Μνήμες Πολυτεχνείου│ του Κώστα Λαμπρόπουλου

Μνήμες Πολυτεχνείου│ του Κώστα Λαμπρόπουλου

  • |

 

Οι ελεύθεροι σκοπευτές ήταν ακροβολισμένοι στις ταράτσες των κτιρίων επί της οδού Πατησίων απέναντι από την κεντρική πύλη του Πολυτεχνείου. Οι ελεύθεροι σκοπευτές πυροβολούσαν οτιδήποτε εκινείτο  στο προαύλιο. Οι επί των κτιρίων της Πατησίων μεταξύ των οδών Στουρνάρη και Αβέρωφ στόχευαν στον εμπρόσθιο προαύλιο χώρο επί της οδού Πατησίων. Οι επί των κτιρίων της Πατησίων μεταξύ Αβέρωφ και Μάρνης στόχευαν στον πλαϊνό προαύλιο χώρο επί της οδού Τοσίτσα. 

του Κώστα Λαμπρόπουλου | ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΙ - ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΣ | red line

 

Εμείς, στον πλαϊνό προαύλιο χώρο επί της οδού Τοσίτσα είχαμε κουρνιάσει, ο ένας δίπλα στον άλλο, ο ένας πάνω στον άλλο, στο τοιχίο που μαζί με τα ψηλά και χοντρά πράσινα κάγκελα οριοθετούσαν το στρατόπεδο και την αμυντική γραμμή των «μέσα». Ακολουθούσε ο δρόμος, το no man’s land, μεταξύ των δύο αντιπάλων. Και μετά ο κήπος του Μουσείου όπου ήταν συγκεντρωμένες σε μπουλούκια οι επιθετικές εμπροσθοφυλακές των μπάτσων, οι περισσότεροι απ’ αυτούς στη γωνία Πατησίων και Τοσίτσα.

Είμαστε βουβοί και συνάμα στωικοί. Το μόνο όπλο που κρατούσαμε ήταν η ίδια η ύπαρξή μας, η ζωή μας. Για να σωθούμε έπρεπε να παραμείνουμε ζωντανοί μέχρι το ξημέρωμα. Έτσι τουλάχιστον πιστεύαμε. Το φως της ημέρας θα εξέθετε την ανωνυμία των απομακρυσμένων επίδοξων εκτελεστών μας και θα λύτρωνε εμάς. Απλώς περιμέναμε τον ήλιο με δάκρυα στα μάτια από τα φωσφορίζοντα από τους προβολείς σύννεφα των δακρυγόνων. Ο στρατός θα απομάκρυνε τις άγριες ορδές των μπάτσων και θα μας διέσωζε από την εκδικητική μανία τους …

Οι μπάτσοι λυσσομανούσαν στον κήπο του Μουσείου. Εξαγριωμένα σκυλιά που δεν τολμούσαν να αποπειραθούν την αναγκαία κατά μέτωπο έφοδο για να μας τσακίσουν. Φοβόντουσαν την απροκάλυπτη κενότητα τού ανάμεσά μας no man’s land και την πιθανότητα να έχουμε έστω και ένα πυροβόλο όπλο, έστω και κυνηγητικό. Κανένας τους δεν διακινδύνευε τη ζωή του για διαπιστώσει πάνω της τη δικιά μας πιθανή δύναμη πυρός.

Ήξεραν ότι δεν είχαμε όπλα. Δεν ήταν, όμως, βέβαιοι ότι δεν υπήρχε ούτε ένα.  Ήξεραν ότι ο μεγάλος αντίπαλός τους δεν είμαστε εμείς αλλά το φως της ημέρας. Και λυσσομανούσαν άπραγοι μέσα στη νυκτερινή ατολμία τους.

Για να είμαστε σίγουροι για το που βρίσκονταν και να γνωρίζουμε το τι έκαναν τους παρακολουθούσαμε περιοδικά. Κάποιο κεφάλι σηκώνονταν από το τοιχίο για να παρατηρήσει. Στιγμιαία ακολουθούσε καταιγισμός πυροβολισμών. Οι ακροβολιστές, απρόσωποι μέσα στο σκοτάδι και θρασείς από την ανωνυμία της απόστασης εκτελούσαν τις διαταγές τους με επαγγελματική ευσυνηδησία. Ίσως όμως όχι όλοι ή όλοι τους το ίδιο καλά. Παρά τον επαναληπτικό καταιγισμό βολών σε κάθε μας κίνηση είχαμε μόνο έναν τραυματισμό. Μια συναγωνίστρια, πανικοβλημένη από τις περιοδικές ριπές, επιχείρησε να μετακινηθεί άτσαλα σε θέση που θεώρησε ασφαλέστερη. Χτυπήθηκε στο πόδι. Τη σύραμε κακήν κακώς στο τοιχίο και τα παιδιά των Πρώτων Βοηθειών -οι πραγματικοί ήρωες του Πολυτεχνείου- έσπευσαν να την παραλάβουν μέσα σε απανωτούς καταιγισμούς πυροβολισμών – πάλι δίχως θύματα.

Ήρθε η σειρά μου να παρατηρήσω την κατάσταση και τις κινήσεις των μπάτσων στη γωνία του κήπου του Μουσείου αλλά και ακριβώς απέναντί μου. Ήμουνα γονατιστός καλυμμένος πίσω από την αριστερή μαρμάρινη κολώνα της πύλης επί της οδού Τοσίτσα.  Για να δώσω μεγαλύτερη ταχύτητα στην κίνηση της πανοραμικής παρατήρησης σηκώθηκα όρθιος. Έβγαλα το κεφάλι μου από την κόχη της για να παρατηρήσω. Σχεδόν στιγμιαία ακολούθησε ο αναμενόμενος καταιγισμός πυροβολισμών. Το αριστερό μου φρύδι σκίστηκε από ένα μικρό τριγωνικό θραύσμα μάρμαρου που έσπασε από την εξοστρακισμό της βολίδας στη γωνία της κολώνας.

Για δέκατα του δευτερολέπτου και για ενάμιση εκατοστό του μέτρου η ζωή μου κρεμάστηκε από μια κλωστή αίματος που δεν κόπηκε …

Έσυρα απαλά το δάκτυλό μου πάνω στο τραύμα της μαρμάρινης κολώνας.  Γύρισα προς τα πίσω και προστατευμένος πια ακούμπησα την πλάτη μου στην εσωτερική πλευρά της. Αφέθηκα να γλιστρήσω αργά μέχρι να καθίσω στο ασφαλτοστρωμένο έδαφος. Μέσα σε απόλυτη διανοητική κενότητα σιγοψιθύρισα «είναι ακόμα εκεί…».

Κάθε φορά που τυχαίνει να βρίσκομαι στην περιοχή του Πολυτεχνείου, περνάω από την μαρμάρινη κολώνα και βαδίζοντας ξαναγγίζω στιγμιαία το τραύμα της. Αυτό θα είναι εκεί ακόμα και όταν εγώ δεν θα ξαναπεράσω από εκεί ..

Εκτρωφείο Λαγων Καρφής Ευαγγελος