας νοήματος της εργασίας, στο πλαίσιο του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού.

Ετσι, το σημερινό κίνημα είναι πολυσυλλεκτικό και πολυσχιδές, καθώς εξελίσσεται και προσαρμόζεται ανάλογα με τις συνθήκες. Εμποτίζεται από οργανώσεις νεολαίας και από τα αναζωογονημένα συνδικάτα των οποίων οι εκπρόσωποι, σε αντίθεση με τα Κίτρινα Γιλέκα, είναι πιο έμπειροι στην επικοινωνία. Εξαιτίας αυτών των χαρακτηριστικών, τα συνήθη στερεότυπα που κινητοποιούνται από τα κυρίαρχα ΜΜΕ για την αντιμετώπιση του κοινωνικού κινήματος φαίνεται να έχουν αποσταθεροποιηθεί, με αποτέλεσμα μια πιο ισορροπημένη κάλυψη. Για παράδειγμα, η εκλογή πριν ένα μήνα της νέας γενικής γραμματέα της CGT Σοφί Μπινέ, μιας σαραντάχρονης γυναίκας με στιβαρή παρουσία και σύγχρονο λόγο, σχολιάστηκε μαζικά και μάλλον θετικά.

Ενα άλλο χαρακτηριστικό της περιόδου είναι η υψηλή ένταση της βίας. Από τη μία πλευρά, η ακραία καταστολή του κινήματος αναδεικνύει τη γεωμετρική αύξηση ισχύος του κρατικού κατασταλτικού μηχανισμού που παρατηρείται στη Γαλλία από το 2016 και μετά: δημιουργία νέων αστυνομικών μονάδων, όπως η μηχανοκίνητη ταξιαρχία BRAV· εντατική και αδιάκριτη χρήση οπλισμού όπως κανονιών νερού, φλάσμπολ και χειροβομβίδων κρότου-λάμψης που περιέχουν μεγάλη ποσότητα εκρηκτικών και τραυματίζουν σοβαρά διαδηλωτές· ευρεία χρήση συστημάτων ηλεκτρονικής επιτήρησης· μαζικές προσαγωγές και προληπτικές συλλήψεις· κακομεταχείριση των διαδηλωτών και ατιμωρησία των αστυνομικών που παρανομούν· και τελευταία, πολλαπλασιασμός των περιπτώσεων αστυνομικών που συνδέονται με νεοναζιστικές ομάδες, υπό την ανοχή του φιλόδοξου και προβοκάτορα υπουργού Δημόσιας Τάξης Ζεράλ Νταρμανέν.

Από την άλλη πλευρά, όλο και περισσότεροι διαδηλωτές, ιδίως νέοι, δεν αποφεύγουν πλέον τις συγκρούσεις με την αστυνομία αλλά συμμετέχουν ενεργά ή υποστηρίζουν και καλύπτουν αυτούς που το κάνουν, μερικές φορές με τη βοήθεια οργανωμένων συνδικαλιστών. Ενα κομμάτι του κινήματος έχει κατανοήσει τον αντίκτυπο που μπορεί να έχουν ως μέσο πίεσης στην κυβέρνηση δράσεις που δίνουν μια εικόνα αταξίας όπως το κάψιμο κάδων απορριμμάτων ή το σπάσιμο τραπεζών. Ενα άλλο κομμάτι του κινήματος απλά εκφράζει την αγανάκτησή του μέσα από τέτοιες δράσεις.

 

Αυτό συμβαίνει τη στιγμή που κι άλλα μέτωπα συγκλίνουν με την πάλη ενάντια στο συνταξιοδοτικό, όπως η αντίσταση σε καταστροφικά για το περιβάλλον έργα (κατασκευή αεροδρομίων και αυτοκινητοδρόμων, αρδευτικά έργα για την αγροτοβιομηχανία κ.λπ.), ο αγώνας κατά της έμφυλης βίας και της ρατσιστικής μεταχείρισης των μεταναστών από το γαλλικό Κράτος. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο αντιεξουσιαστικός χώρος, με κύριο εκφραστή το λεγόμενο cortège de tête που τοποθετείται στην κεφαλή των πορειών διαμαρτυρίας, η ριζοσπαστική οικολογία και ο φεμινισμός κάνουν θραύση, ιδιαίτερα μεταξύ των νέων. Ετσι, μια ολόκληρη γενιά πολιτικοποιείται και ριζοσπαστικοποιείται δημιουργώντας μια κρίσιμη μάζα με εξεγερσιακές διαθέσεις.

Η κοινωνική ένταση επιδεινώνεται επίσης από τις αλλοπρόσαλλες αποφάσεις μιας εξουσίας που μοιάζει όλο και λιγότερο δημοκρατικά νομιμοποιημένη. Εκλεγμένος με λιγότερο από το ένα τρίτο των ψήφων στον πρώτο γύρο, ο Εμανουέλ Μακρόν κέρδισε τις προεδρικές εκλογές μόνο επειδή βρέθηκε αντιμέτωπος με τη Μαρίν Λεπέν και το μεταφασιστικό κόμμα της. Η στενή εκλογική του βάση και η νίκη υπό τη λογική του «το μη χείρον βέλτιστον» θα έπρεπε να είχαν ωθήσει τον Μακρόν να υιοθετήσει μια συναινετική και συνετή πολιτική. Αυτό βέβαια δεν συνέβη εξαιτίας της αλαζονείας του ίδιου, της αποσύνδεσης του μηχανισμού εξουσίας που τον περιβάλλει από την κοινωνική πραγματικότητα και του Συντάγματος της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας που σχεδιάστηκε για να δώσει πλήρεις και ανεξέλεγκτες εξουσίες στον πρόεδρο. Ετσι, όντας μειοψηφική στο Κοινοβούλιο, η κυβέρνηση κρατιέται στην εξουσία παρά την αντιπάθεια που εμπνέει και τις συνεχείς παλινωδίες λόγω της προεδρικής στήριξης αλλά και των διαιρέσεων της αντιπολίτευσης. Στα δεξιά του Μακρόν, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα είναι διχασμένο μεταξύ της πλειοψηφικής νεοφιλελεύθερης-αυταρχικής πτέρυγας, η οποία εκβιάζει συνεχώς τον Μακρόν και σπρώχνει την κυβέρνηση δεξιότερα, και των κοινωνικών γκολικών που αντιτάχθηκαν στο συνταξιοδοτικό.

Ο χώρος στα Αριστερά είναι κατακερματισμένος, παρά την ύπαρξη μιας συμμαχίας ανάγκης, της NUPES. Η Ανυπότακτη Γαλλία, η πιο αριστερή οργάνωση αυτής της συμμαχίας, διατρέχεται από εσωτερικές εντάσεις που συνδέονται με διαφωνίες σε ζητήματα τακτικής, αλλά και αποκλίνουσες στρατηγικές των επίδοξων διαδόχων του Ζαν-Λικ Μελανσόν. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα είναι επίσης διχασμένο, μεταξύ της σημερινής ηγεσίας που προσκολλάται στη συμμαχία NUPES με στόχο την επιβίωση και της εσωτερικής δεξιάς αντιπολίτευσης, που υποστηρίζεται από τους «ελέφαντες» όπως ο Ολάντ και οι πρώην υπουργοί του. Το Κομμουνιστικό Κόμμα είναι παρομοίως διχασμένο, αλλά αντίστροφα, με την ηγεσία του να επιτίθεται συχνά στη Ανυπότακτη Γαλλία και ειδικότερα στον Μελανσόν, αλλά ένα σημαντικό κομμάτι της βάσης να θέλει την προσέγγιση. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο υποψήφιος του ΚΚΓ στις τελευταίες προεδρικές, ο συντηρητικός δημαγωγός Φαμπιάν Ρουσέλ, στέρησε ένα κρίσιμο ποσοστό από τον Μελανσόν και δεν του επέτρεψε έτσι να περάσει στον δεύτερο γύρο. Τέλος, οι Πράσινοι αμφιταλαντεύονται επίσης μεταξύ ριζοσπαστικής οικολογίας και χλιαρού μεταρρυθμισμού πασπαλισμένου με βιωσιμότητα.

Βέβαια, σε όλα τα κόμματα της NUPES ακούγονται φωνές που θέλουν να ξεπεραστούν οι σημερινές διαιρέσεις και να επιτραπεί η οικοδόμηση μιας ενωτικής οργάνωσης, με ισχυρό έρεισμα στην κοινωνία, στους χώρους εργασίας και τη νεολαία. Αυτό ζητούν, στην Ανυπότακτη Γαλλία, ο Φρανσουά Ρουφάν, δημοφιλής δημοσιογράφος-ακτιβιστής που αυτοπροσδιορίζεται ως σοσιαλδημοκράτης και η φεμινίστρια Σαντρίν Ρουσό στους Πράσινους. Οι οποίοι βέβαια πλασάρονται και για το χρίσμα της Αριστεράς στις επόμενες προεδρικές εκλογές. Ετσι, μικροκομματισμοί, προσωπικές φιλοδοξίες αλλά και βαθύτερες πολιτικές διαφορές δεν φαίνεται να επιτρέπουν την κάθοδο της NUPES με κοινό ψηφοδέλτιο στις Ευρωεκλογές του 2024. Αυτές οι εσωτερικές διαμάχες της προοδευτικής παράταξης αφήνουν μεγάλο χώρο στην Ακροδεξιά, η οποία εμφανίζεται ως η πλέον συμπαγής και πειθαρχημένη δύναμη της αντιπολίτευσης. Παρά το νεοφιλελεύθερο οικονομικό της πρόγραμμα και την αντιδραστική ατζέντα της, η Μαρίν Λεπέν έχει εγκαθιδρυθεί στα μάτια ενός μεγάλου κομματιού της κοινής γνώμης ως η σοβαρότερη υποψήφια της αντιπολίτευσης για τις προεδρικές του 2027.

Μπορεί το κοινωνικό κίνημα να αλλάξει την πολιτική κατάσταση δεδομένης της διάρκειας και της δυναμικής του; Πάνω από τρεις μήνες μετά την πρώτη διαδήλωση κατά του συνταξιοδοτικού, οι πορείες της Πρωτομαγιάς ήταν ιδιαίτερα πολυπληθείς και δυναμικές. Τα «κοντσέρτα με τις κατσαρόλες», εμπνευσμένα από τα κινήματα της Λατινικής Αμερικής, υποδέχονται τα μέλη της κυβέρνησης και τον ίδιο τον Μακρόν σε κάθε δημόσια εμφάνισή τους. Αυτός ο τρόπος διαμαρτυρίας είναι εύκολος και πολύ αποτελεσματικός σε διάφορα επίπεδα: καθιστά πολύ δύσκολη πολιτικά την επίτευξη άλλων νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων στην παρούσα συγκυρία και υπενθυμίζει σε όλους την έντονη λαϊκή αντιπάθεια για τον Μακρόν -οι σύμμαχοι του οποίου τείνουν να παίρνουν αποστάσεις- και χαλάει τη διεθνή εικόνα του.

Επίσης, επιβάλλει δυσανάλογα μέτρα ασφαλείας ενάντια στις κατσαρόλες, κάτι που γελοιοποιεί την κυβέρνηση και αναδεικνύει την αυταρχική της ολίσθηση. Τέλος, κρατά το κοινωνικό κίνημα σε δράση και την κοινή γνώμη σε εγρήγορση. Ετσι, σε μια πρόσφατη έρευνα, το 60% των ερωτηθέντων Γάλλων θεωρεί ότι η κινητοποίηση μπορεί και πρέπει να συνεχιστεί. Στις 8 Ιουνίου θα εξεταστεί μια νέα νομοθετική ρύθμιση της αντιπολίτευσης που επαναφέρει την ελάχιστη ηλικία συνταξιοδότησης στα 62. Η κοινοβουλευτική μάχη προβλέπεται σκληρή και αμφίρροπη.

Μεσοπρόθεσμα, απομένει στο πολιτικό προσωπικό να φανεί αντάξιο της ιστορικής συνθήκης. Χρειάζεται σοβαρότητα, ταπεινότητα και στοχοπροσήλωση από την πλευρά της Αριστεράς. Ή θα καταφέρουν μέσα στους επόμενους μήνες να δημιουργήσουν μια αξιόπιστη και ενιαία ριζοσπαστική εναλλακτική πρόταση απέναντι στο Ακραίο Κέντρο και την Ακροδεξιά, εκφράζοντας πολιτικά το κοινωνικό κίνημα και δίνοντας ελπίδα σε όλη την Ευρώπη ή θα αποτύχουν, ανοίγοντας τον δρόμο για την ανάδυση των νεοφασιστών στην εξουσία στην καρδιά της Ευρώπης.

* Διδάσκει Πολιτική Οικονομία, Ιστορία και Κοινωνιολογία των ΜΜΕ και του Διαδικτύου στο Université Toulouse ΙΙΙ. Εχει γράψει το «Ολιγοπώλιο του Διαδικτύου. Πώς Google, Apple, Facebook, Amazon και Microsoft πήραν τον έλεγχο της ψηφιακής ζωής μας», από τις Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις

efsyn.gr

Εκτρωφείο Λαγων Καρφής Ευαγγελος